Live τώρα    
11°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αραιές νεφώσεις
11 °C
9.6°C12.3°C
3 BF 81%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
12 °C
10.9°C12.6°C
2 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
12.0°C13.3°C
2 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
12.8°C15.4°C
2 BF 68%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
11 °C
10.9°C11.8°C
2 BF 82%
Sunda Arc / Πώς δημιουργείς χορευτική μουσική για ανθρώπους που δεν μπορούν να πάνε να χορέψουν;
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Sunda Arc / Πώς δημιουργείς χορευτική μουσική για ανθρώπους που δεν μπορούν να πάνε να χορέψουν;

132880344_S.jpg
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Γνωρίσαμε τους βρετανοκυπριακής καταγωγής αδελφούς Smart, τον σαξοφωνίστα Jordan και τον πιανίστα Nick, ως μέλη των Mammal Hands, του τρίο που συναποτελούν με τον φίλο τους ντράμερ Jesse Barrett. Με τους τέσσερις μέχρι τώρα δίσκους τους οι Mammal Hands (συνέντευξη των οποίων είχαμε δημοσιεύσει παλαιότερα στην ΑΥΓΗ) έχουν καταξιωθεί ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και ανανεωτικά σχήματα της νέας αγγλικής jazz σκηνής.

Οι αδελφοί Jordan και Nick Smart, όμως, είναι εξαιρετικά δημιουργικοί αλλά και παραγωγικοί, και έτσι, παράλληλα με τους Mammal Hands, διατηρούν και ένα δεύτερο σχήμα, το δίδυμο Sunda Arc, που είναι πολύ διαφορετικό από το πρώτο. Σε αυτό τον πρώτο λόγο έχουν τα ηλεκτρονικά μουσικά όργανα και η κατεύθυνση είναι πολύ πιο ρυθμική. Μετά το ντεμπούτο τους του ’20 «Tides», το δεύτερο album τους «Night lands» που κυκλοφόρησε προς τα τέλη της περσινής χρονιάς (από την έγκριτη και πολύ ενδιαφέρουσα εταιρεία Gondwana Records, όπως επίσης και οι δίσκοι των Mammal Hands) είναι μια τολμηρή ανάμειξη electronica και jazz σε ένα σκοτεινό αλλά και νευρώδες ambient υπόβαθρο, που αποτυπώνει το κλίμα της πανδημίας και της καραντίνας στην Αγγλία, αλλά ταυτόχρονα ονειρεύεται ένα λίγο πιο φωτεινό μέλλον.

Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα στο όνομα Sunda Arc ή απλώς σας άρεσε πώς ακούγεται;

Jordan Smart: Είναι το όνομα ενός υπαρκτού μέρους, μιας ηφαιστειακής καλντέρας στην Ινδονησία, όπου συναντώνται δύο τεκτονικές πλάκες, δημιουργώντας ένα απίστευτο τοπίο σε συνθήκες με ηφαιστειακή δραστηριότητα και μία τάφρο της αβύσσου, στην οποία σίγουρα υπάρχουν μορφές ζωής που αγνοούμε. Η ύπαρξη τέτοιων τόπων και ειδών φύσης αποτελεί για μας πραγματική πηγή έμπνευσης.

Πόσο διαφορετικό είναι να δουλεύετε μαζί με έστω άλλον έναν μουσικό και μόνον οι δυο σας;

Nick Smart: Είναι δύο εντελώς διαφορετικά projects. Στους Sunda Arc αφήνουμε τη δημιουργική φαντασία μας να καλπάσει, δεν ενδιαφερόμαστε για την καθαρότητα των ακουστικών ήχων και προσπαθούμε να τους συνδυάζουμε με ηλεκτρονικά στοιχεία, επιδιώκοντας το μυαλό των ακροατών να μην μπορεί να διακρίνει τα όρια ακουστικού και ηλεκτρονικού. Στους Mammal Hands λειτουργούμε περισσότερο σαν ζωντανή μπάντα και όλη η μουσική μας εκφράζεται διαμέσου των οργάνων μας. Έτσι υπάρχουν περιορισμοί ως προς την ποσότητα των ήχων που έχουμε στη διάθεσή μας, από την άλλη όμως μεταχειριζόμαστε τη σύνθεση και τον αυτοσχεδιασμό για να εξερευνήσουμε άλλες μουσικές περιοχές.

