Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
12.5°C17.6°C
1 BF 59%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
12 °C
8.6°C14.5°C
2 BF 59%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
16 °C
12.0°C16.0°C
1 BF 65%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
16 °C
14.8°C16.9°C
3 BF 82%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
10 °C
9.9°C11.9°C
0 BF 81%
Γερμανία / Η χαμένη μάχη του Λούτσερατ
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Γερμανία / Η χαμένη μάχη του Λούτσερατ

1328073640.jpg
ΑΝΑΛΥΣΗ

Το 2013, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάνθηκε ότι το επιφανειακό ορυχείο λιγνίτη Γκαρτσβάιλερ στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, μεταξύ Άαχεν και Ντίσελντορφ, μπορούσε να επεκταθεί για λόγους «δημοσίου συμφέροντος». Η επέκταση θα κατάπινε το παρακείμενο μικρό χωριό Λούτσερατ. Δέκα χρόνια μετά, κόντρα σ’ ένα μαχητικό ακτιβιστικό κίνημα και με σύμμαχο τον πολιτικό κομφορμισμό, το ορυχείο νίκησε. Οι μπουλντόζες ισοπεδώνουν το χωριό...

Η μάχη του Λούτσερατ, στη Γερμανία, τελείωσε. Το κάρβουνο νίκησε. Το αδηφάγο σύστημα διασώθηκε: παραγωγή, κατανάλωση, καπιταλισμός. Υπό μία άλλη οπτική γωνία, διασφαλίστηκε η ενεργειακή ασφάλεια. Ηττήθηκαν κατά κράτος το κλίμα, ο πλανήτης, η ασυμβίβαστη πολιτική. Αλλά αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, τι νόημα θα είχε κι αυτός ο αγώνας;

Το Λούτσερατ είναι ένα μικρό, εγκαταλειμμένο εδώ και πέντε χρόνια χωριό ανάμεσα στο Άαχεν και το Ντίσελντορφ, στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Ως οικισμός έχει τις καταβολές του στον Μεσαίωνα, με τις πρώτες αναφορές για την ύπαρξή του να ανάγονται στο 1168. Επί αιώνες η καθολική μονή του Τάγματος των Κιστερκιανών, των λεγόμενων «Λευκών Μοναχών», διαχειριζόταν τα μοναστηριακά κτήματα στη γύρω περιοχή.

Πολύ σύντομα το χωριό θα σβηστεί από τον χάρτη. Θα το καταπιεί το επιφανειακό ορυχείο λιγνίτη του πολυεθνικού ενεργειακού κολοσσού RWE που λειτουργεί μια μεγάλη θερμοηλεκτρική μονάδα στην άκρη του. Είχε την ατυχία, όπως και άλλα τέτοια χωριά σε άλλα μέρη της Ευρώπης, να «κάθεται» πάνω σε πλούσια στρώματα λιγνίτη. Πρέπει να φύγει απ’ τη μέση για να πιάσουν δουλειά οι εκσκαφείς. Να τραβήξουν το κάρβουνο από την ξεκοιλιασμένη γη, να το φορτώσουν στα γιγάντια ντάμπερ, να το πάνε στα σιλό, να το ξηράνουν, να το αλέσουν, να το κονιορτοποιήσουν σε ψιλή σκόνη σαν αλεύρι, να συνεχίσουν να τροφοδοτούν την καύση που παράγει ατμό, που κινεί τις τουρμπίνες των γεννητριών στην παρακείμενη θερμοηλεκτρική μονάδα.

Η παντοκρατορία του λιγνίτη

Η λέξη λιγνίτης προέρχεται από τη λατινική lignum που σημαίνει ξύλο. Θεωρείται το χειρότερης ποιότητας καύσιμο άνθρακα τόσο σε ό,τι αφορά την ενεργειακή πυκνότητά του όσο και τον όγκο και την τοξικότητα των εκλυόμενων αερίων υπολειμμάτων του. Η καύση του παράγει ποσότητα ενέργειας που κρίνεται σημαντικά μικρότερη σε όφελος συγκριτικά με την ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα και θείου που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα.

Είναι το νεότερο ορυκτό καύσιμο που έχει δημιουργήσει η γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη, ηλικίας περίπου 60 εκατομμυρίων ετών. Δημιουργήθηκε από τη συμπίεση κυρίως φυτών πλούσιων σε ρητίνη, επομένως έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πτητικές ουσίες. Το σχετικά νεαρό της ηλικίας του σημαίνει ότι παρουσιάζει αρκετά χαμηλή ενεργειακή πυκνότητα, μόλις στα 18 MJ/kg, ωστόσο ακόμη και μ’ αυτό παραμένει ο βασιλιάς των ορυκτών καυσίμων λόγω του εξαιρετικά χαμηλού κόστους παραγωγής του συγκριτικά με το αέριο και πολύ περισσότερο με το πετρέλαιο. Ενδεικτικά ένας τόνος λιγνίτη μπορεί να παράξει περίπου 2.400 κιλοβατώρες, στοιχίζοντας μόλις λίγο περισσότερο από 37 δολάρια.

