Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
19.3°C22.3°C
4 BF 62%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ασθενής ομίχλη
15 °C
13.6°C16.1°C
3 BF 88%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
19 °C
18.8°C27.0°C
6 BF 76%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
29 °C
27.1°C29.8°C
4 BF 33%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
18 °C
17.9°C17.9°C
3 BF 84%
Μάικλ Κόλινς / Το «Γελαστό παιδί» έχει τη δική του ιστορία
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Μάικλ Κόλινς / Το «Γελαστό παιδί» έχει τη δική του ιστορία

1332237FB_IMG_1680863387405.jpg

ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή

σκοτώσαν οι δικοί μας/ οι εχθροί μας/ οι φασίστες το γελαστό παιδί

Ποιο είναι το «γελαστό παιδί» που μνημονεύουμε κάθε φορά όταν σιγοτραγουδούμε τη μελωδία του Μίκη Θεοδωράκη στις πορείες του Πολυτεχνείου, στις μαραθώνιες πορείες ειρήνης, στις διαδηλώσεις μνήμης του Παύλου Φύσσα, του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου; Ποια είναι η ιστορία αυτού του τραγουδιού που έκανε ένα μυστηριώδες ταξίδι από την Ιρλανδία στην Ελλάδα για να μετατραπεί από «Laughing boy» σε «Γελαστό παιδί» και να γίνει σύνθημα πάνω στο φέρετρο του Παύλου Φύσσα; Πώς παραμένει επίκαιρο ένα ποίημα-τραγούδι που πέταξε σαν πουλί από τον Ατλαντικό πριν 100 χρόνια και προσγειώθηκε στη Μεσόγειο, χωρίς να γνωρίζουμε το υπόλοιπο του ταξιδιού στον χρόνο; Πώς συνδέει ως κόκκινη κλωστή τον απελευθερωτικό αγώνα του IRA, τον αγώνα της ανεξαρτησίας του κυπριακού λαού και των Ελλήνων ενάντια στο παρακράτος που δολοφονεί τον Γρηγόρη Λαμπράκη και ενάντια στη Χούντα των συνταγματαρχών; Γιατί παραμένει ύμνος στην ελευθερία, στα ανθρώπινα δικαιώματα, καθολικό και όχι εθνικό, «σπάζοντας» σύνορα και έθνη; Πώς ένα τραγούδι που γράφτηκε στα αγγλικά από έναν νεαρό Ιρλανδό που ύμνησε την ανεξαρτησία της χώρας του ντύνεται με λέξεις ελληνικές από τον Βασίλη Ρώτα, αλλάζει μουσική από τον Μίκη Θεοδωράκη αλλά παραμένει ίδιο;

Ολες οι απαντήσεις δόθηκαν από Ιρλανδούς δημιουργούς και καταγράφηκαν στο ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με τίτλο «Το γελαστό παιδί - The laughing boy». Αξίζει να καταγραφεί ότι η έρευνα-ιχνηλάτηση της πορείας του τραγουδιού από τον Ιρλανδό ποιητή και σεναριογράφο Theo Dorgan, αλλά και τον σκηνοθέτη Άλαν Γκίλσεναν ξεκινάει από την ελληνική εκδοχή του «Γελαστού παιδιού» για να φτάσει στο ιρλανδικό πρωτότυπο. Αυτή είναι η συμβολή και το μεγαλείο του Μίκη Θεοδωράκη που το έκανε παγκόσμιο. Αυτό έμεινε στη μουσική ιστορία και αυτό τραγουδιέται. Αναζητώντας τον μίτο του τραγουδιού, οι δημιουργοί συνυφαίνουν τις ιστορίες της Ελλάδας και της Ιρλανδίας, τα κοινά τους τραύματα και τους κοινούς αγώνες.

