Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αυξημένες νεφώσεις
21 °C
17.5°C22.4°C
1 BF 76%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
18.2°C21.0°C
2 BF 74%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
22 °C
19.0°C22.6°C
2 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.6°C24.3°C
2 BF 75%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
17.9°C18.5°C
0 BF 77%
Στέλιος Σκοπελίτης στην «Α» / Η παγκοσμιοποίηση θαρρώ πως μεταποίησε τον άνθρωπο
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Στέλιος Σκοπελίτης στην «Α» / Η παγκοσμιοποίηση θαρρώ πως μεταποίησε τον άνθρωπο

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΚΟΠΕΛΙΤΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Εγινε φωτογράφος «χάριν της Ιστορίας». Χάρη σ’ αυτή «πέτυχα χρήσιμες και όχι ωραίες φωτογραφίες», λέει ο Στέλιος Σκοπελίτης, εξηγώντας ότι μια φωτογραφία είναι χρήσιμη «όταν είναι αληθής, όταν εμποδίζει τη λήθη». Ο κορυφαίος φωτογράφος, «τελευταίο παιδί της Γενιάς του ’30», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, δεν δέχεται τον χαρακτηρισμό «ποιητής της φωτογραφίας». Πιστεύει, όμως, στην «ιεροτελεστία της τέχνης του». Ίσως γιατί κατορθώνει χρόνια τώρα να αποκαλύπτει με ένα κλικ και ανυπέρβλητη ποιητικότητα το βάθος ενός βλέμματος και τα μύχια μιας ψυχής, να δίνει, λες, πνοή σε κτήρια, πόλεις, αγάλματα. Ο φακός του είναι εστιασμένος διαρκώς στον άνθρωπο. «Τον άνθρωπο αναζητώ και όσο τον αναζητώ, αναζητώ συνάμα και τον εαυτό μου. Έτσι επιτυγχάνεται η “απόλυτη” προσωπογραφία» εξηγεί. Αναζητά, όμως, και την ανάσα της κοινωνίας, παρατηρώντας με ιδιαίτερη προσοχή όσα συμβαίνουν στην εποχή. Μια συνομιλία με τον κορυφαίο φωτογράφο δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αφορμή. Ωστόσο η επανακυκλοφορία του «Βλέμματος» (εκδόσεις Αίολος), του βιβλίου που χώρεσε εμβληματικές προσωπογραφίες ανθρώπων που τον «έθρεψαν πνευματικά και ηθικά», όπως εξηγεί, δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για μια συζήτηση όπου η φωτογραφία έχει τον πρώτο λόγο, όχι όμως τον μοναδικό. Από τον Ηράκλειτο μέχρι τη Μάτση Χατζηλαζάρου και τον Μπουνιουέλ και από το φως της Λέσβου και τη Γενιά του ’30 μέχρι τη μνήμη, την πολιτική, τη συγκίνηση, την Παλαιστίνη και την παγκοσμιοποίηση ο Στέλιος Σκοπελίτης ξεδιπλώνει σκέψεις και ενθυμήματα, μικρές λεπτομέρειες της τέχνης του και τις αγωνίες του καλλιτέχνη. «Η παγκοσμιοποίηση θαρρώ πως μεταποίησε τον άνθρωπο» διαπιστώνει, εξηγώντας ότι «οφείλομε επιστροφή στην ηθική, στο αναγκαίο στάσιμο, στην τρυφερή αναπόληση».

Λένε ότι μία φωτογραφία ισούται με 1.000 λέξεις. Πόσες λέξεις αλήθεια απαιτούνται για τη φωτογραφία ενός βλέμματος;

Δεν ισχύει αυτό, δηλαδή ότι 1.000 λέξεις μία φωτογραφία, το αντιστρέφω ρωτώντας πόσες φωτογραφίες απαιτούνται να καλύψουν το παρακάτω, το οποίο δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιος το έγραψε: «Ξένοι, μην αγγίζετε αυτή την πέτρινη Αριάδνη γιατί μπορεί να σηκωθεί αναζητώντας τον Θησέα». Για να συλλάβω ένα βλέμμα, χρειάζομαι χρόνο παρατήρησης. Ένα κλικ δεν είναι απλώς μια στιγμή, πρόκειται για συνάθροιση άπειρων περασμένων στιγμών.