Λόγω της χαμηλής ενεργειακής πυκνότητάς του και της υψηλής περιεκτικότητάς του σε υγρασία η μεταφορά του είναι ασύμφορη. Ο όγκος του υλικού σε σχέση με τη θερμαντική αξία του αποκλείει πρακτικά για οικονομικούς λόγους τη χρήση του σε μέρη όπου χρειάζεται να μεταφερθεί σε σημαντικές αποστάσεις. Γι’ αυτό και χρησιμοποιείται επί τόπου από μονάδες που έχουν αναπτυχθεί πολύ κοντά στα ορυχεία. Για τους ίδιους λόγους ο λιγνίτης δεν αποτελεί εμπόρευμα που η τιμή του διαπραγματεύεται στις παγκόσμιες αγορές όπως το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο. Ωστόσο, η εξόρυξή του δημιουργεί θέσεις εργασίας στις τοπικές οικονομίες τονώνοντας την ανάπτυξή τους και, όπως οι ανανεώσιμες πηγές, αποτελεί πάντα μια εγχώρια πηγή ενέργειας ιδιαίτερα ελκυστική από άποψη κόστους για χώρες όπως η Γερμανία και η Πολωνία, που προσπαθούν τώρα να μειώσουν δραστικά την εξάρτησή τους από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες.

Ομως αυτό δεν γίνεται χωρίς κόστος για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Ακόμη και πλήρως αποξηραμένος, ο λιγνίτης έχει υψηλό ποσοστό υγρασίας που καθιστά την καύση του εξαιρετικά επικίνδυνη αφού εκλύει περισσότερες εκπομπές CO2 από τον λιθάνθρακα και από τρεις έως επτά φορές περισσότερες από το αέριο. Όπως και με τον λιθάνθρακα, η καύση του έχει ως αποτέλεσμα υψηλές εκπομπές αιωρούμενων σωματιδίων, οξειδίων του αζώτου και διοξειδίου του θείου. Όλα αυτά μπορούν να συνδυαστούν για να δημιουργήσουν ένα άκρως τοξικό κοκτέιλ ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Πριν από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση υπολογιζόταν ότι η επέκταση της εξόρυξης λιγνίτη στην Ε.Ε. θα μπορούσε να προσθέσει έως και 118 μεγατόνους στις ετήσιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, σχεδόν το ήμισυ των εκπομπών της Ισπανίας κατά το 2012, σύμφωνα με ανάλυση της Greenpeace και της ομάδας Unearthed. Το 2021, και οι δέκα μεγαλύτεροι ρυπαντές στην Ευρώπη ήταν μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση λιγνίτη και λιθάνθρακα. Παράλληλα, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την καύση άνθρακα ήταν αυξημένες κατά 17%, ενώ στη Γερμανία και την Πολωνία αντιστοιχούσε το 53% όλων των εκπομπών της Ε.Ε. από την ηλεκτροπαραγωγή!

Ως γνωστόν, η έκθεση του ανθρώπινου οργανισμού στην ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα, χρόνιας βρογχίτιδας, καρδιακών παθήσεων. Οι θερμοηλεκτρικές μονάδες άνθρακα στην Ευρώπη θα μπορούσαν να συμβάλουν σε περίπου 22.000 πρόωρους θανάτους με βάση το επίπεδο των εκπομπών τους το 2010, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Στουτγάρδης. Και η ατμοσφαιρική ρύπανση δεν επηρεάζει μόνο την περιοχή κοντά στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, ταξιδεύει ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες.

Με αυτόν τον τρόπο, οι εκπομπές από τις εννέα λιγνιτικές μονάδες της Γερμανίας μπορούν να εξαπλωθούν έως τη Βρετανία και σε άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης.

Αγώνας

Το Γκαρτσβάιλερ ήταν το πρώτο χωριό της περιοχής που κατάπιε το ορυχείο. Το Γκαρτσβάιλερ 2 έμελλε να ήταν το άτυχο Λούτσερατ. Πιστεύεται ότι υπάρχουν 1,3 δισεκατομμύρια τόνοι λιγνίτη κάτω από το χωριό.

