Λίγα είναι τα ονόματα του ελληνικού ροκ που αγαπήθηκαν τόσο πολύ σε βάθος χρόνου από διαφορετικές γενιές όσο οι Πυξ Λαξ. Η καλοκαιρινή περιοδεία του συγκροτήματος, μετά το Καλλιμάρμαρο (25/5), την Πάτρα (1/6) και τη Θεσσαλονίκη (8/6), θα κάνει και μια στάση στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού, την Πέμπτη 27 Ιουνίου, στο πλαίσιο των Rockwave Nights. Ο Φίλλιπος Πλιάτσικας, λίγο πριν από την έναρξη της περιοδείας, μίλησε για τη συγκολλητική ουσία της μουσικής τους με το κοινό, την τεθλασμένη γραμμή της 35χρονης πορείας τους και το πώς έχει αποτιμήσει το πολυκύμαντο αλλά, κυρίως, ένδοξο παρελθόν
Μετά την επανασύνδεσή σας το 2018 με κάθε νέα περιοδεία φαίνεται ότι η επιθυμία του κοινού να σας δει αυξάνεται αντί να φθίνει.
Βλέπουμε στο κοινό μας την ίδια δίψα. Οι Πυξ Λαξ ήταν ένα μουσικό όχημα που φτιάχτηκε από δυο ανθρώπους, όμως τα τραγούδια που κάναμε συνόδεψαν τις ζωές πολλών ανθρώπων. Το 2004 που σταματήσαμε ήμασταν 14 χρόνια μπάντα και μετά ακολουθήσαμε προσωπικές πορείες για άλλα 14 χρόνια, μέχρι το 2018. Όλο αυτό το διάστημα εξελιχθήκαμε σαν άνθρωποι. Στο ξεκίνημά μας είχαμε τη φρεσκάδα της νιότης, αλλά είχαμε και μια θολούρα στο μυαλό μας από ροκ μυθολογίες και αξίες που υποτίθεται ότι έπρεπε να τιμήσουμε. Είχαμε και θολούρα κι απ’ τις ουσίες. Πολλές φορές δεν βιώναμε στο μεγαλείο του ένα γεγονός, αλλά μέσα από το μούδιασμα των ουσιών. Όμως σήμερα η δίψα για το ταξίδι παραμένει, ευτυχώς.
Εξελιχθήκατε και σίγουρα γίνατε καλύτεροι μουσικοί. Πώς προσεγγίζετε σήμερα, ως έμπειροι, εκείνες τις πιο απλές ακουστικές μπαλάντες του ’90 που ήσασταν άγουροι μουσικοί;
Εμείς δεν υπήρξαμε ποτέ σπουδαίοι μουσικοί ή δεξιοτέχνες. Αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή, καθώς προσωπικά ένιωθα από νωρίς ότι στο τραγούδι είναι πολύ σημαντικός και ο λόγος. Όταν κάποιος αισθάνεται τραγουδοποιός που θέλει και έχει να πει πράγματα, τότε πρέπει να μοιράσει τον χρόνο και τη φροντίδα του τόσο στη μελωδία όσο και στον στίχο. Φυσικά, με τα χρόνια έρχεται και η εμπειρία και μάθαμε να παίζουμε καλύτερα. Όμως εμείς αναζητούμε τη μεγαλοσύνη των τριών ακόρντων. Αυτό ήταν το μεγαλείο πολλών μεγάλων συγκροτημάτων. Στην Ελλάδα όταν κάποιος θέλει να κατακρίνει κάποιον μουσικά, τον κατηγορεί γι’ αυτό ακριβώς, για το ότι δεν είναι δεξιοτέχνης και παίζει με τρία ακόρντα, όταν το δύσκολο είναι να βρεις εκεί ακριβώς την ουσία. Βέβαια, είναι δύσκολο να γράψουμε τέτοια τραγούδια πια γιατί δεν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο.

Στον Λυκαβηττό θα δείτε νέα παιδιά στο κοινό, που όχι μόνο δεν είχαν γεννηθεί όταν ξεκινούσατε, αλλά ούτε καν στην πρώτη σας διάλυση. Πόσο εντυπωσιακό είναι εκείνα τα τραγούδια που γράφτηκαν τότε να θρέφουν τα ειδύλλια ή τους χωρισμούς των σημερινών εφήβων;
Είναι ακραία εντυπωσιακό, συγκινητικό και πολύ τιμητικό. Πέρσι στον Λυκαβηττό παίξαμε δύο βραδιές, όπου η πλατεία ήταν γεμάτη πιτσιρικάδες που ταυτίζονταν με μια μπάντα 35 χρόνων. Και είναι απίστευτο δώρο να τους βλέπουμε να συμπεριφέρονται όπως ακριβώς το κοινό μας του ’90. Λες και έχουν πάει σε ένα κρυφό σχολειό και έχουν μάθει πώς ακριβώς συμπεριφέρονταν οι προηγούμενες γενιές και κάνουν τα ίδια. Κάπως έτσι δικαιώνεται και ο Μάνος Ξυδούς, που έλεγε ότι το σημαντικό για ένα τραγούδι είναι να μπορεί να ακούγεται μετά από 30 χρόνια. Τότε είναι λαϊκό, με την ευρεία έννοια του όρου. Και είναι σημαντικό να γράψεις έστω ένα αληθινά λαϊκό τραγούδι.