Το ότι συνεργάζεστε τόσο καλά έχει να κάνει με το ότι είστε αδέλφια ή απλώς υπάρχει αληθινή μουσική συγγένεια;

J. S.: Πιθανότατα λίγο και τα δύο. Έχουμε παίξει μαζί σε πολλά διαφορετικά projects επί πολλά χρόνια και καθένας μας ξέρει τον τρόπο που συνθέτει και εκφράζεται ο άλλος, και έτσι συχνά επικοινωνούμε εύκολα ως προς το τι νομίζει καθένας μας ότι χρειάζεται ένα κομμάτι ή θα το έκανε καλύτερο. Με αυτόν τον τρόπο η μουσική σχέση μας μπόρεσε, επίσης, να αλλάξει και να εξελιχθεί στο πέρασμα του χρόνου.

Ποιες είναι οι διαφορές ως προς την προσέγγισή σας τόσο στη σύνθεση όσο και στην εκτέλεση / ηχογράφηση ανάμεσα στους Sunda Arc και στους Mammal Hands;

N. S.: Στους Sunda Arc βάζουμε σε κάθε κομμάτι σχεδόν οτιδήποτε μας έρχεται αυθόρμητα και μετά εστιάζουμε σε ό,τι μας φαίνεται πιο ενδιαφέρον, συχνά κυριολεκτικά «πετσοκόβοντας» πράγματα, αλλά αυτό μας οδηγεί σε μερικές αληθινά ενδιαφέρουσες κατευθύνσεις. Μπορεί να δοκιμάσουμε μια μελωδία σε αρκετά διαφορετικά όργανα ή synthesizers πριν αποφασίσουμε ποιο της ταιριάζει και την αναδεικνύει καλύτερα. Στους Mammal Hands περνάμε πολύ χρόνο αυτοσχεδιάζοντας και συνθέτοντας ταυτόχρονα, και μετά στο στούντιο κάνουμε πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις κάθε κομματιού, προσπαθώντας να βρούμε αυτή που συλλαμβάνει καλύτερα το πνεύμα του.

Ποιες είναι οι κυριότερες επιρροές σας από τον χώρο της electronica;

N. S.: Πηγή έμπνευσης για μας είναι πάρα πολλοί μουσικοί της electronica, αλλά κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του album ακούγαμε περισσότερο τους Skee Mask, Sky H1, Mad Zac, Bicep και τη συλλογή «Mono no aware».

Θα λέγατε ότι ο δίσκος είναι πιο κοντά στην jazz ή στην electronica; Ο όρος jazzetronica θα μπορούσε ίσως να τον περιγράψει;

J. S.: Νομίζω ότι γενικά είναι σίγουρα πιο κοντά στην electronica από πλευράς σύνθεσης και ύφους. Υποθέτω ότι εξαρτάται από το τι θεωρεί καθένας jazz, αλλά νομίζω ότι συχνά αυτή η μουσική αποκαλείται jazz μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούμε σαξόφωνο και άλλα πνευστά. Για μας, όμως, αυτά δεν είναι παρά μέρος της ηχοχρωματικής παλέτας μας, δυνατά και χαρακτηριστικά μέσα για τις μελωδίες μας που προσδίδουν ένα πιο ακατέργαστο και οργανικό στοιχείο στο συνολικό ηχητικό οικοδόμημά μας.

 

Πιστεύετε ότι τα ηχοχρώματα των ακουστικών οργάνων συνυπάρχουν τόσο καλά με των ηλεκτρονικών ή τελικά αυτό που έχει σημασία είναι η συνολική ηχητική αίσθηση;

J. S.: Στη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον το να εργαζόμαστε πάνω σε διαφορετικούς τρόπους ανάμειξης αυτών των δύο ηχητικών κόσμων και εξακολουθούμε να το κάνουμε, καθώς είναι ένα νέο και πολύ ανοιχτό έδαφος για να πειραματιστούμε. Μερικές φορές αναμειγνύονται εύκολα και άλλες είναι πολύ πιο δύσκολο, είτε τα ακουστικά στοιχεία κυριαρχούν υπέρ του δέοντος είτε χάνονται εντελώς μέσα στη δύναμη των ηλεκτρονικών. Αυτή η λεπτή ισορροπία είναι κάτι στο οποίο δαπανάμε πολύ χρόνο, αλλά το τελικό αποτέλεσμα έχει σημασία· αν λειτουργεί και δημιουργεί ένα τοπίο που μας ικανοποιεί και προσκαλεί τον ακροατή σε ένα ταξίδι, αξίζει και με το παραπάνω τον κόπο.

