Πόσα πράγματα ξέρουμε για τη λογοτεχνία της γειτονικής Βόρειας Μακεδονίας; Εν πολλοίς τίποτα ή ελάχιστα. Έρχονται όμως τώρα οι εκδόσεις Gutenberg με τη μετάφραση της τέταρτης συλλογής διηγημάτων της Ρούμενα Μπουζάροφσκα, με τον τίτλο «Ο άντρας μου», να μας συστήσουν μια πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική φωνή από τη γείτονα χώρα και να καταρρίψουν κάθε στερεότυπο που υποβάλλει ή επιβάλλει μυθολογημένες αναμονές. Η Μπουζάροφσκα, που γεννήθηκε στα Σκόπια το 1981, κατά το ήμισυ, από την πλευρά της μητέρας της, είναι ελληνικής καταγωγής. Είναι καθηγήτρια Λογοτεχνίας, μεταφράστρια των Τρούμαν Καπότε, Φλάνερι Ο’ Κόνορ, Τζον Μάξγουελ Κουτσί, Λιούις Κάρολ, εξαιρετικά ευαισθητοποιημένη σε ζητήματα έμφυλων διεκδικήσεων, πρωτοστατώντας στο κίνημα MeToo της χώρας της.
Οι ήρωές της κινούνται σε ένα άχρονο, δίχως τοπικά χαρακτηριστικά, περιβάλλον, πολύπλοκοι, αντιφατικοί, με βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις που σιγοτρώνε τις φαινομενικά ήσυχες, τακτοποιημένες ζωές τους, μετέωροι σε έναν κόσμο δίχως απόλυτες σταθερές, άπιστοι, αθεράπευτα εγωιστές, μοναχικοί και μόνοι. Και όλα αυτά είτε πρόκειται για τις πρωτοπρόσωπες γυναίκες αφηγήτριες των έντεκα διηγημάτων είτε για τους άντρες, συζύγους ή εραστές που τις περιβάλλουν. Από την πρώτη στιγμή γίνεται σαφές πως τα όρια ανάμεσα σε θύτες και θύματα είναι συγκεχυμένα. Πως όλοι οι ήρωες έχουν το ίδιο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό που διαμορφώνει την καθημερινότητα και εντέλει τη ζωή τους.
Δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι, γιατί σε έναν κόσμο ανισοτήτων, όπου οι άνθρωποι «ντύνονται» με ρόλους που άλλοι επινόησαν γι’ αυτούς, όπου τα στερεότυπα καθορίζουν τις συμπεριφορές και διαμορφώνουν ανελεύθερους ψυχισμούς, όλοι είναι χαμένοι τελικά. Οι γυναίκες ηρωίδες της Μπουζάροφσκα είναι ευάλωτες, καταπιεσμένες, ασφυκτικά περιορισμένες, πικρόχολες, ανελέητες, ανυπόφορα σκληρές πολλές φορές. Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο υπό το πρίσμα του ανθρώπου ο οποίος δεν είναι ευχαριστημένος με τις επιλογές του. Δεν έχει σημασία αν οι επιλογές είναι εκούσιες ή, με κάποιον τρόπο, ακούσιες. Είναι επιλογές. Και η ίδια η ζωή τους δεν είναι τίποτε άλλο από το απτό αποτέλεσμα αυτών των επιλογών.
Η Μπουζάροφσκα δεν κοιτάζει την πραγματικότητα μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες. Η ματιά της έχει ευθύτητα, ξεγυμνώνει τις καταστάσεις δίχως να καταφεύγει στην υπεκφυγή, χωρίς υπαινικτικότατα, με όπλα της την ειρωνεία, τον σαρκασμό και το χιούμορ, το οποίο πηγάζει κυρίως από τις γκροτέσκες καταστάσεις που ενίοτε περιγράφει. Ο γάμος είναι η αρένα. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ανταγωνιστικές. Ο καθένας προσπαθεί να επιβληθεί στον άλλον για να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες.
Η πατριαρχία έχει διαμορφώσει συνθήκες ανισότητας, όπου η μεγάλη πίεση που κατά βάση ασκείται στις γυναίκες έχει τον αντίκτυπό της σε αυτές τις σχέσεις. Οι ηρωίδες προσπαθούν να επανακαθορίσουν τον εαυτό τους μέσα σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει, να καταλάβουν ποια είναι η πηγή της δυσαρέσκειάς τους, από πού προέρχεται η ματαίωση που βιώνουν, τι είναι αυτό που πραγματικά επιθυμούν για τον εαυτό τους. Δεν διστάζουν να αδικήσουν προκειμένου να μην αδικηθούν. Βάζουν τους άντρες τους, συζύγους και εραστές, στο μικροσκόπιο, υπερτονίζουν τις αδυναμίες τους, τους ειρωνεύονται, αδυνατούν να νιώσουν επιθυμία γι’ αυτούς, όταν, σπανίως, νιώθουν και πάλι παρατηρούν τους εαυτούς σαν από απόσταση γιατί δεν μπορούν να αφεθούν.
Η μητρότητα δεν ενέχει θέσει ιερότητας. Είναι βάρος, άχθος, οδηγεί πολλές φορές σε πράξεις ανευθυνότητας, όπως στο διήγημα «Η Λίλι», όπου το παιδί «θυσιάζεται» στον βωμό μιας ακατανόητης καταπίεσης που οδηγεί σε απελπισμένη φυγή. Η απελπισία των ηρωίδων έτσι κι αλλιώς δεν κραυγάζει, έχει περισσότερο τη μορφή της ματαιότητας. Την παραδοχή πως ο κόσμος θα παραμείνει εσαεί μουντός, δίχως να χαρίζει και δίχως να χαρίζεται.
Ενα από τα ωραιότερα διηγήματα της συλλογής τιτλοφορείται «Σούπα», όπου μετά την απώλεια του συζύγου της η ηρωίδα δέχεται την επίσκεψη της μητέρας της. Με δυο-τρεις φράσεις, μέσα από καταστάσεις κοινότοπες και γνωστές, η συγγραφέας «αφηγείται» τη σύγκρουση μάνας-κόρης, δίνοντας όλη την γκάμα των συναισθημάτων που χαρακτηρίζει αυτή την τόσο ιδιαίτερη -ίσως και μία από τις δυσκολότερες- σχέση.
Αριστουργηματικό είναι και το «Σάββατο, πέντε το απόγευμα», όπου η ζωή του ζευγαριού χωράει και την αναίρεσή της, σε μια ατμοσφαιρική, απρόσμενη μέσα στη νοσηρότητά της, αφήγηση.
Με αιχμηρή, στακάτη, γρήγορη πρόζα -πολύ καλή η μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου-, με σύγχρονη ματιά πάνω σε σύγχρονους προβληματισμούς, δίχως αγκυλώσεις, δίχως να πέφτει σε μελοδραματισμούς, δίχως βαρύγδουπα συμπεράσματα, η Μπουζάροφσκα δεν φοβάται να καταγγείλει και να αναδείξει τις παθογένειες που προέρχονται από τη δομή της πατριαρχίας και οι οποίες επηρεάζουν εξίσου και τα δύο φύλα. Στον κόσμο της δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, ούτε θύτες και θύματα. Όλοι είναι ανθρώπινα πλάσματα, δέσμια καταστάσεων που τους υπερβαίνουν.
Rumena Buzarovska, «Ο άντρας μου»
Εκδ. Gutenberg
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
191 σελ. Τιμή: 12 ευρώ