Το μεγάλο πλεονέκτημα των Πυξ Λαξ νομίζω πως δεν είναι ούτε οι μελωδίες ούτε η μουσική. Νομίζω ότι είναι η δύναμη του singalong, του να τραγουδάμε όλοι μαζί.
Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Αυτό που μπορώ να πω ο ίδιος για την απήχηση της μουσικής μας είναι ότι έχει πετύχει γιατί επικαλείται με έντονο τρόπο το συναίσθημα. Δεν είναι οι μελωδίες μας ούτε η ομορφιά των τραγουδιών ούτε η ικανότητά μας ως μουσικοί ούτε οι ωραίοι στίχοι. Είναι ο άμεσος τρόπος που απευθύνεται στο συναίσθημα και το προκαλεί. Γι’ αυτό ζει ακόμη.
Θα σου επισημάνω και το μεγάλο ατόπημα κατά τη γνώμη μου. Η τελευταία ζωντανή ηχογράφησή σας είχε τίτλο «Τέλος». Ήταν λάθος τίτλος γιατί έβαζε ταφόπλακα σε μια πορεία και το reunion, όσο ευπρόσδεκτο κι αν ήταν, έμοιαζε με αθέτηση υπόσχεσης. Έτσι άρχισε η αποδόμηση γύρω από την «τελευταία συναυλία» που έβλαψε τη φήμη σας.
Θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σου. Το «Τέλος» ήταν ένας λάθος τίτλος γιατί δεν αισθανόμασταν ότι τελείωναν οι σχέσεις μας. Ήταν μια πολύ κουρασμένη περίοδος και θέλαμε να βάλουμε ένα τέλος σε αυτό που συνέβαινε, στην κόπωση των 176 live κάθε χρόνο. Οι Πυξ Λαξ ήταν πάντα μια χειμαρρώδης μπάντα και σαν άνθρωποι κάναμε του κεφαλιού μας. Διεκδικούμε, όμως, το δικαίωμα να αλλάζουμε ενίοτε και γνώμη. Όμως το φαινόμενο της τελευταίας συναυλίας δεν συνέβη εκεί, είχε ξεκινήσει από πριν. Θα σου πω ότι από το 1996 και μετά όπου έπαιζαν οι Πυξ Λαξ δεν μπορούσε να εμφανιστεί κανένας άλλος πριν ή μετά. Αυτό δημιούργησε μια τάση σε άλλους συναδέλφους και καλλιτέχνες του κυκλώματός μας να θέλουν να διαλυθούν οι Πυξ Λαξ. Οτιδήποτε συνέβαινε, δηλαδή, μεταξύ μας, κάτι απλό που ειπώθηκε μεταξύ ανθρώπων που παίζουν 200 μέρες τον χρόνο μαζί, έπαιρνε άσχημες διαστάσεις και έβγαινε μια φήμη για την τελευταία περιοδεία μας. Ξεκάθαρα αυτό γινόταν από φθόνο. Και με στεναχωρεί ότι άνθρωποι που θαυμάζω το έργο τους είναι μεγάλοι ως καλλιτέχνες και μικροί ως άνθρωποι. Όταν, όμως, αποφασίσαμε να ξαναβρεθούμε, ο κόσμος κατάλαβε το αυτονόητο: ότι δύο άνθρωποι που έφτιαξαν ένα γκρουπ πριν δεκαετίες στο Μενίδι τους αρέσει ακόμα να παίζουν μαζί. Αντί, όμως, αυτοί να μελετήσουν το φαινόμενο μιας μπάντας που γέμισε το ΟΑΚΑ, ώστε να το κάνουν και άλλα νέα γκρουπ που είναι ενδεχομένως πιο ταλαντούχα -γιατί δεν μπορεί μόνο σε δύο τύπους από το Μενίδι να άξιζε αυτό-, κολλάνε στον φθόνο και στη μικρότητα της τελευταίας συναυλίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ενώ τραγουδάει μόνο ο Στόκας, κάνεις το βήμα και παίρνεις το μικρόφωνο και έτσι απογειώνεται η μπάντα.
