Επιστροφή πριν από λίγες ημέρες για τον Richard Hawley με τον δέκατο προσωπικό του δίσκο. Ο ρομαντικός τροβαδούρος μπορεί να είναι Βρετανός, όμως μην γελιέστε, δεν χάνει ευκαιρία να φλερτάρει με τις άφθονες πτυχές της αμερικανικής μουσικής ιστορίας. Ακούγοντάς τον να ερμηνεύει τα νέα του τραγούδια, τον φαντάζεσαι σαν έναν μακρινό καλλιτεχνικό απόγονο του Roy Orbison, που πλέον έχει αποτραβηχτεί οριστικά σε μια ήσυχη επαρχιακή πόλη για να γράφει ανενόχλητος και με άνεση τις νοσταλγικές του μελωδίες, μακριά από τον τοξικό θόρυβο και τον άχαρο ανταγωνισμό της πόλης.

Οσο περνάνε τα χρόνια η μελωδική στόφα του R. Hawley μεστώνει και η μουσική του αποκτά μια ξεχωριστή γεύση, που αντλεί από τα πιο ζουμερά στοιχεία του Tom Petty μέχρι τις πιο στρογγυλές μπαλάντες του Jeff Lynne, ώστε να φτιάξει έναν διάκοσμο που επιτρέπει στον ακροατή να μυρίζει τον αμερικανικό Nότο. Κάθε νέος δίσκος του κουβαλάει έναν τεράστιο λυγμό και ταυτόχρονα επικοινωνεί μια θερμή αίσθηση οικειότητας χάρη σε εκείνη τη γλυκόπικρη διάθεση που έχουν οι εραστές - ιδιαίτερα εκείνοι που βαριούνται να αξιολογούν και να ερμηνεύουν τα ερωτικά συναισθήματα με βάση τις πληγές και τα τραύματα που συνήθως αφήνουν. Στα δώδεκα καινούργια του τραγούδια ο τραγουδιστής από το Σέφιλντ ακούγεται να νοσταλγεί, να ανασύρει από μνήμης, ακόμη και να ονειροπολεί ότι κάνει ρομαντικές περαντζάδες κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, μέσα από νυκτόβιες μελωδίες που αγαλλιάζουν τόσο την αστική country όσο και την κλασικότροπη pop. Τον Hawley συνοδεύουν ο Shez Sheridan στην κιθάρα, ο Colin Elliot στο μπάσο και ο Dean Beresford στα τύμπανα, ενώ στις ηχογραφήσεις συμμετέχουν τα έγχορδα της Up North Session Orchestra.
Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που γράφουν και παράγουν μουσική όπως ο R. Hawley. Ο ίδιος ξεχωρίζει λόγω της ικανότητάς του να σε κάνει να νοσταλγείς μια στιγμή στον χρόνο που δεν συνέβη ή δεν έζησες ποτέ. Αυτό το νέο άλμπουμ παραμένει πιστό σε αυτόν τον ήχο της αισιόδοξης θεατρικότητας. Οι βαρύτονες, αρσενικές ερμηνείες του, κάτι που αποτελούσε πάντα ένα αισθητικό του πλεονέκτημα απέναντι στους ομογάλακτους τροβαδούρους, αναδεικνύουν με χάρη και στιλ τον μεγαλόπρεπο ρομαντισμό του δίσκου. Ήπιο και καλοβαλμένο, το «In this city they call you love» λειτουργεί σαν ένα jukebox σε ένα σκονισμένο καταφύγιο με παράθυρα που βλέπουν στις λασπoλίμνες του Μισισίπι ή στα χωράφια του Τενεσί, με φινετσάτες κιθάρες που αντηχούν το φάντασμα του Τομ Γουέιτς και του Τζόνι Κας. Όμως παρά τους σταθμούς του αναβαπτισμένου στην americana μουσικού, η αγάπη του Hawley επανέρχεται στο Σέφιλντ.
Τα πάντα στον δίσκο είναι στρογγυλοποιημένα, άψογα δοσμένα και αρκούντως μυσταγωγικά, καθώς τα κομμάτια κυλάνε αδιατάρακτα σαν να απολαμβάνουν και λίγο παραπάνω απ’ ό,τι θα χρειαζόταν τη χαρμολύπη τους. Και ο ακροατής συχνά έρχεται σε επαφή με έναν πιο πολυκύμαντο συναισθηματικό κόσμο, κι ας παρεισφρέει λίγο παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται αυτή η επίμονη αναπόληση ενός ιδανικού έρωτα.