Εσείς τι επιδιώκετε όταν φωτογραφίζετε το βλέμμα του άλλου;

Πολύ πριν γεννηθεί η ιδέα να φωτογραφίσω τους Έλληνες που με έθρεψαν πνευματικά και ηθικά, όταν ήθελα να φωτογραφίσω μία κοπέλα ή ένα αγόρι, το ήθελα γιατί είχα εντυπωσιαστεί από το βλέμμα του. Όταν είδα πια τα φαγιούμ, νεκροί με βλέμμα εκθαμβωτικό, είπα μέσα μου: Προσωπογραφία σημαίνει βλέμμα και βλέμμα σημαίνει ψυχή. Άρα το βλέμμα ολοκληρώνει τη μορφή και αποκαλύπτει την παρουσία του άλλου.

Ο φωτογράφος, εκτός από γνώση, χρειάζεται να κατέχει και την τέχνη να εκμαιεύει;

Πρωτίστως χρειάζεται να κερδίσει την εμπιστοσύνη εκείνου που θέλει να φωτογραφίσει. Αν την κερδίσει, τότε ο προς φωτογράφηση προσφέρεται να φωτογραφηθεί με τόση απλότητα, σαν να πλαγιάζει στον οικείο χώρο του, και έτσι, χώρια από το ειλικρινές βαθύ βλέμμα, εμπιστεύεται και άλλα, εντελώς προσωπικά, έχει γίνει φίλος και, όπως ξέρουμε, η φιλία προσφέρει ποικίλες συγκινήσεις. Φυσικά ένιωθα ιδιαίτερη συγκίνηση όταν φωτογράφιζα, π.χ., τον Ζογγολόπουλο, ίσως να πρόκειται για τη συγκίνηση του φωτογράφου πριν από την αποκάλυψη του φωτογραφιζόμενου. Η αλήθεια είναι ότι αρκετοί από τους φωτογραφιζόμενους που έμεναν στην Ελλάδα λίγο ως πολύ με παίδεψαν. Αντίθετα, ο Ξενάκης, ο Αξελός, ο Λαζαρίδης, που ζούσαν στο εξωτερικό, ήταν απλοί και πρόσφοροι. Ξέρετε, είναι δύσκολο να αφεθεί κάποιος να φωτογραφηθεί και μάλιστα από άγνωστό του φωτογράφο. Όμως είναι πολύ σημαντικό όταν, κατά την ιεροτελεστία της φωτογράφισης, γεννιέται μια φιλία. Η φιλία έχει να κάνει με τον σεβασμό και την εκτίμηση. Αισθάνομαι τυχερός που γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους.

Η φωτογραφία είναι ιεροτελεστία;

Απολύτως. Με την προϋπόθεση να συναντηθούν ηθικά τα βλέμματα του φωτογράφου και του φωτογραφιζόμενου.

Από «Το βλέμμα» του 1995 στο «Βλέμμα» του 2022 έχει αλλάξει ο τρόπος σας για τις προσωπογραφίες;

Οχι. Θα έλεγα, όμως, ότι έχουν αυξηθεί μέσα μου η έγνοια και ο σεβασμός μου για τον άνθρωπο, η εντελώς άδολη προσέγγισή μου προς αυτό που αναζητά στη ζωή του κάθε άνθρωπος. Και για να θυμηθώ τον Ηράκλειτο, τον άνθρωπο «αναζητώ» και όσο τον αναζητώ, «αναζητώ» συνάμα τον εαυτό μου. Έτσι επιτυγχάνεται η «απόλυτη» προσωπογραφία.

Αλήθεια, ένας φωτογράφος πώς φωτογραφίζει τον εαυτό του; Τι είναι εκείνο που προσέχει ώστε να είναι έντιμος και με τον εαυτό και με τη φωτογραφία του;

Πιστεύω πως η παράδοση να αυτοφωτογραφίζεται ο φωτογράφος ξεκινά από τις αυτοπροσωπογραφίες ζωγράφων. Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά στη δική μου περίπτωση αυτοφωτογραφήθηκα από ανάγκη, λόγω έλλειψης μοντέλου. Άλλωστε είναι εύκολο να παραμορφώσει κανείς το πρόσωπό του αντί να παραμορφώσει το πρόσωπο του άλλου. Μου αρέσει πάρα πολύ να φωτογραφίζω ανθρώπους, ιδιαίτερα γυναίκες, γιατί πιστεύω πως οι μορφές φανερώνουν την κοινωνία, μα εδώ στη χριστιανική μικροαστική μας κοινωνία αρνήθηκαν να φωτογραφηθούν και άντρες και γυναίκες. Έχω δεχτεί πολλές αρνήσεις. Ένα τραύμα μου είναι ότι δεν πρόφτασα να φωτογραφίσω τη μεγάλη μας ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου.

