Μια υπέροχη, μινιμαλιστική ταινία του Βιμ Βέντερς ξεχωρίζει αυτή την εβδομάδα. Ο Γερμανός σκηνοθέτης ξαναβρίσκει τη φόρμα του στη μυθοπλασία (στα ντοκιμαντέρ δεν την έχασε ποτέ) και μας χαρίζει ένα σπάνιο ανθρώπινο πορτρέτο που θα μείνει ως κόσμημα στη μακρά φιλμογραφία του
Υπέροχες μέρες (Perfect days) ****
Σκηνοθεσία: Βιμ Βέντερς
Πρωταγωνιστούν: Κότζι Γιακούσο, Τόκιο Εμότο, Αρίσα Νακάνο
Ο Xιριγιάμα συντηρεί με προσήλωση μια αυστηρά δομημένη ρουτίνα και είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που χαίρονται και κάνουν με μεράκι τη σκληρή εργασία τους. Ο ήπιος, συγκροτημένος και φιλόμουσος ήρωας καθαρίζει καθημερινά τις δημόσιες τουαλέτες στο Τόκιο. Όταν δεν δουλεύει, συχνάζει στα δισκάδικα και αναζητά τους αγαπημένους του δίσκους (από Van Morrison και Velvet Underground μέχρι Patti Smith και Nina Simone), ενώ απολαμβάνει τα βιβλία του, τη φωτογραφία και δεν παραμελεί τα φυτά που καλλιεργεί στο μικρό, τακτοποιημένο διαμέρισμά του. Οι κασέτες και οι φωτογραφίες αποτελούν μικρές άγκυρες στη μνήμη. Επίσης, τα δέντρα που ριζώνουν στην καρδιά των πόλεων και μεγαλώνουν τόσο αργά και ανεπαίσθητα που το ανθρώπινο μάτι δεν μπορεί να τα προσέξει είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε αυτή την ταινία ως δείκτες του χρόνου. Ο Xιριγιάμα είναι ένας καλόβουλος άνθρωπος που κινείται διακριτικά στη μεγαλούπολη και ζει σαν αόρατος σαμουράι της εργατικής τάξης των βαρέων και ανθυγιεινών.
Ο ήρωας του Βέντερς είναι άνθρωπος του μόχθου, όμως ο θεατής αναρωτιέται εάν η αυστηρή ιεροτελεστία των δραστηριοτήτων (μετρημένες αναπνοές, συγκεκριμένος χρόνος ύπνου, απαράλλακτο κολατσιό, σταθερά στέκια) και η ακρίβεια των χειρωνακτικών εργασιών της καθημερινότητάς του αποτελούν προπύργιο ενάντια στο εσωτερικό χάος ή άμυνα απέναντι σε ένα σκοτεινό παρελθόν. Ο Xιριγιάμα είναι ένας παρατηρητής που αντικρίζει την πόλη και τους ανθρώπους της με μια τρυφερότητα και μια επιείκεια, που είναι πολύ εύκολο να αποδώσουμε στη μακάρια καλοσύνη του. Μόνο όταν διακρίνουμε μια υποψία πόνου να αναβοσβήνει στην έκφρασή του μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η δομή της ζωής του κυρίου Xιριγιάμα προέρχεται από μια επιλογή που μπορεί να πηγάζει από κάτι βαθύτερο.
Η ταινία «Perfect days» προέκυψε όταν ο σκηνοθέτης της Βιμ Βέντερς επιχείρησε να εργαστεί σε ένα πρότζεκτ που του είχε ανατεθεί για να αναδείξει τη λειτουργία των τουαλετών στο Τόκιο. Αυτό το σημείο εκκίνησης για μια ταινία μυθοπλασίας μπορεί να φαίνεται παράδοξο, όμως ο Βέντερς μέσα από αυτό εντόπισε και ανέπτυξε την αναλογική γοητεία και τον μινιμαλισμό της ζωής ενός ανθρώπου σε έναν κόσμο που ψηφιοποιείται ραγδαία. Η καριέρα που άρχισε με τα σπουδαία road movies της δεκαετίας του ’70 («Αλίκη στις πόλεις») και συνεχίστηκε εξίσου δυναμικά με την αναζήτηση του ορίζοντα («Παρίσι Τέξας») άρχισε να χωλαίνει και να γίνεται άνιση καθώς ο Βέντερς άρχισε να χάνεται σε μια αμήχανη αναζήτηση για το «μέλλον των εικόνων». Με τις «Υπέροχες μέρες» ο Γερμανός στοχαστής ξαναβρίσκει τον καλό του εαυτό. Υιοθετεί την κομψότητα των καλύτερων ταινιών του Τζάρμους (ειδικά του «Ghost dog»), τις ανθρώπινες στιγμές του Μπρεσόν, τα αριστουργήματα του Γιαζουχίρο Όζου και την ευαισθησία του πρώιμου Κιτάνο, για να υπογράψει την καλύτερη ταινία του από την εποχή του «Until the end of the world» (1991). Η ταινία βρήκε πανάξια μια θέση στην πεντάδα για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