Η έμφαση στα ρυθμικά μέρη είναι απλώς ακόμα ένα στοιχείο ή σκοπός της είναι να κινήσει το σώμα του ακροατή, ακόμα και να τον κάνει να χορέψει;

N. S.: Οταν φτιάχναμε τον δίσκο συζητούσαμε πόσο τρελό μας φαινόταν να γράφουμε μουσική για να χορέψουν οι άνθρωποι, όταν κανείς και καμία τότε δεν μπορούσε να βγει έξω και να πάει να χορέψει! Εσκεμμένα, λοιπόν, αποφύγαμε τις πολύ χορευτικές ιδέες και προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε ρυθμούς τους οποίους μπορείς απλώς να τους ακούσεις και να τους νιώσεις ή, αν θέλεις, να τους χορέψεις.

Εχετε πει ότι η πανδημία και οι καραντίνες πραγματικά επέδρασαν στον τρόπο που φτιάξατε τον δίσκο. Έχει, λοιπόν, μια κλειστοφοβική αίσθηση και, αν ναι, ήταν εσκεμμένη ή απλώς προέκυψε;

J. S.: Προέκυψε αυθόρμητα από τις τότε συνθήκες, την αβεβαιότητα, την παράνοια, την ανησυχία και το άγχος, την ξαφνική τεράστια αλλαγή στον τρόπο ζωής και εργασίας. Νομίζω ότι καθένας και καθεμία θα έχει διαφορετική ανάμνηση εκείνης της εποχής, αλλά για μας ήταν μια πολύ μεγάλη αλλαγή ξαφνικά να μην μπορούμε να παίξουμε μουσική ζωντανά και επίσης να είμαστε μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα και γύρω μας ένα αγχωτικά ήσυχο Λονδίνο, το οποίο μας ήταν εντελώς ανοίκειο.

Είναι ένας δίσκος που σκοπό έχει να τον ακούει ο ακροατής μόνος του ή τον φτιάξατε έχοντας κατά νου να μπορεί και να παιχτεί ζωντανά;

 

N. S.: Εχουμε ήδη παίξει ζωντανά τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου και είμαστε πολύ ικανοποιημένοι από το πώς λειτούργησαν στη σκηνή. Όταν, όμως, συνθέτουμε, δεν σκεφτόμαστε πώς θα παίξουμε ζωντανά το κομμάτι, γιατί αυτό μπορεί να είναι πολύ περιοριστικό για τη φαντασία και τη δημιουργία όταν συνθέτεις. Δεν το σκεφτόμαστε, λοιπόν, καθόλου μέχρι να ολοκληρωθεί το κομμάτι.

Πόσο άνετο είναι για σας να χρησιμοποιείτε στις συναυλίες τα ηλεκτρονικά σχεδόν όσο και τα όργανά σας;

J. S: Ηταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία μέσα στα χρόνια το να παίζουμε ζωντανά αυτή τη μουσική. Προσπαθούμε να παίξουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος ζωντανά, κάτι που πάντα είναι δύσκολο με μουσική η οποία κυρίως δημιουργείται στο στούντιο, και συχνά σημαίνει ότι πρέπει να κουβαλάμε πάρα πολλά μηχανήματα στις συναυλίες. Δίνουμε στους εαυτούς μας πολλές επιλογές για το πώς να μιξάρουμε και να ωθούμε τα κομμάτια προς διαφορετικές κατευθύνσεις, το να επεξεργαζόμαστε και να λουπάρουμε σε πραγματικό χρόνο ο ένας τα μέρη του άλλου και βέβαια προσπαθούμε να παίζουμε ζωντανά οτιδήποτε μπορούμε, κυρίως τις μελωδίες και τις γραμμές του μπάσου. Για μας, όμως, αυτός είναι ένας πολύ πιο πρωτότυπος τρόπος να παρουσιάζουμε τη μουσική μας ζωντανά στο κοινό από τη μέθοδο του DJ-ing, που πολλοί μουσικοί της electronica είναι υποχρεωμένοι να υιοθετήσουν.

Και ποια είναι τα πιο άμεσα σχέδιά σας τόσο για τους Sunda Arc όσο και για τους Mammal Hands;

N. S.: Με τους Sunda Arc θα αρχίσουμε να εργαζόμαστε για τον επόμενο δίσκο μας πολύ σύντομα. Ως Mammal Hands φέτος θα κυκλοφορήσουμε νέο δίσκο και έτσι θα πραγματοποιήσουμε κάποιες συναυλίες παρουσιάζοντάς τον.

 

Εγώ θα ευχηθώ μόνο κάποια από αυτές να πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα ώστε να έχουμε την ευκαιρία να τους παρακολουθήσουμε.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL