Αμαρτία εξομολογουμένη, αμαρτία ουκ εστί, λέει ο θυμόσοφος λαός μας και η αρχική σκέψη να ομολογήσω ή να εξομολογηθώ με βασάνισε.
Αυτό, βέβαια, αποτέλεσε μονάχα την αρχή, διότι στη συνέχεια βρέθηκαν και άλλα προβλήματα που έπρεπε να λυθούν ώστε η ομολογία να έχει και έναν ουσιαστικό χαρακτήρα και να μην έχει και συνέπειες κατά το δυνατόν.
Πρόσφατα λοιπόν η θεία μου που έχει κληρονομήσει από τον αποδημήσαντα σύζυγό της κάποιες ρίζες ελιές έπρεπε να τις μαζέψει.
Αφού μετοίκησε προσωρινά στον ελαιώνα της προκειμένου να επιβλέψει το μάζεμα της ελιάς, να προσλάβει εργάτες γης, να τους κολλήσει και εργόσημο, να τους ταΐσει και να τους ποτίσει κατά τη συνήθη τακτική, κατάφερε να μαζέψει έναν αξιόλογο όγκο.
Οι εργάτες τις φόρτωσαν στο φορτηγό που είχε ναυλώσει η θεία και τις μετέφεραν στο λιοτρίβι, όπου αφού τις έπλυνε, τις γύρισε στο πατητήρι.
Εκεί αυτός ο θεϊκός καρπός ενός δέντρου που χρειάζεται ελάχιστη περιποίηση μέσα στη χρονιά άρχισε να βγάζει τους χυμούς του.
Ολο το λάδι από τις ελιές της θείας μαζεύτηκε σε ένα μεγάλο δοχείο, που ο άνθρωπος από το λιοτρίβι ονόμασε «τάνκι».
Η θεία μου όμως, που ούτε γεωπόνος είναι ούτε διευθύντρια παραγωγής σε κάποια μεγάλη εταιρεία τροφίμων, συμφώνησε με το λιοτρίβι να συσκευάσει το λάδι της σε γαλβανισμένους ντενεκέδες διότι, όπως μας εξήγησε αργότερα, οι ξεγάνωτοι ντενεκέδες δεν κάνουν καλό στο λάδι.
Αυτό η θεία μου το γνωρίζει καλά διότι, παρότι δεν είναι τεχνολόγος τροφίμων, φτιάχνει τις καλύτερες τηγανητές πατάτες στον κόσμο και αυτό από μόνο του σημαίνει ότι ξέρει καλά ποια είναι η κατάλληλη πατάτα για τηγάνισμα και ποιος ο κατάλληλος ντενεκές.
Ο ξεγάνωτος ντενεκές λοιπόν δεν κάνει καλό στο λάδι!
Επειτα η θεία, αφού πλήρωσε τους εργάτες με τη σύνταξη του μακαρίτη του θείου και το λιοτρίβι με την παραγωγή της, φόρτωσε τους ντενεκέδες σε ένα φορτηγό για να τους πάρει σπίτι της. Πλήρωσε και μια φορτωτική.
Από εδώ και πέρα όμως άρχισαν τα προβλήματα. Γιατί μόλις η θεία μάς είπε πως έχει λάδι να πάμε να πάρουμε για να βγάλουμε τη χρονιά μας, ο ξάδελφός μου, που συμβαίνει να είναι νομιμόφρων, της είπε: «Όπα, μάνα!!!».
Τι όπα, του λέει η θεία, που τα έκανε όλα όπως ο μακαρίτης ο θείος και κανένας δεν του είχε πει ποτέ «όπα» για το λάδι του.
Το λάδι, μάνα, στον ντενεκέ είναι παράνομο, είπε ο ξάδελφος.
Και πού θα το έβαζα το λάδι; λέει η θεία. Και κάπως έτσι καταλήξαμε και στο δικό μου πρόβλημα.
Διότι αν αποζημιώσω τη θεία για τα έξοδα που έκανε για το λάδι, τότε θα φέρω σε δύσκολη θέση τον ξάδελφο. Αν πάλι δεν την αποζημιώσω, τότε η θεία του χρόνου δεν θα βγάλει το λαδάκι και θα πρέπει να πληρώνουμε τις πολυεθνικές για λάδι χειρότερης ποιότητας από του χρόνου, ο οποίες μάλιστα παρά την αύξηση της παραγωγής δεν μείωσαν τις τιμές για φέτος.
Τέλος πάντων, κάτι ο ξάδελφος που έκανε τα στραβά μάτια, κάτι οι τηγανητές πατάτες που συνοδεύουν την παραλαβή, παρανόμησα και τώρα δεν ξέρω αν αυτή την αμαρτία πρέπει να την εξομολογηθώ για να αφεθεί ή να ομολογήσω σε εισαγγελέα που θα καταδικάσει τη θεία για παράνομη διακίνηση, εμένα για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και τον ξάδελφο που δεν κατήγγειλε για συνέργεια.