Μακάβριοι δαίμονες θα ματώσουν ένα χωριό
Εκεί που το κακό παραμονεύει (When evil lurks) **1/2
Σκηνοθεσία: Ντεμιάν Ρούγκνα
Πρωταγωνιστούν: Εζεκιέλ Ροντρίγκεζ, Ντεμιάν Σαλομόν, Σιλβίνα Σαμπάτε
Δύο αδέλφια θα προσπαθήσουν να καταπολεμήσουν έναν αρχαίο δαίμονα που καιροφυλακτεί στο αγροτικό χωριό τους και σκοτώνει τα ζώα της περιοχής. Ο Αργεντινός σκηνοθέτης Ντέμιαν Ρούγκνα αξιοποιεί το υποβλητικό στοιχείο των δαιμονισμών και τη δυσοίωνη απειλή στους απομακρυσμένους αγρούς της επαρχίας μέσα από μια γκροτέσκο εικονογράφηση του αόρατου κακού. Βέβαια, το σενάριο δεν έχει δουλευτεί με όρεξη και στερείται φρέσκες ιδέες, γιατί αυτό που απομένει μετά τους τίτλους τέλους είναι πως το κακό εξαπλώνεται όπου εντοπίσει απουσία θεού και σφραγισμένες εκκλησίες. Απ’ την άλλη, το αίμα και η αηδιαστική θέα της σάπιας σάρκας που επιφυλάσσει αυτή η ταινία θα ανακατέψουν το στομάχι ακόμα και των πιο έμπειρων θεατών. Όχι πως ο πονηρός σκηνοθέτης δεν επιστρατεύει εύκολα κλισέ και κόλπα, που δεν είναι αντάξια ενός θρίλερ αξιώσεων, για να προκαλέσει την άμεση φρίκη και να συζητηθεί το όνομά του. Στο προσκήνιο έρχεται μια ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία είναι μία από τις λίγες που ξέρει πώς να χρησιμοποιεί μια παράξενη συσκευή για να σκοτώνει τα δαιμονισμένα πλάσματα, και αυτή οδηγεί την ταινία στην ξέφρενη τελική ευθεία.
Μακάρι το σενάριο του Ρούγκνα να είχε περισσότερες στιγμές έντασης και λιγότερο φτηνό σοκ - μια σκηνή με έναν σκύλο και ένα μικρό κορίτσι θα σας κάνει να μετανιώσετε την ώρα και τη στιγμή που αποφασίσατε να δείτε την ταινία. Πάντως ο Ρούγκνα διαθέτει ταλέντο, αλλά δίνει στους λάτρεις του αίματος αυτό που ζητάνε, μερικές φορές με παραπανίσια δόση καφρίλας και με αχρείαστη ένταση, που θα ξεσηκώσει το εφηβικό κοινό το οποίο έχει όρεξη για ασυμμάζευτο gore.
Εσχατολογικό δράμα που φωνάζει ότι θα πνιγούμε όλοι
Ενα τέλος και μια αρχή (The end we start from) **1/2
Σκηνοθεσία: Μαχάλια Μπέλο
Πρωταγωνιστούν: Τζόντι Κόμερ, Μαρκ Στρονγκ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς
Μια νεαρή μητέρα (αναφέρεται απλώς ως «Mother») με το νεογέννητο βρέφος της αναζητά καταφύγιο στη Βρετανία, ενώ σύντομα επέρχεται μια ακραία καιρική καταστροφή. Μια από τις καταστροφές της Αποκάλυψης που καταγράφεται στα αρχαία κείμενα είναι ο κατακλυσμός. Αυτός είναι ένας μόνο από τους συμβολισμούς αυτής της ανησυχητικής διασκευής του μπεστ σέλερ της Μέγκαν Χάντερ. Η δράση ξεκινά σε μια μπανιέρα που γεμίζει σιγά-σιγά για μια έγκυο γυναίκα (την οποία υποδύεται η Τζόντι Κόμερ). Καθώς το νερό γεμίζει την μπανιέρα, και ο κόσμος έξω γεμίζει με νερό. Το Λονδίνο τώρα πια μοιάζει με τη Βενετία χωρίς τις γόνδολες. Η «Γυναίκα» αφού γεννήσει, θα κατευθυνθεί, όπως όλοι, προς ένα χωριό σε ψηλότερο σημείο.