Η ενεργειακός πολυεθνικός κολοσσός RWE, που έχει επεκταθεί σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Ασία-Ειρηνικό και στον οποίο ανήκει η παρακείμενη θερμοηλεκτρική μονάδα και το ορυχείο, σχεδιάζει να εξορύξει περισσότερους από 600 εκατομμύρια τόνους από την περιοχή του Γκαρτσβάιλερ 2. Οι κάτοικοι του Λούτσερατ, περίπου 900 άνθρωποι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους το 2018. Η εκκλησία του χωριού, που είχε ανακατασκευαστεί το 1891 ύστερα από πυρκαγιά, απαγιάστηκε πριν κατεδαφιστεί κι αυτή. Πιο πρόσφατα, οι ανεμογεννήτριες έξω από το χωριό ξηλώθηκαν για να ανοίξει ο δρόμος για τα εκσκαπτικά μηχανήματα.

Ενας από τους κατοίκους του, ο Έκχαρτ Χόεκαμπ, αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι και το αγρόκτημά του. Η τοπική κυβέρνηση και η RWE είχαν προγραμματίσει να ισοπεδώσουν το Λούτσερατ μέχρι τα τέλη του 2022, αλλά ο Χόεκαμπ προσέφυγε στη Δικαιοσύνη.

Το δικαστήριο στο Άαχεν έκρινε υπέρ της RWE και ο ενάγων προσέφυγε στο ανώτερο διοικητικό δικαστήριο του Μίνστερ, ενώ η εταιρεία υποσχέθηκε ότι θα περιμένει κι αυτή την απόφαση. Στο μεταξύ, από το 2020 ακτιβιστές άρχισαν να φτάνουν και να εγκαθίστανται στο χωριό. Στους τοίχους των εγκαταλελειμμένων σπιτιών γράφουν το σύνθημα Lützi Bleibt (Το Λούτσι μένει). Το κίνημά τους συγκεντρώνει υποστήριξη απ’ όλη τη χώρα και την Ευρώπη. Τους στέλνουν τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Στήνουν σκηνές, ξύλινες καλύβες και δεντρόσπιτα και παίρνουν θέσεις απέναντι απ’ το ορυχείο. Φωνάζουν δυνατά ότι τα σχέδια για την επέκτασή του θα είναι μοιραία για τον στόχο του 1,5 βαθμού και ότι εκθέτουν τη Γερμανία διεθνώς την ώρα που η χώρα θέλει να εμφανίζεται πρωτοπόρος στα περιβαλλοντικά και κλιματικά ζητήματα. Τον Μάρτιο του 2022, το διοικητικό δικαστήριο του Μίνστερ αποφασίζει ότι η RWE μπορεί να προχωρήσει στην επέκταση του ορυχείου και έχει το δικαίωμα να κατεδαφίσει το χωριό, το οποίο άλλωστε έχει αγοράσει. Ο Χόεκαμπ εγκαταλείπει το αγρόκτημά του και οι Αρχές «ενημερώνουν» τους ακτιβιστές ότι τον Ιανουάριο του 2023 θα πιάσουν δουλειά οι μπουλντόζες.


Ελπίδες χωρίς αντίκρισμα

Αδίκως ένα μεγάλο μέρος του κόσμου ήλπιζε ότι η είσοδος στη γερμανική κυβέρνηση των υπερασπιστών του περιβάλλοντος Πρασίνων πριν από έναν χρόνο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπή της απόφασης για το άτυχο Λούτσερατ. Όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά ο προερχόμενος από τους Πράσινους υπουργός Οικονομίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ και η ομόλογός του στην τοπική κυβέρνηση της Ρηνανίας-Βόρειας Βεστφαλίας Μόνα Νοϊμπάουερ, επίσης Πράσινη, κατέληξαν πέρυσι σε συμβιβαστική συμφωνία με την RWE δίνοντάς της το ελεύθερο να συνεχίσει την εξόρυξη λιγνίτη έως το 2030. Φυσικά, και προκειμένου να κατευναστούν οι αντιδράσεις, η απόφαση σερβιρίστηκε ως επίσπευση της φάσης εγκατάλειψης του άνθρακα, αφού η μέχρι πρότινος καταληκτική διορία ήταν το 2038.

Η εταιρεία συμφώνησε να «σώσει» πέντε χωριά που επρόκειτο επίσης να ισοπεδωθούν και έχουν ήδη εγκαταλειφθεί απ’ τους κατοίκους, περιοριζόμενη να γκρεμίσει μόνο το Λούτσερατ ως μέρος των σχεδίων επέκτασης του ορυχείου. Αλλά, ακόμα κι έτσι, υπολογίζεται ότι θα έχει πρόσβαση σε περίπου άλλους 280 εκατομμύρια τόνους άνθρακα.

