Σταθερή στην πρακτική μετάθεσης ευθυνών παραμένει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και στο θέμα των πολύ κακών επιδημιολογικών μεγεθών όσον αφορά τις απώλειες ζωής, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
Ενόψει των δηλώσεων Πλεύρη την Τετάρτη, ο κ. Οικονόμου είπε απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις ότι «οι εμβολιασμένοι συμπολίτες μας δικαιούνται και πρέπει να έχουν προνόμια που αντιστοιχούν στην συμβολή τους στην εθνική προσπάθεια», προαναγγέλλοντας την φημολογούμενη τα τελευταία 24ωρα χαλάρωση των mini lockdown.
Όταν ερωτήθηκε για τον υψηλό αριθμό νεκρών στην Ελλάδα, ωστόσο, μετέθεσε τις ευθύνες αποκλειστικά στους επιστήμονες και όχι στις πολιτικές που αφορούν τόσο τα έκτακτα μέτρα, αλλά και το δημόσιο σύστημα Υγείας και το ΕΣΥ, την υλοποίηση μέτρων προστασίας στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, την ενίσχυση της τηλεργασίας και σειρά άλλων ζητημάτων που από την πρώτη στιγμή ζητούν οι... επιστήμονες. Ο υψηλός αριθμός θανάτων κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο «είναι ένα θέμα που πρωτίστως έχει επιστημονική διάσταση και μετά -αν έχει- πολύ λιγότερο πολιτική. Όταν εξηγηθεί επιστημονικά η διάσταση ... και υπάρχει περιθώριο πολιτικής εξήγησης, η κυβέρνηση θα τοποθετηθεί».
Και δεν έμεινε εκεί. Αμέσως μετά μετέθεσε την ευθύνη στους ανεμβολίαστους, υποστηρίζοντας ότι «παρατηρώντας κανείς τους αριθμούς, τους ανθρώπους που είναι διασωληνωμένοι και το δυσάρεστο φαινόμενο των απωλειών, διαπιστώνει ότι αφορά σε πολύ μεγάλο ποσοστό ανεμβολίαστους συμπολίτες μας».
Ο παραλογισμός της παραπάνω προσέγγισης ολοκληρώθηκε όταν δημοσιογράφος ρώτησε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, με βάση την «περυσινή τραυματική εμπειρία της Θεσσαλονίκης», αν τελικά θα διεξαχθούν κανονικά οι παρελάσεις και οι θρησκευτικοί εορτασμοί. Ο κ. Οικονόμου υποστήριξε ότι «φέτος δεν είναι όπως ήταν πέρυσι» και ότι «η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών έχει εμβολιαστεί», ακυρώνοντας την μετάθεση ευθύνης που επιχείρησε λίγα λεπτά νωρίτερα, με μία σαφώς ψευδή δήλωση (η Ελλάδα βρίσκεται από τη μέση και χαμηλότερα στα ποσοστά εμβολιασμού σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, μεταξύ των χωρών της ΕΕ).