Η παράσταση έλαβε τέλος και το κοινό αποχώρησε ικανοποιημένο. Δύο μήνες και κάτι πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου οι Δημοκρατικοί έδειξαν πως έχουν πια ανατρέψει την εικόνα κατάρρευσης που δημιουργούσε η εμφανής αδυναμία του Τζο Μπάιντεν να ανταποκριθεί, λόγω ηλικίας, στις απαιτήσεις της αμερικανικής προεδρίας. Η νίκη της διαδόχου Κάμαλα Χάρις μοιάζει τώρα τόσο αναπόφευκτη όσο μοιραία έδειχνε πριν από λίγο και η επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ. Θα μπορούσε να πρόκειται για ακόμα μία πρόωρη εκτίμηση;
Γιατί είναι βάσιμο να υποθέσει κανείς ότι το συνέδριο των Δημοκρατικών αυτή την εβδομάδα ήταν το απόγειο και πώς; Πολύ δύσκολα το κόμμα θα φτάσει σε ανάλογα επίπεδα προβολής και αποδοχής στον δρόμο προς τις κάλπες. Με τον κουρασμένο Μπάιντεν να αποχαιρετά προκαλώντας αυτή τη φορά συγκίνηση και όχι οίκτο. Με το υποψήφιο δίδυμο Χάρις-Γουόλτζ να ακτινοβολεί αυτοπεποίθηση και σφρίγος, προσθέτοντας άξαφνα αρκετά χρόνια στην καμπούρα του Τραμπ που μέχρι πρότινος πόζαρε ως... νεαρός της παρέας. Με το κόμμα τόσο ενωμένο.
Στήριξη πανταχόθεν
Ο Μπαράκ Ομπάμα, το ζεύγος Κλίντον, παλιά και νέα προβεβλημένα στελέχη επιστρατεύτηκαν για να στηρίξουν την υποψηφιότητα της απερχόμενης αντιπροέδρου. Μιας πολιτικού που, αν και επιλέχθηκε τελευταία στιγμή, παρουσιάζεται τώρα ως δοκιμασμένη και μπαρουτοκαπνισμένη σε πολιτικούς αγώνες. Παρότι το 2020 η υποψηφιότητά της για το χρίσμα των Δημοκρατικών κατέρρευσε πριν καλά καλά αρχίσουν οι προκριματικές εκλογές.
Μια εφημερίδα παραδοσιακά πιστή στους Δημοκρατικούς, όπως οι New York Times, που σήμερα εμφανίζει την πρώην εισαγγελέα περίπου σαν πολιτικό γίγαντα, πριν από τέσσερα χρόνια ακριβώς την επέκρινε για «άνιση υποψηφιότητα» που άλλαζε «μήνυμα και τακτική χωρίς αποτέλεσμα» και ένα επιτελείο «χωρισμένο σε φράξιες».
Στους τυφλούς όμως βασιλεύει ο μονόφθαλμος και η Χάρις ήταν η καταλληλότερη για να πάρει τη σκυτάλη προκειμένου να διασφαλιστούν η ενότητα, η συνέχεια αλλά και μια επιτυχημένη καμπάνια μέχρι τον Νοέμβριο. Σε αντίθεση με το 2020, θα έχει αυτή τη φορά πίσω της ολόκληρο τον κομματικό μηχανισμό, χορηγούς και ΜΜΕ. Οι δημοσκοπήσεις τής δίνουν ήδη σαφές προβάδισμα έναντι του Τραμπ, ο οποίος μέσα σε λίγες ώρες είδε την εκλογική στρατηγική του -προσανατολισμένη σχεδόν απόλυτα στην προχωρημένη ηλικία του Μπάιντεν- να γίνεται συντρίμμια.
Διχασμός και δυσφορία
Υπάρχει αναμφίβολα μια νέα πνοή στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ. Μια πνοή που φουσκώνει προς το παρόν τα πανιά των Δημοκρατικών, χωρίς να είναι βέβαιο πως ο ούριος άνεμος θα συνεχίσει να πνέει για πολύ. Και ότι θα αποδειχθεί αρκετή η κατά βάση απολίτικη προσπάθεια των Δημοκρατικών να δημιουργήσουν, επικαλούμενοι τη θετική ενέργεια -θα είναι η «Πρόεδρος της χαράς» προέβλεψε από το βήμα του συνεδρίου ο Μπιλ Κλίντον-, ένα κλίμα μέσα στο οποίο ο Τραμπ θα εμφανίζεται ως ο υποψήφιος ενός στείρου αρνητισμού.
Οι ίδιες έρευνες που εμφανίζουν τη Χάρις να προηγείται αποκαλύπτουν και ένα κλίμα βαθέως διχασμού και έντονης δυσφορίας στην αμερικανική κοινωνία, κάτι που ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων υποδαυλίζει με κάθε ευκαιρία, παραμένοντας φυσικά και στην καλύτερη θέση για να εκμεταλλευτεί. Πίσω από το χολιγουντιανό υπερθέαμα, τα φώτα και τα αστραφτερά χαμόγελα στο συνέδριο των Δημοκρατικών υποβόσκει μια σοβαρή απειλή που όλοι επιλέγουν να παραβλέπουν.
Ο ίδιος ο Μπάιντεν έσπευσε να προειδοποιήσει γι’ αυτήν στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του. Το μήνυμα όμως φάνηκε να πνίγεται μέσα στο φαντασμαγορικό σκηνικό. Γιατί ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν μάσησε τα λόγια του όταν, προς το κλείσιμο της ομιλίας του, αναφέρθηκε στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 και στην εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο.
«Εκείνη τη μέρα», τόνισε, «σχεδόν χάσαμε όλα όσα είμαστε σαν χώρα. Και αυτή η απειλή, δεν είναι υπερβολή, παραμένει εξαιρετικά ενεργή. Ο Ντόναλντ Τραμπ λέει ότι θα αρνηθεί να αποδεχτεί το εκλογικό αποτέλεσμα εφόσον χάσει. Σκεφτείτε το. Υπόσχεται λουτρό αίματος εάν χάσει, με τα δικά του λόγια. Και ότι θα γίνει δικτάτορας από την πρώτη μέρα, με τα δικά του λόγια» σημείωσε.
Ο Τραμπ και η Δημοκρατία
Κινδυνολογία ή έγκυρος ισχυρισμός; Δημοσίευμα των New York Times πάντως είχε κρούσει επίσης τον κώδωνα του κινδύνου λίγες μέρες νωρίτερα. Με βάση το ρεπορτάζ, κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ σύμμαχοί του επεξεργάζονταν σχέδια που θα παρείχαν νομική κάλυψη για την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων εντός αμερικανικής επικράτειας με στόχο την επιβολή της τάξης.
Δημοσίως το σχέδιο έδειχνε να εστιάζεται μόνο στα νότια σύνορα των ΗΠΑ και στον προσφιλή στόχο του Τραμπ, τους παράτυπους μετανάστες. Από e-mail όμως μεταξύ των μελών της ομάδας προέκυψε πως στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες εξεταζόταν και σενάριο χρησιμοποίησης στρατευμάτων για τον «τερματισμό ταραχών» στις ΗΠΑ.
Την κάλυψη για όλα αυτά θα μπορούσε να παρέχει η ενεργοποίηση του Νόμου 1807 για την αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Είναι κάτι που ο Τραμπ απείλησε να κάνει το 2020, όταν οι ΗΠΑ συγκλονίζονταν από μαζικές διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικούς. Τότε έκανε πίσω μόνο όταν συνάντησε τις αντιρρήσεις ανώτατων στρατιωτικών. Δεν είναι όμως κάτι στο οποίο μπορεί να ποντάρει κανείς για πάντα.
Επομένως, όσο εξωφρενικό και αν φαίνεται το αδιανόητο, μια δικτατορία με φασιστικά χαρακτηριστικά στις ΗΠΑ, δεν μπορεί να θεωρείται πλέον απίθανο. Ο Τραμπ έχει αποδείξει πόσο αδίστακτος είναι, η περιφρόνησή του για τους δημοκρατικούς θεσμούς είναι δεδομένη και τέσσερα χρόνια μετά τις ταραγμένες εκλογές του 2020 η αμερικανική κοινωνία παραμένει πολωμένη όσο ποτέ άλλοτε. Πέρα, επομένως, από το εορταστικό κλίμα και τη λάμψη απλώνεται ένα βαθύ, απειλητικό σκοτάδι.