Η ιστορία

Η παραγωγός του ντοκιμαντέρ Kathrin Baird, παθιασμένη με ό,τι ελληνικό, μίλησε στους Ιρλανδούς δημιουργούς για την ιστορία του τραγουδιού και έτσι ξεκίνησε η έρευνα. Η ζωή του ποιήματος-τραγουδιού αρχίζει το 1936 στην Ιρλανδία και μέχρι σήμερα συγκινεί και εμπνέει. Το «Γελαστό παιδί» είναι ο Ιρλανδός επαναστάτης, εμβληματική μορφή του IRA, ο Μάικλ Κόλινς, ο οποίος σκοτώθηκε 100 χρόνια πριν, πολύ νέος, στα καλύτερά του, τη στιγμή που τα πράγματα θα έμπαιναν σε μια τροχιά, και μάλιστα όχι από σφαίρα Εγγλέζου, αλλά με έναν σαιξπηρικό τραγικό τρόπο, από το βόλι Ιρλανδού ελεύθερου σκοπευτή, δηλαδή «δικού του πρώην συντρόφου». Ήταν η μορφή του Ιρλανδού που συνόψιζε την ελπίδα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Μυθική μορφή, που το 1920 τον αποκαλούσαν «Ο κακός της Ιρλανδίας», «ο άνδρας που θα ρίξει την αυτοκρατορία». Δημοκρατικός, ανοιχτόκαρδος, ξέγνοιαστος, ειλικρινής στρατιώτης, ατρόμητος, παθιασμένος, χαρισματικός, η επιτομή του ήρωα της ανεξαρτησίας. Ο Μ. Κόλινς συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συμφωνίας για την κατάπαυση του πυρός με την Αγγλία, όπου το 1/9 της πιο εύφορης γης παρέμεινε στη βρετανική αυτοκρατορία. Αυτό πυροδότησε έναν μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο. Η μορφή του Μ. Κόλινς συγκίνησε τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Brendan Behan, ο οποίος έγραψε το 1936, μόλις 13 ετών, αυτό το μοιρολόι «που είναι η ατέρμονη ιστορία των φτωχών, η αναπόληση της παλιάς Ιρλανδίας», όπως λέει στο ντοκιμαντέρ ο Ντες Γκέρατι, μουσικός και στενός φίλος της οικογένειας του Behan.

O τίτλος δόθηκε από τη μητέρα του ποιητή Behan, την Καθλίν, που γνώριζε προσωπικά τον Μ. Κόλινς, ο οποίος της έδωσε χρήματα όταν ήταν απένταρη, έγκυος στον ποιητή, καθώς ο σύζυγός της, σύντροφος του Κόλινς, ως μαχητής της ανεξαρτησίας, ήταν στην φυλακή. Η οικογένεια δεν ξέχασε ποτέ τη γενναιοδωρία αλλά και το χαμόγελο του Κόλινς, αντιθέτως τα μεταβόλισε σε τραγούδι. Το τραγούδι αυτό το συμπεριέλαβε πολλά χρόνια αργότερα ο Behan σε ένα θεατρικό έργο με τίτλο «Ένας όμηρος», όπου ένας στρατιώτης του βρετανικού στρατού κρατείται αιχμάλωτος σε οίκο ανοχής στο Δουβλίνο. Η ιστορία γεννήθηκε σε προγενέστερο έργο του Behan με τίτλο «An Giall» στα ιρλανδικά, που αργότερα έγινε θεατρικό στα αγγλικά ως «Ένας όμηρος». Ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας το 1948 μένει απένταρος και έτσι αποφασίζει να ξαναχτίσει τη ζωή του ως επαγγελματίας συγγραφέας σε άλλους τόπους. Δουβλίνο, Λονδίνο, Παρίσι, οι σταθμοί της ζωής του και της επίμαχης θεατρικής παράστασης.

Στο Παρίσι ζει τον ίδιο χρόνο που ζει εξόριστος και ο Μίκης Θεοδωράκης. Όμως δεν συναντήθηκαν ποτέ. Οι δημιουργικές ψυχές τους συναντήθηκαν πολλά χρόνια αργότερα, το 1962, όταν η φήμη του θεατρικού έργου φτάνει και στην Αθήνα. Σκηνοθέτης, ο Λεωνίδας Τριβιζάς, μεταφραστής, ο Βασίλης Ρώτας, μουσική σύνθεση, Μίκης Θεοδωράκης. Το τραγούδι παίρνει νέα ζωή, συγκινεί γιατί ταυτίζεται με τον αγώνα των Κυπρίων για ανεξαρτησία από τους Άγγλους. Βρήκαν παράλληλες διαδρομές με τον αγώνα των Ιρλανδών. Οι άνθρωποι έχουν τα ίδια συναισθήματα, έχουν τις ίδιες ελπίδες.

Σημείο καμπής, η δολοφονία του Λαμπράκη

«Μόνο η αρμονία είναι η αληθινή σωτηρία» λέει ο σεναριογράφος του ντοκιμαντέρ. Σημείο καμπής για το τραγούδι είναι η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Το πνεύμα του πολιτικού στοιχειώνει το τραγούδι. Ο Μ. Θεοδωράκης το αφιερώνει στον δολοφονημένο γιατρό και μαραθωνοδρόμο. Το εμβληματικό τραγούδι, που ακούγεται στην ταινία «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού και του Κώστα Γαβρά, έχει τη δική του ιστορία, καθώς ο μουσικοσυνθέτης βρίσκεται υπό περιορισμό στη Ζάτουνα και δίνει την έγκρισή του με συνωμοτικό τρόπο, γράφοντας το «ναι» σε ένα πακέτο τσιγάρα.