Αυτό οφείλεται καθαρά στον Μάνο Ξυδούς. Εγώ έβλεπα μικρόφωνο και έμενα 15 μέτρα μακριά. Ήταν ο μέντοράς μας σε μια εποχή που δεν ξέραμε τι μας γινόταν. Εμείς ξεκινήσαμε με μια μπαλάντα του θανατά, που λεγόταν «Πεθαίνω Ξανά», ένα τραγούδι που δεν το πιστεύαμε ούτε οι ίδιοι. Ο δεύτερος δίσκος μας, που είχε το «Πούλα με», πήγε άπατος. Η ΕΜΙ ήθελε να μας δώσει απαλλακτικό και μπήκε μπροστά ο Ξυδούς και κάναμε και επόμενο δίσκο, και έγινε εκ των υστέρων επιτυχία το τραγούδι, και το παίζουμε μέχρι και σήμερα. Ενώ είχαμε, λοιπόν, τον Στόκα που μπορούσε να πει τα πάντα, ο Μάνος με είχε ακούσει στις πρόβες και είπε ότι αν προσθέσουμε και το δικό μου στιλ, θα ανοίξει η βεντάλια μας. Γιατί ήμασταν μια πολυσυλλεκτική μπάντα, μια πολύχρωμη κολεκτίβα, όπως λέγαμε. Και από αυτό τον δίσκο άρχισε το φαινόμενο των sold-out. Όταν βγήκε μετά η «Στίλβη», χάθηκε η μπάλα. Εκεί συνέβησαν και πράγματα άσχημα. Θυμάμαι το Rockwave εκείνης της χρονιάς στη Φρεαττύδα, όταν έπαιζαν και ο Cave και οι Τρύπες. Ήμασταν headliners την πρώτη μέρα και πριν από εμάς έπαιζε μια υπέροχη καλλιτέχνιδα, η Natacha Atlas, που έτυχε ένα τραγούδι της να το διασκευάσει ένας σταρ της εποχής, ο Τριαντάφυλλος. Μας ζήτησαν να ανέβουμε εκτάκτως μισή ώρα νωρίτερα γιατί της είχαν ρίξει αυγά και πέτρες. Θυμάμαι να βλέπω τη γυναίκα να την κρατάνε οι άνθρωποί της και να φεύγει κλαίγοντας, έχοντας πάνω της ντομάτες και αυγά. Όταν ανεβήκαμε εμείς, έγινε χαλασμός, κόντεψαν να πέσουν τα ηχοσυστήματα από τον παλμό, αλλά αυτή ήταν μια συναυλία που εγώ δεν τη χάρηκα καθόλου. Είχα διαρκώς την εικόνα αυτής της γυναίκας που ήρθε να παίξει μουσική και της επιτέθηκαν.
Οι προσωπικές σας καριέρες και τα περιφερειακά σχήματα (ΟΝΑΡ) τροφοδοτούνται μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία ή αποτελούν παράλληλες πραγματικότητες;
Αυτό είναι δύσκολο να απαντηθεί. Η ανάγκη που γέννησε τις προσωπικές μας πορείες ήταν ο κορεσμός που ήρθε στο συγκρότημα, κάτι που φάνηκε πολύ στους δύο τελευταίους μας δίσκους, ας είμαστε ειλικρινείς. Ήταν η σωστή επιλογή. Σήμερα που ξαναπαίζουμε ο κόσμος τα αντιμετωπίζει όλα σαν μέρη ενός συνόλου. Σαν το δέντρο να είναι οι Πυξ Λαξ και οι παραφυάδες του είναι αυτά που κάνω εγώ ή αυτά που κάνει ο Μπάμπης, μιας και ο Μάνος δεν υπάρχει πια. Τώρα πια μπορώ να δω τα πράγματα απ’ έξω και από απόσταση. Με αυτά που έχουμε ζήσει, έχω ξεπεράσει την όποια ματαιοδοξία και ναρκισσισμό που έχουν οι καλλιτέχνες. Και όλα συνδέονται και δένουν. Για παράδειγμα, γνώρισα τη Μαρίνα Σπανού όταν έβγαζε τραγούδια μόνη της και της ζήτησα να κάνουμε ένα τραγούδι μαζί, που λέει ότι θα «ανθίσουμε πάλι στης ψυχής μας το ναυάγιο». Όταν υπάρχει τέτοιο ταλέντο όπως της Μαρίνας, το έχει ανάγκη ο κόσμος σαν το δροσερό νεράκι μετά από ξηρασία.