Δεν υπάρχει, νομίζω, μεγαλύτερη καταισχύνη για το ανθρώπινο ον από το να μετατρέπεται ο θάνατός του σε αφορμή πανηγυρισμών. Δεν υπάρχει πιο συγκλονιστική αλήθεια για το ποιος υπήρξες πραγματικά από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται ο θάνατός σου. Και η αλήθεια είναι ότι ο Ζαν Μαρί Λεπέν υπήρξε μια ζώσα φρίκη. Είτε ακροδεξιό τον πεις (όπως και τον κουμπάρο του και υπουργό της Ν.Δ. Μάκη Βορίδη) είτε φασίστα, αυτό το γεγονός παραμένει. Και το πλήθος επιφύλαξε τη μεγαλύτερη ποινή σ’ αυτόν που χαρακτήρισε το Ολοκαύτωμα «μια λεπτομέρεια της Ιστορίας», σ’ αυτόν που υπήρξε βασανιστής στο Αλγέρι, σ’ αυτόν που μίσησε τον διωγμένο, τον μετανάστη, τον πεταμένο άνθρωπο: έφτυσε στον τάφο του, όπως θα έλεγε ο Μπορίς Βιάν.
Είναι η ποινή της εσχάτης ακηδίας, αντί για τη δόξα του ύστατου αποχαιρετισμού που υπάρχει σε όλους τους πολιτισμούς, σε όλες τις θρησκείες, σε όλο τον κόσμο από καταβολής κόσμου. Είναι η ποινή της πιο βαθιάς περιφρόνησης γι’ αυτούς που περιφρόνησαν τη ζωή των άλλων: εδώ το απροστάτευτο σώμα του νεκρού χάνει την ιερότητα και τη θαλπωρή του θρήνου και γίνεται σκουπίδι∙ ένα άθυρμα και τίποτε άλλο. Καμιά προπαγάνδα, καμιά χειραγώγηση, καμιά διαβουκόληση δεν μπορεί να κρύψει αυτή τη φοβερή αλήθεια. Ας το σκεφτούν οι διάφοροι Νετανιάχου, οι διάφοροι Τραμπ και Μασκ, οι διάφορες Μελόνι, οι συμπαραστάτες, οι ακόλουθοι και οι ψοφοδεείς που χάσκουν μπροστά τους.
Δεν είναι ασέβεια, είναι δικαιοσύνη. Σε όποια κλίμακα κι αν συμβεί. Δεν είναι μόνο το πλήθος που συγκεντρώθηκε στην πλατεία Δημοκρατίας φωνάζοντας ρυθμικά «Καλή χρονιά, καλή υγεία, ο Ζαν Μαρί πέθανε!» και «Στα τσακίδια! Στα τσακίδια!» (σε ελεύθερη απόδοση) ενώ ο ουρανός αστραποβολούσε από τα πυροτεχνήματα. Είναι και περιπτώσεις «αόρατες», που όμως σημαίνουν το ίδιο πράγμα, όπως ας πούμε η περίπτωση του αγριότατου εμφυλιακού βασανιστή της μητέρας μου και πολλών άλλων, που άφησε εντολή να μην ταφεί στην Καβάλα, όπου ήταν γνωστά τα έργα και οι ημέρες του, ακριβώς από τον ντροπιαστικό, ατιμωτικό φόβο να φτύνουν στον τάφο του. Να βρίζουν και να φτύνουν. Πόση αλήθεια σ’ αυτό!
Από τη μία ο θρήνος του «Πού πέταξε τ’ αγόρι μου, πού πήγε, πού μ’ αφήνει» κι από την άλλη η ταπεινωτική κρυφή ταφή. Από τη μία το μοιρολόι από τα μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας: «Πού πας, περιστεράκι μου, να φτιάσεις τη φωλιά σου / αν τηνε φτιάσεις στο βουνό, σου τη χαλάει το χιόνι / αν τηνε φτιάσεις στον γιαλό, σου τη χαλάει το κύμα / κι αν τηνε φτιάσεις καταγής, σου τη χαλούν τα φίδια». Κι από την άλλη η κρυφή ταφή του φιδιού, του συμβόλου δηλαδή κάθε κακού.
Από τη μία οι πάνδημες κηδείες των μεγάλων θρήνων σε εποχές ιστορικής τραγωδίας και ανασκολοπισμού της Δημοκρατίας. Κωστής Παλαμάς, Γρηγόρης Λαμπράκης, Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Παπανδρέου, Σωτήρης Πέτρουλας, Αλέκος Παναγούλης, Νίκος Τεμπονέρας. Ο λαός τους σήκωσε στα χέρια του και τους απελευθέρωσε στον πιο λαμπρό ουρανό: «Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα / σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η λευτεριά». Κι ένας ολόκληρος λαός να τραγουδάει μέχρι σήμερα (από τον Ιούλιο του 1965) για ένα «αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά». Κι από την άλλη ένας ολόκληρος λαός να κλοτσάει αυτό που υπήρξες φωνάζοντας, χοροπηδώντας και γιορτάζοντας: «Στα τσακίδια! Στα τσακίδια!».
Από τη μία να κρύβεσαι μέσα στο τελευταίο σου καράβι κι από την άλλη να μην μπορούν να σε κρύψουν, όπως τον Στέφανο Βελδεμίρη, στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, που δολοφονήθηκε ανήμερα Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές βίας και νοθείας των πολιτικών προγόνων της Ν.Δ. Αρνήθηκαν να παραδώσουν το φέρετρο με τον νεκρό στους οικείους του στις Συκιές. Κι όμως, το ξόδι έγινε κανονικά, με ολονυκτία στο σπίτι του και κανονική λιτάνευση, χωρίς φέρετρο, μέχρι το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, όπου έγινε η ταφή. Με πλήθος να ακολουθεί έναν πραγματικό νεκρό, να κουβαλάει την ψυχή του.
Από τη μία «Στα τσακίδια!», από την άλλη το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Στέφανε αγκαθοστέφανε». Δικαιοσύνη.