Ο στίχος «σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί» που αφορά τον Μ. Κόλινς γίνεται «σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί» μετά τη δολοφονία του Γ. Λαμπράκη, για να μετεξελιχθεί σε «σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί» όταν γίνεται αναφορά στις δολοφονίες της Χούντας των νέων παιδιών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. 1974: Η ιστορική συναυλία της Μεταπολίτευσης στο Στάδιο Καραϊσκάκη με τη Μαρία Φαραντούρη μπροστά να τραγουδά μαζί με χιλιάδες Αθηναίους το «Γελαστό παιδί» υπό τη διεύθυνση του Μ. Θεοδωράκη, ενώ στη σκηνή βρίσκονται Νταλάρας, Μητσιάς, Καλογιάννης. Πού να φανταστεί ο Ιρλανδός Behan ότι το τραγούδι του θα συγκλόνιζε δεκαετίες μετά χιλιάδες Έλληνες σε ένα στάδιο; Άλλα λόγια, άλλη γλώσσα, άλλη μουσική, όμως το ίδιο πάθος. «Η ιδέα του αιώνιου υπέρμαχου της ελευθερίας, αυτών που μάχονται ενάντια στην τυραννία, στη μικροψυχία, εκφράζεται μέσα από το τραγούδι και είναι αυτό που ξεπερνά τις διαφορές των λαών, την Ιστορία τους, τον πολιτισμό τους. Είναι αυτό που ενώνει» ο εύστοχος σχολιασμός του Ιρλανδού ποιητή και σεναριογράφου Theo Dorgan που βρέθηκε στην Αθήνα.

Ποιοι μιλάνε στο ντοκιμαντέρ

Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε σε Ιρλανδία, Ελλάδα, Γαλλία, ξεδιπλώνει τις ζωές του B. Behan, του Μ. Κόλινς, του Μ. Θεοδωράκη. Στην ταινία συμμετέχουν με συνεντεύξεις τους οι Μ. Φαραντούρη, Γιώργος Αρχιμανδρίτης, Gail Holst, Ροβήρος Μανθούλης, Παντελής Μπουκάλας, Παντελής Βούλγαρης, Ανδρέας Μαράτος, Άννα Καρακατσούλη, Αλέξανδρος και Αθηνά Ψυλλιά, Χρυσούλα Κεχαγιόγλου, Μανώλης Γαλιάτσος, Anne Dolan, Cliona Ni Riordain, Andy Irvine, Donal Lunny κ.ά., και ακούγεται μια πλειάδα εξαιρετικών Ελλήνων και Ιρλανδών μουσικών. Η μουσική επένδυση είναι της Ελένης Καραΐνδρου. Βραβευμένη ήδη στα Φεστιβάλ του Μπέλφαστ και της Θεσσαλονίκης, είναι διαθέσιμη με αγγλικούς υπότιτλους στην πλατφόρμα του τηλεοπτικού δικτύου TG4 και θα παρουσιαστεί σε άλλα φεστιβάλ της Ελλάδας αλλά και σε σχολικές αίθουσες.

«Το γελαστό παιδί»: Ιστορία ενός αινίγματος

Του Σωκράτη Καμπουρόπουλου

Οταν ο Μίκης Θεοδωράκης έρχεται από το Παρίσι στην Ελλάδα, στις αρχές του ’60, είναι ένα πολυσυζητημένο όνομα στον χώρο της σύγχρονης μουσικής (με κορυφαία στιγμή το μπαλέτο «Αντιγόνη», που παίζεται το 1959 στο Covent Garden με τη Μαργκότ Φοντέιν και τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ) και ένας ταλαντούχος συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής («Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε» και «Νύχτα γάμου» του Μάικλ Πάουελ, «Φαίδρα» του Ζιλ Ντασέν, «Les amants de Teruel» του Ρεϊμόν Ρουλό, «Ηλέκτρα» και «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη κ.ά.). Έχει αποκρυσταλλωθεί όμως μέσα του μια αλλαγή: η επιθυμία να συνθέσει «έντεχνο λαϊκό τραγούδι», στο οποίο θα συνδέει στοιχεία της έντεχνης μουσικής με το λαϊκό τραγούδι και την ελληνική ποίηση δημιουργώντας «μια μουσική δεξαμενή για να πίνει ελεύθερα όλος ο λαός», όπως λέει. Το 1958 διαβάζει στο εξωτερικό τον «Επιτάφιο» που του έστειλε ο Ρίτσος και η σκέψη του «γεμίζει με μουσική». Παρακάμπτοντας τους καλλιτεχνικούς του ενδοιασμούς, ηχογραφεί το έργο στην Αθήνα το ’60, με ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη, παρά τις επιφυλάξεις του Χατζιδάκι - το πρώτο από 78 κύκλους τραγουδιών ή από περίπου 1.000 τραγούδια, από την «Όμορφη πόλη» έως το «Άξιον εστί». Είναι η εποχή που ο νεαρός Λεωνίδας Τριβιζάς, επικεφαλής ενός θιάσου ηθοποιών-μαθητών του Κάρολου Κουν (Νέλλη Αγγελίδου, Κώστας Μπάκας, Τασσώ Καββαδία κ.ά.), του προτείνει να γράψει τη μουσική για τα τραγούδια της παράστασης του «Ένας όμηρος» του Μπρένταν Μπίαν, που έχει μεταφράσει ο Βασίλης Ρώτας, το 1962. Έτσι γεννιέται, ανάμεσα στα τραγούδια του κύκλου, «Το γελαστό παιδί».

«Το τραγούδι είναι μια μορφή τέχνης που απευθύνεται στην καρδιά» γράφει ο ποιητής Theo Dorgan. «Είναι ένα πουλί που, αν το αφήσεις, δεν ξέρεις πού θα προσγειωθεί». «Το γελαστό παιδί» σύντομα αυτονομείται από το θεατρικό έργο και, με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη στη θέση της Ντόρας Γιαννακοπούλου, γίνεται σύμβολο μιας γενιάς που αγωνίστηκε και είδε να χάνονται ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, οι φοιτητές του Πολυτεχνείου κ.ά. Το 1969 περνάει μαζί με τον «Αντώνη» του «Μαουντχάουζεν» στη μουσική του «Ζ» του Γαβρά, που κερδίζει το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες και το Όσκαρ Ξένης Ταινίας μέσα σε αποθέωση. Είναι η εποχή που, μετά τη φυγή του στη Γαλλία, ο Μίκης αναδεικνύεται σε μορφή που αποκαλύπτει με τις συναυλίες του το πρόσωπο της Χούντας: περιοδεύει σε 18 χώρες μαζί με τη Φαραντούρη, τη Δημητριάδη, τον Καλογιάννη και τον Πανδή δίνοντας πάνω από 1.000 συναυλίες μπροστά σε εκατομμύρια θεατές. Είναι η εποχή του «Romancero gitano», της «Κατάστασης πολιορκίας», των «Τραγουδιών του αγώνα», του «Σέρπικο» και του «Canto general» (1974), όλων ηχογραφημένων έξω, απαγορευμένων στην Ελλάδα. Η μουσική του Μίκη συνεγείρει τα πλήθη στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Σκανδιναβία, στις ΗΠΑ, στο Μεξικό, στην Αργεντινή, στο Ισραήλ έως την Αυστραλία, συναντιέται με την αντίσταση κατά του Πινοσέτ και με το αντιπολεμικό κίνημα, χαράσσεται στη μνήμη της δεκαετίας του ’70 - σε όλον τον κόσμο.

Αντίθετα, η μουσική που συνέθεσε ο Μπίαν για το τραγούδι «The laughing boy» δεν περνάει ποτέ τα όρια του έργου «Ένας όμηρος» (1958). Αυτή ήταν η αφορμή για το γύρισμα του ντοκιμαντέρ «An buachaill gealghaireach / Το γελαστό παιδί» από τους Ιρλανδούς φίλους μας Alan Gilsenan, Theo Dorgan και Kathryn Baird: τι από την αρχική σύνθεση επιβιώνει στο τραγούδι των Ρώτα και Θεοδωράκη; Το τραγούδι του Μπίαν αναφέρεται στον ήρωα της Ανεξαρτησίας Μάικλ Κόλινς, που σκοτώθηκε από φίλια πυρά του ΙΡΑ: «Σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί». Πρόκειται για το ίδιο τραγούδι; Η ταινία, έναντι του «δανείου» μας αυτού, μας καλεί να κατανοήσουμε την ιστορία. Η αφήγηση στην ιρλανδική γλώσσα υπογραμμίζει τα κοινά δεινά της βρετανικής κυριαρχίας στους δύο λαούς. Ερευνά τις παράλληλες εκδοχές του ήρωα που αψηφά τον θάνατο γιατί αγαπάει τη ζωή στις δύο κουλτούρες. Αποτυπώνει την τραγική ειρωνεία της βίας στο έργο του Μπίαν, αλλά και τα προβλήματα της δημοκρατίας της χώρας μας, από τη δικτατορία έως τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Και παράλληλα, ως μουσικό ντοκιμαντέρ, εξερευνά τις σχέσεις ανάμεσα στην ελληνική και στην ιρλανδική παραδοσιακή μουσική.

* Ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος είναι μεταφραστής και ποιητής και υπήρξε σύμβουλος της ταινίας «The laughing boy»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL