Αλλη μια καλή έκπληξη στον πολυδύναμο χώρο του Μικρού Κεραμεικού. Από το ολιγοσέλιδο μονόπρακτο του Γιώργου Σκούρτη «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο» (το τελευταίο του) ο Νίκος Γραμματικός ως σκηνοθέτης και ο Θοδωρής Ζουμπουλίδης ως ερμηνευτής ανασύρουν de profundis, εκ βαθέων, και βγάζουν στο φως ένα καινούργιο στην ουσία έργο, έναν αυθεντικότατο Σκούρτη, μια «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», που χρόνια μας προειδοποιούσε για όσα δεινά έρχονταν και κάναμε ότι δεν καταλαβαίναμε. Έτσι αρχινά το παραμύθι, επάνω στο έξοχο εύρημα ενός μονομερούς «διαλόγου» του συγγραφέα μας με τον σιωπηλό Σαίξπηρ, που τον εκπροσωπεί ένα πορτρέτο του δύο όψεων, σοβαρό και γελαστικό, μέσα σε ένα καταφύγιο-σκουπιδότοπο, όπου δύο μόνο άτομα έχουν επιζήσει μετά από πυρηνικό πόλεμο, δηλαδή «αυτός» και ο «άλλος», η λυπημένη-σοβαρή και η παίζουσα χλευαστική πλευρά του συγγραφέα μας, και υπό το βλέμμα ενός Βούδα-Σαίξπηρ κλείνουν τους λογαριασμούς τους με το άπειρο.
Το έργο στηρίζεται ευρηματικά στον γνωστό μονόλογο του «Άμλετ» «να ζει κανείς ή να μη ζει», όπου οφείλω να πω ότι το κρίσιμο ερώτημα, αν η αυτοκτονία είναι μια πράξη δίκαιη ενώπιον του Θεού και απέναντι στον κόσμο, δεν είναι διόλου ρομαντικό, παρότι γέννησε ένα ολόκληρο ρομαντικό κίνημα στη νεότερη Δύση. Το όμοιο σαιξπηρικό σονέτο 66 τελειώνει με τους στίχους: «Με όλα αυτά απόκαμα, δε θέλω πια να ζήσω. Μόνο που την αγάπη μου πεθαίνοντας θα αφήσω». Αυτό με λίγη καλή θέληση μπορούμε να το προσλάβουμε ως πρώιμο ρομαντισμό. Αλλά στο κείμενο του «Άμλετ» δεν υπάρχουν αυτοί οι τελευταίοι στίχοι, έχουν αφαιρεθεί. Ο ώριμος Σαίξπηρ στη θέση της «αγάπης» του έχει τοποθετήσει τον κόσμο. Από όλους τους μελετητές του βάρδου μόνο ο κορυφαίος Αλμπέρ Καμύ είδε το πράγμα στην ολότητά του. «Το μόνο φιλοσοφικό πρόβλημα είναι η αυτοκτονία», επιλέγει ως εναρκτήρια πρόταση στο μυθιστόρημά του «Ο μύθος του Σίσυφου», που είναι συγχρόνως μια βαθυστόχαστη πραγματεία για τον Άμλετ. Ο οποίος, κάτι που δεν επισημαίνεται πάντα, στο έργο του Σαίξπηρ απαντά με τα τελευταία του λόγια καταφατικά και υπέρ της ζωής στο κρίσιμο ερώτημα για να αποτρέψει τον αδερφικό του φίλο Οράτιο από την αυτοκτονία: «Εσύ πρέπει να ζήσεις. Όχι για την εκδίκηση, αλλά για να πεις στον κόσμο ποιος εγώ ήμουν…». Η δημιουργία και η ποίηση, αντίδοτο και αντίβαρο στον φόβο του θανάτου. Αυτός ήταν ο Γιώργος Σκούρτης, που υπάρχει ολόκληρος και ζει στο ερειπωμένο καταφύγιο της δολοφονημένης δόλια ζωής και δημιουργίας, σε χρόνια σακάτικα όπως τα δικά μας.
Ο «διάλογος» του Σκούρτη με τον δάσκαλό του περί αυτοκτονίας έχει ως νοερό μεσολαβητή τον μεγάλο ιδανικό αυτόχειρα της ελληνικής τραγωδίας, τον Αίαντα. Ο πειρασμός της «ηρωικής αυτοκτονίας» που διατρέχει το έργο συμβολίζεται α λα Σκούρτη, αρχικά χλευαστικά, με ένα σπασμένο σκουπόξυλο μπηγμένο σε έναν σπόνδυλο από κίονα ιωνικό. Ύστερα, στην πιο «σοβαρή» εκδοχή του, με ένα ξίφος ομηρικό μπηγμένο στον κίονα. Και ενώ ο ήρωάς μας ετοιμάζεται για το μοιραίο του πήδημα στο ξίφος, λαμβάνει ένα ραβασάκι από τον Σαίξπηρ που του λέει τα δικά του. Κάθεται τότε στη γραφομηχανή του για να γράψει μια επιστολή στον Άρη Αλεξάνδρου, συγγραφέα του γνωστού «Κιβωτίου», το οποίο σφραγίζει την ιστορία μας ανεξίτηλα και αιώνια, κόστισε τόσο αίμα και ήταν… άδειο. Κωμωδία και δράμα μαζί, όπως η ζωή. Αλλά ο Σκούρτης ζει, αυτή είναι η ουσία, και μας στέλνει το ζωογόνο αεράκι του από εκεί…
Για την παράσταση δεν χρειάζεται να πω πολλά, είναι ομόλογη και ομότροπη του έργου, σκαλισμένη σε «ξύλο» που είναι από το «δένδρο της ζωής». Ο σκηνοθέτης Νίκος Γραμματικός και ο ηθοποιός Θοδωρής Ζουμπουλίδης, ο πρώτος διδάσκοντας και ο δεύτερος ερμηνεύοντας κατευθείαν επάνω στο ζωντανό μοντέλο του εσταυρωμένου εκ δεξιών ληστή, κεντούν μαζί ένα αριστούργημα, σκληρό και τρυφερό ταυτόχρονα, ένα ποίημα της μοναξιάς και της ανάγκης για αγάπη του Ανθρώπου. Ένα ελεγείο για τον Γιώργο Σκούρτη. Με ήχους εύηχους του Γιάννη Ανδριά, εύφωτους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα και «ομιλούντα» σκηνικά-κουστούμια της Μαρίας Φιλίππου. Βοηθός σκηνοθέτη, υπεύθυνη παραγωγής, κείμενα προγράμματος, η Ευτυχία Φράγκου.