Ο Χάμπεκ, ο οποίος βρέθηκε στην εξαιρετικά άβολη θέση να μετατραπεί εν μια νυκτί από διαπρύσιος αγωνιστής του περιβάλλοντος και κατά των ορυκτών καυσίμων σε υπερασπιστή τους και σε κομφορμιστή της real politik, βρήκε μια βολική δικαιολογία για την κωλοτούμπα του: «Ο επιθετικός πόλεμος του Πούτιν μάς αναγκάζει να κάνουμε προσωρινά μεγαλύτερη χρήση του λιγνίτη ώστε να εξοικονομήσουμε φυσικό αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή. Αυτό είναι επώδυνο αλλά απαραίτητο» είπε.

Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο ότι οι αποφάσεις για την επέκταση του ορυχείου είχαν δρομολογηθεί πολύ πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη δαιμονοποίηση του Πούτιν, με τον οποίο άλλωστε το γερμανικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο διατηρούσε μια φορά κι έναν καιρό αγαστή συνεργασία. Οι εκκλήσεις ακόμη και από επιστήμονες να εγκαταλειφθεί το σχέδιο καταστροφής των χωριών για να επεκταθεί το ορυχείο είχαν απορριφθεί συλλήβδην. Χαρακτηριστικά, μια έκθεση του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών το 2019 κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι νέοι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης καθιστούσαν περιττά τα σχέδια της RWE να απομακρύνει τα χωριά γύρω από το Γκαρτβάιλερ. Η RWE απάντησε πως η μελέτη ήταν «μη σοβαρή και αντιεπιστημονική»...

Πολιτική ζημιά

Η πολιτική ζημιά για τους Πράσινους μοιάζει να είναι «μη επισκευάσιμη», τουλάχιστον για την ώρα. Με ένα μέρος των ψηφοφόρων, αλλά πολύ περισσότερο των στελεχών τους, να έχουν βρεθεί στην εξαιρετικά αμήχανη θέση είτε να καταγγέλλουν την καταστρατήγηση των θεμελιωδών πολιτικών αρχών του κόμματός τους είτε, αντίθετα, να την υπερασπίζονται, είναι ξεκάθαρο ότι το Λούτσερατ «αποξήρανε» μερικώς τους Πράσινους.

Για παράδειγμα, η κορυφαία ακτιβίστρια υπέρ του κλίματος Λουίζα Νοϊμπάουερ, η οποία επισκέφτηκε το Λούτσερατ στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, πριν από την αστυνομική επέμβαση για την εκκένωσή του, δήλωσε έξαλλη με το κόμμα της, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως «οι Πράσινοι συνθηκολόγησαν με την RWE, αλλά οι ακτιβιστές δεν θα το κάνουν ποτέ αυτό».

Ο επικεφαλής της αστυνομίας του Άαχεν Ντερκ Βίνσπαχ, ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος για την καθοδήγηση της επιχείρησης εκκένωσης του Λούτσερατ την Τετάρτη, αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό δείγμα της πράσινης επαμφοτερίζουσας θέσης μπροστά στα κυβερνητικά καθήκοντα. Τράβηξε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας όχι γιατί ηγήθηκε της αστυνομικής επιχείρησης, αλλά γιατί παραδέχτηκε ανοιχτά ότι υποστηρίζει τους ακτιβιστές ως μέλος του κόμματος των Πρασίνων, μόνο που δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να σταματήσει την εκκένωση του Λούτσερατ. Πρόσφατα είπε στους ακτιβιστές ότι συμμερίζεται τις ανησυχίες τους για την «περαιτέρω υπερθέρμανση της Γης και τις συνέπειες της αποτυχίας να τηρήσουμε τον διεθνώς συμφωνημένο στόχο του 1,5 βαθμού», αλλά αν η αστυνομία επρόκειτο να αποφασίσει ποιους νόμους θα επιβάλει και ποιους όχι, θα κάναμε την αρχή για την εγκαθίδρυση ενός δεσποτικού καθεστώτος.

Ασχέτως τού κατά πόσο ειλικρινής ήταν, ο επικεφαλής του μεγαλύτερου αστυνομικού συνδικάτου της Γερμανίας Ράινερ Γουέντ δήλωσε με νόημα ότι «η στοχευμένη επικοινωνιακή στρατηγική» συνέβαλε στην εκκένωση του Λούτσερατ χωρίς μεγάλη προσπάθεια...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL