Χρειάστηκε να φτάσουμε σχεδόν δέκα ημέρες πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ μέχρι το φαντασμαγορικό θέαμα και η ανταλλαγή προσβολών να δώσουν τελικά τη θέση τους σε κάποιου είδους πολιτική αντιπαράθεση. Η Κάμαλα Χάρις έκανε την προηγούμενη εβδομάδα το κρίσιμο βήμα, ξεστομίζοντας την άβολη αλήθεια για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα: Ένας φασίστας διεκδικεί με αξιώσεις την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο.
Μέχρι τώρα οι Δημοκρατικοί κατήγγελλαν τον Ντόναλντ Τραμπ μόνο για τις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις του, τη γοητεία που φανερά του ασκούν αυταρχικοί ηγέτες σε όλο τον κόσμο και τις μυριάδες εμπλοκές του με την αμερικανική Δικαιοσύνη. Την Τετάρτη, όμως, χρησιμοποίησαν τη λέξη που μόνο στελέχη της προοδευτικής πτέρυγας του κόμματος είχαν τολμήσει να ξεστομίσουν. Σε συνέντευξή της στο δίκτυο CNN η Χάρις ρωτήθηκε αν πιστεύει πως ο αντίπαλός της στις προεδρικές εκλογές μπορεί να χαρακτηριστεί «φασίστας». «Ναι, το πιστεύω» απάντησε ευθέως η υποψήφια των Δημοκρατικών. Ήταν μια δήλωση που είχε μάλλον ως σκοπό να μεγεθύνει και να διαδώσει ακόμα περισσότερο μια άλλη είδηση της εβδομάδας. Ο πρώην προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, στρατηγός Τζον Κέλι είχε επίσης χαρακτηρίσει νωρίτερα τον Τραμπ φασίστα, σημειώνοντας πως είχε επαινέσει τον Χίτλερ και «ήθελε το είδος των στρατηγών που είχε εκείνος». Όλα αυτά συνδυάστηκαν φυσικά πολύ σύντομα με τη δήλωση του πρώην Προέδρου ότι σε περίπτωση επανεκλογής του δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τον στρατό προκειμένου να αντιμετωπίσει «τον εσωτερικό εχθρό» στη χώρα του.
Μπάιντεν και Ουκρανία
Γιατί επομένως να χρειαστεί να φτάσουμε στις παραμονές των εκλογών προκειμένου οι Δημοκρατικοί να αναγνωρίσουν αυτό που όλοι βλέπουν; Και πώς μπορεί το κόμμα να μην έχει ακόμα απάντηση στο θεσμικό ζήτημα; Πώς ένας πρώην Πρόεδρος που επιχείρησε να καταλύσει τη δημοκρατία με την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 να διεκδικεί ανενόχλητος και πάλι την προεδρία;
Ολα αυτά, όμως, συνδέονται με την κατευναστική πολιτική του Τζο Μπάιντεν απέναντι στην απειλή που σήμερα καταγγέλλουν οι Δημοκρατικοί. Ο απερχόμενος Πρόεδρος δεν έκρυψε πως επιδίωκε ένα «ισχυρό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα» -το ίδιο που αμφισβήτησε ευθέως το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών-, επιδιώκοντας διακομματική συναίνεση στο Κογκρέσο προκειμένου τα εξοπλιστικά πακέτα προς την Ουκρανία να συνεχίσουν να ρέουν. Η απειλή προσωποποιείται επομένως σήμερα στον Τραμπ τη στιγμή που το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Λες και δεν υπάρχουν μεγιστάνες του αμερικανικού καπιταλισμού, όπως ο Ίλον Μασκ, που πλέον τον στηρίζουν ανοιχτά. Λες και οι απειλές για μαζικές απελάσεις μεταναστών ή για τη χρησιμοποίηση του στρατού στην επικράτεια των ΗΠΑ είναι κάτι φυσιολογικό. Λες και οι θεσμοί δεν έχουν ήδη υπονομευτεί σοβαρά. Λες και ο φασισμός γεννιέται από μόνος του. Και αυτό που συνέβη την επομένη των προηγούμενων εκλογών μοιάζει σχεδόν βέβαιο ότι θα επαναληφθεί. Οι επικείμενες εκλογές θα ανοίξουν αναμφίβολα ακόμη έναν κύκλο πολιτικής αστάθειας στη χώρα. Στην περίπτωση επικράτησης του Τραμπ θα πρέπει να περιμένουμε την ενεργοποίηση μιας σειράς έκτακτων μέτρων, με πρόσχημα πάντα το Μεταναστευτικό, που ούτε λίγο ούτε πολύ θα μετατρέψουν μια από τις μεγαλύτερες Δημοκρατίες του πλανήτη σε αστυνομικό κράτος. Ακόμα, όμως, και αν εκλεγεί η Χάρις, θα απομένουν σχεδόν τρεις μήνες μέχρι την ορκωμοσία της, χρονικό διάστημα που θα δώσει την ευκαιρία στον Τραμπ και στον πολιτικό και παραπολιτικό μηχανισμό του να αμφισβητήσουν και πάλι το εκλογικό αποτέλεσμα, έχοντας μάλιστα ενισχύσει ακόμα περισσότερο το οπλοστάσιό τους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Θα πρέπει να περιμένουμε από μπαράζ προσφυγών στην αμερικανική Δικαιοσύνη μέχρι παρατεταμένες διαδηλώσεις και ταραχές από «αγανακτισμένους» οπαδούς.