Θυμάστε το πρώτο βλέμμα, το πρώτο πρόσωπο που φωτογραφίσατε;

Και βέβαια το θυμάμαι, ήταν της Μαρίνας, του πρώτου μου έρωτα στη Μυτιλήνη. Έτυχε να είμαι ο μόνος σε ολόκληρο το σχολείο που είχα φωτογραφική μηχανή, μία Kodak Brownie 127, ακόμα την έχω. Δυστυχώς, δεν παράγονται πλέον τα φιλμ 127.

Το φως της Λέσβου σας καθόρισε;

Το φως της Λέσβου είναι ανυπέρβλητο, διαυγέστατο. Έζησα αρκετά χρόνια με αυτό το φως και αυτό σημαίνει πολλά. Το φως της Ελλάδας είναι μεταφυσικό, το έχουν πει και άλλοι, δεν είναι τυχαίο πόσο διαφέρουν οι φωτογραφίες του Παρισιού ή του Λονδίνου. Στην Ελλάδα το φως δεν το ψάχνεις, δεν το κυνηγάς, σου προσφέρεται πλούσιο και καθαρό, και ο φωτογράφος «αρπάζει» εκείνα που του αποκαλύπτει. Το ελληνικό φως αποκαλύπτει και εσύ είσαι αναγκασμένος ν’ αναδείξεις μέσα από αυτό και με αυτό την ψυχή σου και το πνεύμα σου.

Νιώθετε ελεύθερος όταν φωτογραφίζετε;

Τι αλλόκοτο, όλοι συμμετέχομε στο χτίσιμο εκείνου που θέλομε να γκρεμίσομε, υπάρχουν πολλές αυταπάτες, μία από αυτές ότι είμαστε ελεύθεροι. Δεν υπάρχει όταν φωτογραφίζεις υπό το φως και όταν συνδιαλέγεσαι με αυτό, πάντα κατάμονος. Ο φωτογράφος είναι μόνος όταν φωτογραφίζει, κατάμονος. Όμως θα σας πως και το εξής. Η ελευθερία είναι αυταπάτη. Δεν υπάρχει, ας πούμε, πολιτική ελευθερία, αφού η εξουσία είναι η υπαρκτή Έμπουσα.

Τι είναι η φωτογραφία για τον Στέλιο Σκοπελίτη;

Η φωτογραφία για τον Σκοπελίτη είναι κρυφό παρατηρητήριο και το ψωμί που τον έτρεφε καθ’ οδόν του στον κόσμο ή, αν θέλετε, το παράθυρο απ’ όπου κοιτά τον κόσμο και αναρωτιέται, και θαυμάζει, και αποκαλύπτει, αποσπά από τη σιωπή τις εσωτερικές του κραυγές και τις παρουσιάζει ως εικόνες, είναι ο κόσμος γεμάτος κραυγές που τις κρατά εν σιωπή. Θα πρόσθετα, η φωτογραφία είναι ένα από τα προσωπεία του Σκοπελίτη.

Είστε και συγγραφέας. Πού συναντιέται η φωτογραφία με τη γραφή;

Πριν ξεκινήσω την περιπέτειά μου στη φωτογραφία ήδη έγραφα ποιήματα και μια τοπική εφημερίδα της Μυτιλήνης, ο Λεσβιακός Κήρυξ αν θυμάμαι καλά, δημοσίευε μικρά μου κοινωνιολογικά σχόλια. Από έφηβο ακόμα με απασχολούσαν τα κοινωνικά ζητήματα, άλλωστε και η φωτογραφία για εμένα αποτελεί όργανο για να εξερευνάς την κοινωνία, να τη σχολιάζεις, να παρεμβαίνεις, να ιστορείς καταστάσεις της, αλλά και να αναδεικνύεις την ασχήμια της ή την ομορφιά της. Τέλος, πιστεύω πως η γραφή συμπληρώνει την εικόνα και η εικόνα τη γραφή.

