Ο Μανώλης και ο Λάκης, όταν τελείωναν το μάθημα στο πανεπιστήμιο, περπατούσαν μέσα από τον Εθνικό Κήπο και πήγαιναν μέχρι τον περίβολο του Ζαππείου. Εκεί, με θέα τον Ιερό Βράχο, κάποιες φορές μόνοι τους και κάποιες με παρέα, έστηναν πηγαδάκια και συζητούσαν για τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούσαν την εποχή τους.
Η νεαρή τους ηλικία, φοιτητές και οι δύο, τους εξόπλιζε εκ των πραγμάτων με μπόλικο ενθουσιασμό, αμετροέπεια και άγνοια κινδύνου κι έτσι σκέφτονταν περίεργες ιδέες και κατάστρωναν μεγαλεπήβολα σχέδια. Ένα τέτοιο σχέδιο ήταν να τρυπώσουν ανάμεσα από τους φύλακες και τους φρουρούς, να σκαρφαλώσουν ψηλά στον βράχο και μόλις έβρισκαν ευκαιρία να κατέβαζαν από το κοντάρι της τη στρατιωτική σημαία του κατακτητή ως την πρώτη πράξη αντίστασης απέναντι στη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ.
Ηταν τέλη Μαΐου του 1941 και η αντίσταση στις δυνάμεις του Άξονα στην Ελλάδα είχε πρακτικά ολοκληρωθεί με την επιχείρηση διαφυγής του ελληνικού στρατού από την Κρήτη στην Αίγυπτο. Ένα μεσημέρι λοιπόν, εκεί στα τέλη του Μάη, κάτω από τον βαρύ ίσκιο της ναζιστικής σημαίας, ο Μανώλης και ο Λάκης, μην ανταλλάσσοντας κουβέντες παρά μόνο ένα πονηρό βλέμμα, έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους.
Στην πορεία των χρόνων ο Λάκης και ο Μανώλης εντάχθηκαν στο ΕΑΜ και έλαβαν ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στις δομές αλληλεγγύης που είχε στήσει η Αριστερά. Έπειτα κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν για τις ιδέες και τις πράξεις τους. Παρά, μάλιστα, το γεγονός ότι εκείνοι ήταν οι πρώτοι από όλους που ύψωσαν τη σημαία της αντίστασης στο σύμβολο του σύγχρονου πολιτισμού και της δημοκρατίας. Στην Ακρόπολη.
Κάποιες φορές, όσοι γνωρίζουν αυτή την ιστορία, όποτε βρίσκονται κοντά στον βράχο, σηκώνουν τα βλέμματά τους ψηλά και θυμούνται εκείνα τα νέα παιδιά που τόλμησαν το αδιανόητο. Να παίξουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα. Διότι κανένας από τους δυο τους δεν γνώριζε αν μετά το τέλος αυτής της επιχείρησης θα εξακολουθούσε να ζει ελεύθερος ή έστω απλά να ζει.
Κι έτσι κάπως έγιναν κι αυτοί σύμβολο. Στη συνείδηση της κοινωνίας ο Λάκης και ο Μανώλης είναι ισότιμοι και ισοϋψείς με την ίδια την Ακρόπολη. Η Eλληνική Πολιτεία μάλιστα, αναγνωρίζοντας αυτό το μεγάλο κατόρθωμά τους, χρόνια αργότερα τους τίμησε τοποθετώντας τους στο πάνθεον των ηρώων της λευτεριάς και της δημοκρατίας, αλλά και για την Ακρόπολη ψήφισε νόμους που έλεγαν ότι κανένα κτίσμα σ’ αυτή την πόλη δεν μπορεί να στέκεται ψηλότερα από τον Ναό της Παρθένας Αθηνάς, της προστάτιδας της Αθήνας.
Εδώ και πολλά χρόνια διεκδικούμε ως χώρα τον επαναπατρισμό των Μαρμάρων του Παρθενώνα, που τον βεβήλωσε ο λόρδος Έλγιν αποκόπτοντας τις μετώπες του για να τις πουλήσει έναντι 35.000 στερλινών στο Βρετανικό Μουσείο. Είχε υποστηρίξει, τότε που ήμασταν υπό τον ζυγό βέβαια, πως διέθετε ένα φιρμάνι που του έδινε το δικαίωμα αυτό, το οποίο αργότερα αμφισβητήθηκε ως προς το περιεχόμενό του και ως προς την ύπαρξή του. Πάντως αυτός τα βούτηξε τα Μάρμαρα.
Σήμερα τα ιστορικά μνημεία φυσικά δεν πωλούνται. Μάλιστα, έχουμε δεκάδες νόμους που τα προστατεύουν από τους τυχοδιώκτες, αλλά τότε ήταν απολίτιστοι και μπορούσαν να αγοραστούν και να πωληθούν τα πάντα.
Σήμερα, που έχουμε προοδεύσει, μονάχα ενοικιάζονται έναντι 380 ευρώ σε εταιρείες αθλητικών ειδών κι έπειτα τρέχουμε πίσω από τα φιρμάνια και τις αδειοδοτήσεις. Όπως ακριβώς και με τον Έλγιν, αλλά τα Μάρμαρα εκτίθενται.