Λιτή και περιεκτική η συγγραφέας και κριτικός Μαρία Στασινοπούλου στο τέταρτο πεζογραφικό της έργο «Του καιρού που επιμένει» -έχουν προηγηθεί το «Κυρία, με θυμάστε;», η «Χαμηλή βλάστηση» και οι «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο», όλα από τις εκδόσεις Κίχλη όπως και αυτό-, το οποίο αποτελείται από μικρά έως και λίγο μεγαλύτερα πεζά κείμενα, στιγμιότυπα ζωής, που έχουν όλα τα ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της γραφής της: εξομολογητικό τόνο, αμεσότητα, θαυμαστή οικονομία λέξεων, συμπύκνωση.
Ο αφηγητής διηγείται στιγμιότυπα ζωής δίχως να στοχεύει στο δράμα, αλλά δίνοντας σημασία στο μικρό, στο ασήμαντο, στο φευγαλέο, στο καθημερινά επαναλαμβανόμενο, στο ήσυχο. Αυτό που θα χαθεί αν ο παρατηρητής δεν του δώσει τη σημασία που του αξίζει. Αν δεν το αναδείξει για να πάρει τη θέση του -την όποια θέση του- μέσα στην αλυσίδα των «μικρών» στιγμών που απαρτίζουν τη ζωή. Η κάθε αφήγηση, όσο σύντομη κι αν είναι, φαντάζει ολοκληρωμένη μέσα στην αυτονομία της, αλλά και σαν ψηφίδα ενός όλου που αντλεί από το καθημερινό όσο πρωτότυπο ή απολύτως συνηθισμένο κι αν είναι αυτό. Η Στασινοπούλου δεν δίνει έμφαση στα γεγονότα, δεν τα κρίνει, δεν τα αναλύει, σχεδόν δεν προσπαθεί ούτε να τα καταλάβει. Μέσω της αφήγησης κατασκευάζει μια νέα πραγματικότητα την οποία καταθέτει δίχως να της προσδίδει πρόσθετο βάρος. Δίχως να προσπαθεί να στρέψει τον αναγνώστη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά αφήνοντάς του χώρο για να βγάλει ο ίδιος -αν το θέλει, απαραίτητο δεν είναι- τα δικά του συμπεράσματα. Δίχως να άγχεται για την πρωτοτυπία της αφήγησης, δίχως να προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Με μόνα της όπλα την αφοπλιστική ειλικρίνεια, την αδιαπραγμάτευτη τρυφερότητα στη ματιά, τη δυνατότητα να «βλέπει» και να εισχωρεί, να κάνει το αόρατο ορατό.
Ερέθισμα μπορεί να είναι οτιδήποτε: μια φράση που ειπώθηκε κάποτε, μια χειρονομία, μια εικόνα, ένα νεύμα, μια συνάντηση, μια συνομιλία. Στην πραγματικότητα, παρ’ όλη την εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών, ο αφηγητής είναι πάντα ένας: αυτός ο άξιος παρατηρητής με την περιπαικτική ματιά, το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό. Αυτός που λέει: Κι άφησα την ψυχή μου να δακρύζει «απ’ ό,τι ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου». Η τελευταία φράση είναι στίχος του Ελύτη, αλλά, παραφράζοντας, θα μπορούσα να πω πως η Στασινοπούλου γράφοντας «αφαιρεί του θανάτου». Γιατί όσο ανάλαφρη κι αν είναι η ματιά της, όσο κι αν επικεντρώνεται στην αστεία πλευρά της ζωής, όσο κι αν εκτιμά τη δύναμη του γέλιου, στον πυρήνα της κρύβει κάτι πικρό που σε αυτή τη συλλογή είναι ακόμη πιο έντονο. «Η θλίψη που κολυμπάει στα γελαστά τους μάτια» είναι ο τίτλος μιας από τις αφηγήσεις. Τίτλος που νομίζω πως απηχεί το πνεύμα όλης της συλλογής. Τα γηρατειά με όλα τα επώδυνα που τα συνοδεύουν, η σωματική και νοητική φθορά, η απώλεια επανέρχονται διαρκώς στα κείμενά της. Και το σημαντικότερο όλων: ο θάνατος. Να συμφιλιωθεί με τον θάνατο παλεύει το αφηγηματικό εγώ, γι’ αυτό τον περιπαίζει, τον ξορκίζει, τον περιγελά.
«Η προνοητική γραία» φέρνει σε αμηχανία τον γιο της όταν εκείνος μαθαίνει πως στο νεκροταφείο υπάρχει το μνήμα της «με φωτογραφία και το καντήλι αναμμένο». Όταν τη ρωτάει τι συμβαίνει, εκείνη του απαντά: «Έτσι είναι, παιδάκι μου, εγώ τον έχω φτιάξει και κάθε μέρα τον πλένω, τον στολίζω και ανάβω το καντήλι. Άμα δεν καμαρώσω τον τάφο μου ζωντανή, πότε θα τον καμαρώσω; Πεθαμένη;». Βγάζει τη γλώσσα στον θάνατο η γραία, αλλά αυτός παραμένει κραταιός, αήττητος. Ένα από τα πιο πικρά κείμενα της συλλογής είναι οι «Διαδοχικοί θάνατοι». Εκεί όπου γίνεται η παραδοχή της βίας του θανάτου που δεν αφορά μόνο τη στιγμή, αλλά τις διαδοχικές στιγμές όπου ο θάνατος διαρκώς αφαιρεί: «Παλαιότερα πίστευα ότι ο άνθρωπος πεθαίνει μόλις σταματήσει η μνήμη. Καθώς περνούν τα χρόνια, αναθεωρώ. Ο άνθρωπος υφίσταται πολλούς διαδοχικούς θανάτους. Μεγάλο μερίδιο γι’ αυτό έχουν οι αισθήσεις». Όμως «ο καιρός επιμένει». Η γραφή επιμένει. Αλλά και η ζωή επιμένει. Μπορεί να μην έφερε όσα θα μπορούσε, αλλά έφερε αρκετά. Στο «Όσα μου λείψανε» η αφηγήτρια απαριθμεί τα πράγματα που δεν έκανε: «Δεν έμαθα ποτέ ποδήλατο γιατί ήμουν κορίτσι και το ποδήλατο ήταν παιχνίδι για αγόρια στην επαρχία του ’50». Για να καταλήξει στο τέλος: «Πολλά δεν έκανα, αλλά πολύ περισσότερα έκανα». Ένας ύμνος στη ζωή. Όχι στο να αρκείσαι στο λίγο, αλλά στο να χαίρεσαι αυτό που έχεις. Ένα είδος σοφίας δηλαδή.
Η Στασινοπούλου, λιτή, δωρική και ακριβής, γράφει με απόλυτη κατανόηση και αγάπη για τα ανθρώπινα. Διεισδύει από τις χαραμάδες εκεί που δεν πέφτει εύκολα η ματιά, αναδεικνύει το σχεδόν ανείπωτο και του δίνει θέση και ζωή. Με χιούμορ, στοχασμό, διεισδυτικότητα. Και θα το ξαναπώ: Καταφέρνει να πείσει πως δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της, αλλά τη λογοτεχνία.
Info
Μαρία Στασινοπούλου, «Του καιρού που επιμένει»
Εκδόσεις Κίχλη
Σελίδες: 136
Τιμή: 10,50 ευρώ