Μεγάλη η χαρά μου όταν πετυχαίνω έναν στίχο, μία φράση, μία φωτογραφία, ένα φιλί, και για να γελάσομε, είμαι ερωτικός, σαν τον Χένρι Μίλερ, καθότι και οι δύο Αιγόκεροι, και οι Αιγόκεροι μόνο ερωτικοί είναι. Άλλωστε, χωρίς ερωτική κατάσταση κάτι λείπει από το έργο τέχνης. Πιστεύω ότι όλα τα διέπουν πολιτική και έρωτας, αφού και τα δύο απαιτούν συνομιλητές, θαυμαστές, συμμετέχοντες.

Είναι πολιτική πράξη η φωτογραφία;

Φυσικά είναι και πολιτική και ιστορική πράξη, καθώς και μέγας καταγραφέας γεγονότων, αλλά και αποκάλυψη του ωραίου.

Στο έργο σας η Ιστορία έχει ρόλο σημαντικό. Αλήθεια, πώς φωτογραφίζει κανείς την Ιστορία;

Η Ιστορία δεν φωτογραφίζεται, εκείνη φωτογραφίζει και αποθηκεύει τα πεπραγμένα μας και τα συνειδητοποιούμε post factum για ένα αλλόκοτο post scriptum. Είμαστε υστερόγραφα, η Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια, άλλωστε χρειάζεται ερείπια. Σκέπτομαι πως Ιστορία σημαίνει πορεία προς την καταστροφή πόλεων, χωρών, φύσης. Είναι μία διαρκής κάθοδος προς τον Άδη. Πιστεύω πως χάριν της Ιστορίας έγινα φωτογράφος· χάριν αυτής πέτυχα χρήσιμες φωτογραφίες και όχι ωραίες, χάριν αυτής ακολουθώ και αφομοιώνω έργα και σκέψεις άλλων σε σειρά, όπως τα καρέ του φιλμ. Έχω φανταστεί την Ιστορία σαν φιλμ 36 σκόρπιων άσχετων φωτογραφιών, που όμως συμπληρώνουν ένα σύνολο εποχών.

Πότε είναι χρήσιμη μια φωτογραφία;

Οταν είναι αληθής, όταν εμποδίζει τη λήθη.

Τι είναι μνήμη;

Η θύμηση της τότε γαλήνης, η ηθική της Ιστορίας. Ας μην ξεχνάμε πως χωρίς μνήμη όλα τελειώνουν με εκκωφαντικό τρόπο.

Φωτογραφίζεται η μνήμη;

Οταν μαραίνεται η μνήμη, μελαγχολώ, χωρίς μνήμη δεν υπάρχω ως πομπός και τότε ορθώνεται το ματαιόδοξο καλλιτεχνίζειν και φωτογραφίζω ωραία πράγματα.

Μου είπατε ότι σας ενδιαφέρει επίσης η αρχιτεκτονική των πόλεων. Αλήθεια, έχουν βλέμμα τα κτήρια, οι πόλεις;

Πάντα φωτογραφίζω κτήρια και πόλεις ψάχνοντας να βρω την εσωτερικότητά τους, αφού θεωρώ την κατοικία προστατευτικό κέλυφος, εστία του ανθρώπου.

Τι είναι αυτό που σας συγκίνησε στα «Πέλματα των αγαλμάτων»;

Θαρρώ πως «Τα πέλματα των αγαλμάτων» είναι ένα πυκνογραμμένο ημερολογιακό οδοιπορικό στην πόλη μας, και αυτό γιατί όποτε την περιδιάβαζα είχα μηχανή στο χέρι και βιβλίο στην τσέπη. Επίσης, ας το δούμε σαν το αντικριστό βιβλίο στα «Νεοκλασικά», αφού πρόκειται για την τωρινή πόλη.

Συγκινείστε φωτογραφίζοντας ένα κτήριο, μια πόλη, ένα άγαλμα;

Τίποτα χωρίς συγκίνηση, τίποτα χωρίς έρωτα, τίποτα χωρίς επίγνωση, τίποτα χωρίς συνείδηση/ενσυναίσθηση δεν πετυχαίνει. Από και με συγκίνηση μιλάμε εκ καρδίας, με συγκίνηση απαντάμε στον ειλικρινή, με συγκίνηση στοχαζόμαστε απέναντι στο λυκόφως. Αν δεν συγκινηθώ, δεν σηκώνω μηχανή, δεν γράφω. Η συγκίνηση, τα θεμέλιά μου και ο πύργος μου.