Οσο πλησιάζουν, άλλωστε, οι κάλπες, ο Τραμπ οξύνει τη ρητορική του, αντί να στρογγυλεύει τις αιχμές. Καταγγέλλει ξανά τις εκλογές ως «στημένες» και επαναλαμβάνει τα ψέματα της προηγούμενης τετραετίας περί μαζικής νοθείας και επιστολικών ψήφων που χάνονται στα ταχυδρομεία. Διανθίζει, όμως, αυτή τη φορά τις καταγγελίες και με το προσφιλές του θέμα. Εκατομμύρια «παράνομοι μετανάστες» είναι έτοιμοι να ψηφίσουν, υποστηρίζει. Και το χειρότερο είναι πως, σύμφωνα με έρευνα του Gallup, το 74% των Ρεπουμπλικάνων και το 44% των ανεξάρτητων ψηφοφόρων δείχνουν επιρρεπή στην προπαγάνδα αυτή.
Βία και τρομοκρατία
Ενα τεράστιο νομικό επιτελείο ετοιμάζεται να αμφισβητήσει το εκλογικό αποτέλεσμα από την επομένη κιόλας των εκλογών σε περίπτωση ήττας. Εκατοντάδες προσφυγές έχουν κατατεθεί προκαταβολικά στη Δικαιοσύνη σε πολιτείες-κλειδιά, ενώ ομάδες οπαδών του Τραμπ αναμένεται να αναπτυχθούν σε εκλογικά κέντρα στις 5 Νοεμβρίου με στόχο να αποτρέψουν τη «νέα νοθεία».
«Είναι σαφές ότι υπάρχει συντονισμένη στρατηγική ώστε να έχουμε περισσότερους αρνητές του αποτελέσματος αυτή τη φορά και οι ομάδες των συνωμοσιολόγων-παρατηρητών να διασπείρουν τη σύγχυση και την αναταραχή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας» επισημαίνει ο εκπρόσωπος των Πολιτών για την Ευθύνη και τη Δεοντολογία Ντόναλντ Σέρμαν στο περιοδικό The Atlantic. Κι όλα αυτά υπό το φάσμα της βίας και της τρομοκρατίας. Το Politico σημειώνει ενδεικτικά πως τη φετινή χρονιά «η αστυνομία κατέγραψε πρωτόγνωρα επίπεδα απειλών με στόχο κάθε στάδιο της εκλογικής διαδικασίας», ενώ το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ανακοινώνει σχεδόν καθημερινά τις τελευταίες εβδομάδες συλλήψεις υπόπτων για απειλητικά μηνύματα σε νομοθέτες, εκλογικούς αξιωματούχους ή δικαστικούς. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για τα γνωστά τρολ του Διαδικτύου. Τοπικά Κοινοβούλια σε πολιτείες-κλειδιά για τις εκλογές εμφανίζονται έτοιμα να παρουσιάσουν τη δική τους «εναλλακτική πραγματικότητα», σύμφωνα με την τραμπική ορολογία, για τα αποτελέσματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν τα νομοθετικά σώματα σε Αριζόνα, Τζόρτζια, Βόρεια Καρολίνα και Ουισκόνσιν, που συνολικά εκλέγουν 53 εκλέκτορες, περισσότερους δηλαδή από τη διαφορά που έκρινε τη νίκη στις εκλογές του 2020.
Ολα τα «εκρηκτικά» βρίσκονται επομένως στη θέση τους. Και το μόνο που έχει να κάνει ο Τραμπ είναι να πατήσει το κουμπί…