Το σενάριο δεν γεννά ποτέ σοβαρές αμφιβολίες για το αν η ηρωίδα θα τα καταφέρει. Το υπαρξιακό ερώτημα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, είναι σε τι είδους κόσμο καλείται να ζήσει το μωρό της. Κάπως έτσι εξελίσσεται ως ιστορία επιβίωσης αυτή η χαμηλών τόνων ταινία, σε έναν κατεστραμμένο κόσμο όπου η ηρωίδα πρέπει να προστατεύσει το παιδί της μέσα από μια σειρά τρομακτικών συναντήσεων, από αυτές που βλέπουμε συχνά σε ανάλογες εσχατολογικές ιστορίες, όπως το «The road» του 2009, μια ταινία στην οποία αυτή η παραγωγή χρωστάει τα μέγιστα.
Ο Ράσελ Κρόου έχει σταματήσει να διαβάζει σενάρια
Εμπόλεμη ζώνη (Land of Bad) *
Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Γιούμπανκ
Πρωταγωνιστούν: Μάιλο Βεντιμίλια, Ράσελ Κρόου, Λίαμ Χέμσγουορθ
Ενας ελεγκτής μάχης της Αεροπορίας και ένας πιλότος drone σε μια αποστολή διάσωσης Αμερικανών ηρώων (φυσικά). Σκηνές στρατιωτικού συντονισμού και εναέριες μάχες μπλέκονται σε ένα κουβάρι ιεραρχίας, καθώς ένας αξιωματικός πασχίζει να προστατεύσει τους άνδρες της αποστολής και παλεύει όχι μόνο να μείνουν ζωντανοί, αλλά και για να πείσει τα αδιάφορα ανώτερα κλιμάκια να νοιαστούν, ελέγχοντας τα αεροπλάνα με τη βοήθεια δύναμης πυρός από την αίθουσα ελέγχου. Στον Ράσελ Κρόου φαίνεται πλέον πως του αρκεί να ξέρει απλά και μόνο το ποσό που αναγράφεται στην επιταγή προκειμένου να δεχτεί να παίξει σε μια ταινία σαν αυτή την αδιάφορη μιλιταριστική περιπέτεια που εξυμνεί το σθένος των νεοσύλλεκτων.
Το «Land of Bad» ενδιαφέρεται λιγότερο για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και περισσότερο για το πώς δείχνουν οι ανατινάξεις σε εξαιρετικά αργή κίνηση, πετώντας ενδιάμεσα και ένα μάτσο ανατριχιαστικά αλλοιωμένες αναφορές σε αληθινά γεγονότα, ενώ οι από καρδιάς εξομολογήσεις των θαρραλέων στρατιωτικών ολισθαίνουν σε μια-δυο σκηνές στην παρωδία.
Χρειάζεται κανείς ακόμη ένα B-movie αυτοδικίας;
Το χέρι της Θείας Δίκης (Red right hand) *
Σκηνοθεσία: Εσομ Νελς, Ίαμ Νελς
Πρωταγωνιστούν: Ορλάντο Μπλουμ, Άντι ΜακΝτάουελ, Σκοτ Χέιζ
Ενας μοναχικός άνδρας, ο Κας (τον υποδύεται χωρίς όρεξη ο Ορλάντο Μπλουμ), έχει ένα εγκληματικό παρελθόν που θέλει να ξεχάσει και πλέον ζει μια ήσυχη ζωή, φροντίζοντας την ορφανή ανιψιά του. Μέχρι που μια αδίστακτη εγκληματίας (την υποδύεται άχαρα η Άντι ΜακΝτάουελ) τον αναγκάζει να επιστρέψει στην υπηρεσία της. Τότε ο ήρωας θα φτάσει στα άκρα για να προστατεύσει την οικογένειά του και την υπόληψή του, και οι γραμμές ανάμεσα στο καλό και στο κακό θα θολώσουν. Ο τίτλος της ταινίας δεν αναφέρεται στο τραγούδι του Nick Cave, αλλά στο χέρι της εκδίκησης που θα βαφτεί κόκκινο. Το σενάριο βρίθει από δυσάρεστους χαρακτήρες και υποφέρει από κακό διάλογο, χωρίς να υπάρχει τίποτα στην κινηματογράφηση, στον σχεδιασμό των σκηνικών ή στη δράση που έστω να ξεχωρίζει.
Ο σκηνοθέτης διεκπεραιώνει το υλικό του και βιάζεται απλώς να κάνει γοργά βήματα προς το άγριο μακελειό του τελευταίου μέρους αυτού του ανοσιουργήματος, καθώς είναι το μόνο που τον ενδιαφέρει. Κρίμα, γιατί ούτε καν εκεί δεν μπορεί να σεβαστεί τους βασικούς κανόνες του παραδοσιακού σινεμά δράσης που υποτίθεται ότι υπηρετεί.