Εξαιτίας του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας είχατε αυτοφωτογραφηθεί με Polaroid, στις οποίες μετά παραμορφώσατε το πρόσωπό σας και τις συνδυάσατε με σφάγια ζώων και ακραίες εικόνες από πορνό. Μιλώ για την έκθεσή σας «Τρίπτυχα» στην Γκαλερί Τούντα. Τότε είχατε πει ότι θεωρούσατε «προσβολή για την Ευρώπη τον βομβαρδισμό». Σήμερα, με δυο πολέμους στη γειτονιά μας, τι λέτε;

Τι να πω; Η Δύση βρίσκεται πάλι σε οίστρο καταστροφής. Μπροστά στα μάτια μας καταρρακώθηκε ο πολιτισμός της, η ανθρώπινη ποιητική κατάσταση εξαρθρώθηκε, οι όποιες δημοκρατικές αξίες ή αρχές είχαν απομείνει αφανίστηκαν και αυτές. Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι η στάση της Ευρώπης. Στην περίπτωση της Ουκρανίας τροφοδοτεί τον πόλεμο, μένοντας αδρανής στην καταπάτηση της Συμφωνίας του Μινσκ και στις βιαιοπραγίες ενάντια στους Ρώσους κατοίκους. Από την άλλη, βλέπουμε την παραλυσία της απέναντι στο Ισραήλ. Το αφήνει ανενόχλητο να διαπράττει μια γενοκτονία. Πώς το Ισραήλ απόκτησε δικαίωμα εξολόθρευσης αθώων και 11.000 παιδιών; Αυτό είναι μια απόλυτη γενοκτονία.

Εχετε πει ότι όλες οι μεγάλες εποχές στην Τέχνη είναι πολιτικές. Τη σημερινή εποχή πώς θα τη χαρακτηρίζατε;

Εχω την εντύπωση πως η πολιτική έχει πέσει στον Καιάδα συμφερόντων και στην Τέχνη έχει υπερισχύσει η άσαρκη αισθητική.

Θεωρείτε τον εαυτό σας ως το τελευταίο παιδί της Γενιάς του ’30. Τι σας συνδέει μ’ αυτή την εμβληματική γενιά;

Θέλω να πιστεύω πως ακολουθώ το ήθος της, τις αγωνίες της, την αγάπη της προς κάθε «ελληνικό». Όλοι τους μου έμαθαν ν’ αγαπώ την Ελλάδα, γλύπτες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ποιητές, μουσικοί, έφερναν στο φανερό ό,τι ωραίο και αληθινό της εποχής τους, το οποίο πάντρευαν με την απλότητα και τον ορθολογισμό της αρχαίας Ελλάδας. Η Τέχνη γι’ αυτούς, χωρίς να είναι στρατευμένοι, ήταν να φέρουν στην επιφάνεια τα ξεχασμένα μιας πολιτιστικής παράδοσης και να συνδιαλλαγούν με ό,τι καινούργιο στην εποχή τους. Τέλος πάντων, διαμόρφωσαν μία κατάσταση εμβληματική, την οποία ή θ’ ακολουθούσες ή θα απέρριπτες. Εγώ πάντως, ηθικά και εν αγωνία, την ακολουθώ.

Πώς αντιλαμβάνεται κανείς την ελληνικότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης;

Δεν υπάρχει πλέον «ελληνικότητα» εδώ και δεκαετίες. Την κάθε εποχή τη συντηρούν εκείνοι που τη διαμορφώνουν. Γνώμη μου, δεν σημαίνει πως έχω δίκιο, πολλά ελληνικά έχουν τελειώσει. Άλλωστε, η παγκοσμιοποίηση είναι ένα τέρας δημιουργημένο από την άκρατη απληστία, ισοπεδώνει τα πάντα, ακόμα και σε ισχυρές χώρες, πόσο μάλλον σε επιλεκτικά πτωχευμένες σαν τη δική μας. Όσο για την παγκοσμιοποίηση, θαρρώ πως μεταποίησε τον άνθρωπο, υπάρχει ζωντανή νεκρότητα, υπερβολικός θόρυβος, σαν να μετακομίζουν εκατομμύρια πανικόβλητοι την ίδια στιγμή σε πανοραμική οθόνη που ελέγχεται από τερματικό ηλεκτρονικό εγκέφαλο τύπου HAL με κόκκινο μάτι, θυμηθείτε την ταινία «Odyssey 2001».

