Ο μονόλογος του Γάλλου Νταβίντ Λελέ-Ελό με τον ασυνήθιστο τίτλο «Όταν μεγαλώσω, θα γίνω Νάνα Μούσχουρη!» μας αφηγείται με ειλικρίνεια, χιούμορ και ανθρωπιά την αληθινή ιστορία του, τα εφηβικά του χρόνια σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας τη δεκαετία των ’80s, τη διαφοροποίησή του από τους συνομηλίκους του και την αγάπη του για τις μεταμφιέσεις. Στα δεκατέσσερα χρόνια του τον μάγεψε η φωνή της Νάνας Μούσχουρη όταν την άκουσε για πρώτη φορά στην τηλεόραση. Η Ελληνίδα τραγουδίστρια, που μεσουρανούσε τότε στη Γαλλία, έγινε ίνδαλμά του, φάρος και οδηγός του προκειμένου να βρει τον πραγματικό του εαυτό. Για να γίνει, όμως, αληθινό το όνειρό του, σκόνταφτε σε κάποιες λεπτομέρειες: Δεν ήταν Έλληνας, δεν φορούσε γυαλιά, δεν ήξερε να τραγουδάει και επιπλέον ήταν αγόρι. Ωστόσο, η επιμονή του να μην εγκαταλείπει το όνειρό του τον βοήθησε να βρει στο τέλος αυτό που πράγματι ήταν ο ίδιος. Τη στιγμή ακριβώς που άγγιζε την εκπλήρωση του πόθου του, να γίνει η Νάνα Μούσχουρη, μόλις ντύθηκε την αστραφτερή τουαλέτα της και πήρε στα χέρια του το μικρόφωνο, κατάλαβε ότι δεν ήταν η Νάνα Μούσχουρη, αλλά είχε γίνει εντέλει... αυτός που πάντοτε ήταν.
Το έργο του Γάλλου συγγραφέα δεν είναι άλλη μία, λίγο-πολύ συνηθισμένη, τρανς ιστορία, αλλά μας περιγράφει με ακρίβεια έμπειρου ψυχαναλυτή τις μεταμορφώσεις ενός έφηβου που πρέπει να περάσει πρώτα πολλές και διαφορετικές μεταβατικές φάσεις, όπως η μεταμφίεση με τα ρούχα του αντίθετου φύλου, προκειμένου να αφήσει πίσω του την ταυτοτική προσήλωση στη μητρική ή στην πατρική μορφή και να διεκπεραιωθεί στην αληθινή, ώριμη έμφυλη ταυτότητά του. Επειδή στη ζωή, λαμβάνοντας υπόψη και τις κοινωνικές συνθήκες, συνήθως «γινόμαστε αυτό που είμαστε». Όχι το αντίθετο, «είμαστε αυτό που γινόμαστε», όπως ισχυρίστηκε επιπόλαια ένας πικρόχολος, μικρόψυχος φιλόσοφος των μίζερων καιρών μας, πείθοντας ατυχώς πολλούς να τον ακολουθήσουν, με συνέπεια την ομαδική υστερία και θλίψη. Οι αρχαίες μυητικές κοινωνίες έλυναν το πρόβλημα με τις συλλογικές μυητικές τελετές «διάβασης» των εφήβων. Οι σύγχρονες συσσωρευτικές κοινωνίες έχουν λησμονήσει αυτόν τον τρόπο. Το θεατρικό έργο του Νταβίντ Λελέ-Ελό έρχεται ευτυχώς να μας τον θυμίσει. «Εγώ δεν μεταμφιέζομαι» μας λέει στην τελευταία του ατάκα ο νεαρός μας ήρωας. «Η μεταμφίεση δεν είναι παιδικό παιχνίδι, είναι η μεταμόρφωση προς την ενηλικίωση».
Στο Θέατρο Σταθμός του Μεταξουργείου, που εξελίσσεται γοργά σε έναν σταθμό δημιουργίας, ο σκηνοθέτης Ελισσαίος Βλάχος -που υπογράφει επίσης τη δραματουργική επεξεργασία- συλλαμβάνει καίρια το έργο και αποφεύγει την παγίδα της ηθογράφησης. Δεν μένει στην επιφάνεια, αλλά φωτίζει το βάθος, χωρίς ευκολίες και χωρίς τις τετριμμένες ρητορικές του συρμού, σε ένα κατακτημένο μεταβατικό μεικτό, δημιουργικό ύφος, ανάμεσα σε σοβαρή κωμωδία και σε γελαστικό δράμα. Η μετάφραση της Αγγελικής Βουλουμάνου, σε ρέουσα γλώσσα, διατηρεί ζωντανούς όλους τους χυμούς του έργου και αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της σκηνοθεσίας.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης, έξοχος μονολεκτικά στον μοναδικό αλλά πολυδύναμο ρόλο του έφηβου Μιλού, παίζει συγχρόνως όλους τους άδηλους, κρυπτόμενους, αφανείς εν δυνάμει ρόλους του έργου, σύνθετα και απλά μαζί, σε πλήρη υποκριτική ωριμότητα, ξεδιπλώνοντας με τρόπο θαυμαστό όλες τις μεταμορφωτικές ικανότητές του. Χαίρεται κανείς να τον βλέπει.
Η κινησιολογία-χορογραφία της Ματίνας Κωστιάνη είναι άψογη, τα σκηνικά-κοστούμια από τη Σεμίραμι Μοσχοβάκη λειτουργικά. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση και επιμέλεια του Νίκου Κολλάρου δένουν αρμονικά με το σύνολο και οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη υπηρετούν άριστα το «παιχνίδι».