Lenny Kravitz
Blue electric light
Το 12ο άλμπουμ του έμπειρου ρόκερ έρχεται έπειτα από έξι χρόνια απουσίας. Ο Kravitz εμφανίζεται εμπνευσμένος και δυναμικός, με ένα γενναιόδωρο μπουκέτο τραγουδιών ηχογραφημένο στο στούντιό του στις Μπαχάμες που μας υπενθυμίζει την έμφυτη μαεστρία του να στήνει πυκνούς rock ’n’ roll ήχους και soul ρυθμούς. Το «Blue electric light» είναι η πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά ενός ανθρώπου του οποίου η μουσική εξακολουθεί να ενθουσιάζει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Τραγούδια όπως το «Paralyzed» διανθίζουν τον δίσκο με ψυχεδελικές αποχρώσεις και blues επιρροές. Ο Kravitz από το ξεκίνημά του με το «Let love rule», το 1989, θεωρήθηκε -τουλάχιστον στους κύκλους των κριτικών- ένας μουσικός που κόπτονταν μόνο να εκφράσει την εμμονή του με τη δεκαετία του ’60. Πλέον κανείς δεν επισημαίνει τη ρετρό αισθητική των φροντισμένων του παραγωγών. Το εναρκτήριο «It’s just another fine day (In this universe of love)» δίνει τον οικολογικό τόνο του δίσκου με μια ευδαιμονική γιορτή που υμνεί την ομορφιά του πλανήτη. Οι κραυγές του «Lockdown!» συμπληρώνονται με έναν καλειδοσκοπικό ήχο από ονειρικές αρμονίες και σπειροειδείς κιθάρες. Η μουσική του Kravitz είναι αναζωογονημένη και τα τραγούδια του παραμένουν «τραγανά» και ζωηρά, σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 1991 και την εποχή που η funk γοητεία τού «Mama said» είχε κατακλύσει τα ραδιόφωνα και τα μουσικά κανάλια.
Willie Nelson
The border
Τα τραγούδια του νέου δίσκου του δεν απαιτούν την προσοχή σου και δεν ικετεύουν. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί αυτό με τις ηχογραφήσεις ενός 91χρονου βετεράνου; Τα τραγούδια του είναι ήπια και αληθινά και μεταφέρονται από ακροατή σε ακροατή σαν την προφορική παράδοση. Σαν τις χειρονακτικές τέχνες που διδάσκονται από γενιά σε γενιά με κόπο. Φαντάζομαι τον Nelson να προτιμάει να τα τραγουδάει μπροστά σε λιγοστούς ακροατές που τον κοιτούν στα μάτια, από κοντινή απόσταση, ακόμη και στην αυλή του, κάπου στο Τέξας, και όχι σε ένα στάδιο γεμάτο αναπτηράκια και φωτάκια από οθόνες κινητών. Δεν χωράει πλέον διαφωνία ότι τα σπουδαία άλμπουμ που κυκλοφόρησε ο Nelson κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 αποτελούν σημείο αναφοράς. Έχοντας σβήσει τα 90 κεριά τον Απρίλιο του 2023, ο Nelson διατηρεί αυτή την κουρασμένη στωικότητα του έμπειρου αφηγητή και τα γδαρμένα του δάχτυλα παίζουν ακόμα και φλαμένκο. Φυσικά ο rock country τροβαδούρος διαθέτει αυτή τη στιγμή αρκετή κεκτημένη καλλιτεχνική βαρύτητα ώστε όποιο τραγούδι και να διασκευάσει να το κάνει αμέσως να ακούγεται σαν δικό του, ειδικά όταν τα ερμηνεύει με τρόπο που τον κάνει να ακούγεται με προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, όπως μαρτυρούν το «Many a long and lonesome highway» και το «Hank’s guitar». Από την άλλη, το «What if Ι’m out of my mind» είναι ένα swing που υπονοεί με ειρωνικό τρόπο ότι τα γηρατειά δεν είναι απαραίτητο να αποτελούν εμπόδιο για ρομαντικές παρεξηγήσεις, το «Once upon a yesterday» είναι μια αρχοντική μπαλάντα, ενώ το «How much does it cost» είναι λίγο πολύ η απάντηση του Nelson στο «Tower of song» του Leonard Cohen, μια αναπόληση στο έργο που θα αφήσει πίσω του και στους λόγους που τον κάνουν να ασχολείται ακόμα με τη μουσική. Όπως λέει απλά και αφοπλιστικά στους στίχους: «Είμαι τραγουδοποιός και πάντα θα είμαι».
Ride
Interplay
Οι εξορμήσεις στην ψυχεδέλεια είναι κάτι που κάνουν καλά οι ανανεωμένοι Βρετανοί Ride, όπως διαφαίνεται και στο 7ο άλμπουμ τους που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Το συγκρότημα που εμφανίστηκε χθες στην πλατεία Νερού είχε μια λαμπρή σύντομη καριέρα στη δεκαετία του ’90 και πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να επανενωθεί. Όπως όμως συνέβη και με άλλα συγκροτήματα που γνώρισαν μια νέα ενσάρκωση -Slowdive, Pixies, Jesus and Mary Chain-, η νέα τους καριέρα έχει διαρκέσει περισσότερο από την πρώτη τους περίοδο - αυτό είναι το 3ο τους άλμπουμ μετά την επανένωση. Σε αντίθεση όμως με τα προαναφερθέντα συγκροτήματα, το κουαρτέτο από την Οξφόρδη ποτέ δεν έτρωγε από τα έτοιμα και πάντα επιχειρούσε να εξελιχθεί στον ήχο του. Στον νέο τους δίσκο «Interplay» δίνουν χώρο σε λιγότερο οικεία στοιχεία, όπως το συνθεσάιζερ, το πιάνο και τα έγχορδα. Πραγματικά, οι καλύτερες στιγμές προκύπτουν όταν οι Ride ξεφεύγουν σε πιο άγρια μονοπάτια: τα «Stay free», «Last night I went somewhere to dream» και «Sunrise chaser» λαθραία εισάγουν όμορφες μελωδίες σε απρόβλεπτες, ψυχοσυναισθηματικές παραγωγές, δίπλα σε επιρροές από Tears for Fears, από New Order μέχρι και από Smiths.
Οι Ride ήταν πάντοτε μια αμετανόητα εφηβική μπάντα που ανατρέχει σε έναν εξιδανικευμένο ήχο της δεκαετίας του ’60 και ο νέος τους δίσκος προκαλεί χίπικες δονήσεις, που ωστόσο εμπεριέχουν και θυμό για έναν κόσμο που διαλύεται τριγύρω. Ίσως αυτό να είναι το πιο ενήλικο άλμπουμ της καριέρας τους, καθώς διαθέτει γοητεία και αυτοπεποίθηση και μεταφέρει την αίσθηση μιας συναισθηματικής απελευθέρωσης.