Σας έχουν πει «ποιητή της φωτογραφίας». Έχει χώρο για τους ποιητές η εποχή μας;

Δεν τον δέχομαι αυτόν τον χαρακτηρισμό, ποιητές είμαστε όλοι, εκτός από τους πολιτικούς, τους ιδεολόγους και όσους έχουν σχέση με την Εκκλησία, και υπάρχουν στην Ελλάδα φωτογράφοι πολύ καλύτεροι από εμένα, π.χ., ο Ανδρέας Σχοινάς. Εγώ απλώς τόλμησα να εκφραστώ και, θέλω να πιστεύω, δεν εκφράζω τίποτε άλλο από τη στεγνή/στυγνή πραγματικότητα του αμόρφωτου μικροαστού Νεοέλληνα. Από την άλλη, κάθε εποχή είναι μικρόψυχη για τους ποιητές.

Η φωτογραφία, ο άνθρωπος τι θέση έχουν στην παντοκρατορία του ψηφιακού περιβάλλοντος;

Στην ψηφιακή εποχή που βρισκόμαστε ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι ευτυχής αν δεν αφηνόταν να μεταλλαχτεί ο ίδιος σε ψηφίδα. Η ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσονται πλέον τα γεγονότα μας εξουθενώνει, μας κρατά μακριά από κάθε εσωτερική διεργασία. Είμαστε πια νωθροί στη σκέψη, βίαιοι στις πράξεις, αμέτοχοι στα κοινά. Δύσκολα μπορείς να συγκινηθείς και να συγκινήσεις κάτω από τον καταιγισμό ανελέητων εικόνων που δεχόμαστε καθημερινά. Σαν να έχομε μεταλλαχθεί σε νωθρά, βίαια, εξαρτημένα έμβια. Είναι σαν να καθόμαστε σε έναν καναπέ με ωρολογιακό μηχανισμό αόρατων ινών, την ώρα που πλησιάζει η έκρηξη που θα μας κολλήσει στους τοίχους σαν χαλκομανίες.

Εποχή σκληρότητας ή μαλθακής σκέψης;

Είτε το ένα είτε το άλλο, το φορτίο της ασήκωτο. Ο κόσμος έπαψε να μας μαγεύει και να μαγεύεται, ο ψηφιακός χρόνος ταχύτερος, δεν μας επιτρέπει να επιστρέφομε συγκινησιακά στις γόνιμες στιγμές μήτε να βιώνομε ανεμπόδιστα την εφηβεία της ωριμότητας. Μην γελάτε, υπάρχει και αυτή η εφηβεία, όπως υπάρχει η άφθαρτη αύρα βιωμένου χρόνου που λαμπρύνει τη μορφή μας όποτε νιώθομε έντονα μια τρυφερή περασμένη μας στιγμή. Όμως οφείλομε επιστροφή στην ηθική, στο αναγκαίο στάσιμο, στην τρυφερή αναπόληση.

Εχετε γράψει για τη σκοτεινή πλευρά της φωτογραφίας. Υπάρχει;

Ναι, υπάρχει. Φανταστείτε το φιλμ που δεν έχει εμφανιστεί, δεν είναι καταδικασμένο στο σκοτάδι; Δεν υπάρχει έργο ούτε καλλιτέχνης που να μην έχει τη σκοτεινή του πλευρά, άλλωστε το φως υπάρχει χάριν του σκότους.

Υπάρχει κάτι που δεν έχετε φωτογραφίσει και σας προκαλεί να το πράξετε;

Σταματά ο διψασμένος να πίνει γάργαρο νερό αν δεν ξεδιψάσει; Και φυσικά θα φύγω από τούτη τη ζωή πικραμένος, όπως τόσοι άλλοι, γιατί δεν πρόλαβα να κάνω εκείνο και εκείνο. Ξέρετε ποια ήταν η απάντηση του Μπουνιουέλ στην ερώτηση του Λε Καριέ «Τι έχεις να πεις για τη ζωή;»; «Merde-Σκατά», τι άλλο να πω εγώ; Εντάξει, δεν φωτογράφισα το Σινικό Τείχος, δεν φταίω εγώ γι’ αυτό.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL