Live τώρα    
17°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.5°C17.4°C
3 BF 56%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
11.3°C15.6°C
3 BF 68%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
12.0°C14.4°C
3 BF 69%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
14.4°C16.8°C
3 BF 65%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
11 °C
11.0°C11.0°C
1 BF 72%
Μουσική / Εκατό χρόνια Charles Mingus
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Μουσική / Εκατό χρόνια Charles Mingus

Το γενεαλογικό του δέντρο ήταν μπλεγμένο. Η μητέρα του ήταν κόρη ενός Άγγλου και μιας Κινέζας και ο πατέρας του, ο γιος ενός μαύρου αγρότη και μιας Σουηδέζας. Τα παιδικά του χρόνια στην Αριζόνα ήταν άχαρα, μοναχικά. Το χρώμα του δέρματός του τον βασάνιζε, καθώς μεγάλωνε στη ρατσιστική προπολεμική Αμερική. Οι καυγάδες με τους λευκούς δεν έλειψαν, καθώς ήταν ένας μεγαλόσωμος ευέξαπτος έφηβος που ερωτευόταν και παθιαζόταν πολύ εύκολα, με όποιο όμορφο θηλυκό περνούσε από τη ζωή του.

Με τον Louis και τον Duke

Οι πρώτες μουσικές εμπειρίες του σχετίζονται με την Εκκλησία. Καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του θα αποβεί η παρουσία του σε μια συναυλία της ορχήστρας του Duke Ellington. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Charles Mingus γνωρίζεται με τον Louis Armstrong. Παίζει στην ορχήστρα του, αλλά το 1943, καθώς έχει ήδη αρχίσει να εκφράζει τις ριζοσπαστικές απόψεις του, o Satchmo αποφασίζει να τον αποκλείσει από μια περιοδεία στον ρατσιστικό αμερικανικό Νότο, για ν’ αποφύγει περισσότερους μπελάδες.

Στη συνέχεια, ο Mingus παίζει σε πολλές και διάφορες ορχήστρες, σαν εκείνη του Lionel Hampton, ενώ μαζί με τον κιθαρίστα Tal Farlow υπήρξε σημαντική η παρουσία του στο τρίο του βιμπραφωνίστα Red Norvo και οι ηχογραφήσεις τους για την Discovery και τη Savoy. Στα τριάντα του χρόνια -οπότε παίζει με τον Duke Ellington και τον Charlie Parker-, μοιάζει να μην έχει ακόμα βρει τον δρόμο του.

Ένας αυθόρμητος συνθέτης

Ο Charles Mingus άρχισε να συνθέτει σε πολύ νεαρή ηλικία, επηρεασμένος από τον Duke Ellington, τον Ravel και τον Strauss, επιδιώκοντας να είναι πάντα ένας αυθόρμητος συνθέτης. Θαύμαζε τον “Bird” και χώριζε την τζαζ σε δύο μεγάλες περιόδους: τη μία πριν και την άλλη μετά τον Charlie Parker.

Αν και έπαιζε ακουστικό μπάσο, το πραγματικό του όργανο ήταν η ορχήστρα του. Οι συνθέσεις του είχαν ξεχωριστή ζωτικότητα, καθώς τις υπαγόρευε απευθείας στους μουσικούς του προφορικά, χωρίς αυτοί να διαβάζουν νότες. Οι μελωδίες του είχαν έναν κρυφό λυρισμό, εισάγοντας στην τζαζ τον συλλογικό αυτοσχεδιασμό, στον οποίο συμμετέχουν όλοι οι μουσικοί μιας μπάντας. Δεν ακολούθησε όμως τις εξελίξεις της εποχής κι αντιμετώπισε την άνοδο της free jazz με καχυποψία, γιατί πίστευε ότι η ελευθερία γεννιέται από την ίδια τη δομή της μουσικής.

Το 1952, μαζί με τον ντράμερ Max Roach ιδρύουν την «Debut Records». Η εταιρεία αυτή, πριν καταρρεύσει οικονομικά το 1957, κυκλοφορεί πολλούς σημαντικούς δίσκους, με κορυφαίο το "Jazz at Massey Hall", την ηχογράφηση της περίφημης εκείνης συναυλίας που είχαν δώσει στο Τορόντο τον Μάιο του 1953 πέντε «γίγαντες». Ο Dizzy Gillespie, ο Charlie Parker, ο Bud Powell και ο Max Roach. Μαζί τους, στο κοντραμπάσο, ο εικοσάρης Charles Mingus.

Εκρηκτικό ταμπεραμέντο

Οι συνθέσεις του δεν ακολουθούσαν τις κυρίαρχες τάσεις της τζαζ της εποχής του. Σε αυτές δηλώνει έναν έντονο αντιρατσισμό, o οποίος γελοιοποιεί πολλά ρατσιστικά στερεότυπα. Η περιώνυμη σύνθεσή του «Fables of Faubus» υπήρξε μια ενορχηστρωμένη διαμαρτυρία κατά του ρατσιστή κυβερνήτη της πολιτείας του Αρκάνσας, του Orval Faubus.

Σπουδαίος ανανεωτής της μουσικής, ο Charles Mingus είχε βαθιά επίγνωση της μαύρης καλλιτεχνικής δημιουργίας κι επιρροές από τον Duke Ellington μέχρι τα εκκλησιαστικά gospels. Αυτές διαμόρφωσαν ένα εντελώς προσωπικό συνθετικό ύφος, ενώ το έργο του, εκρηκτικό, σαρκαστικό, στοχαστικό, είναι βαθιά επηρεασμένο από τους σκληρούς αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των έγχρωμων μειονοτήτων.

Κραυγές, ουρλιαχτά, δυνατοί ρυθμοί, συνθέσεις που ανακαλούν πρωτόγονες τελετουργίες, έντονο swing, flamenco επιρροές και τα blues χαρακτηρίζουν τη μουσική δημιουργία του γιγαντόσωμου, κλασικά σπουδασμένου συνθέτη, δεξιοτέχνη κοντραμπασίστα και μαχητικού ακτιβιστή.

Ο Mingus ήταν συχνά φουρκισμένος και οι εκρήξεις της οργής του υπήρξαν διαβόητες. Στον υπόγειο «ναό» της τζαζ, το κλαμπ Village Vanguard της Νέας Υόρκης, έπαιξε το 1965 με την μπάντα του, αφήνοντας πίσω του τα ίχνη της εκρηκτικής του ιδιοσυγκρασίας. Σ’ ένα ξέσπασμα θυμού έσπασε ένα φωτιστικό -που μέχρι σήμερα είναι γνωστό σαν «το φωτιστικό του Mingus»- και ξεπάτωσε την πόρτα του κλαμπ μ’ ένα πυροσβεστικό τσεκούρι.

Σπουδαίος ανανεωτής της μουσικής, ο Mingus είχε βαθιά επίγνωση της μαύρης καλλιτεχνικής δημιουργίας κι επιρροές από τον Duke Ellington μέχρι τα gospels. Αυτές διαμόρφωσαν ένα εντελώς προσωπικό συνθετικό ύφος, ενώ το έργο του είναι βαθιά επηρεασμένο από τους σκληρούς αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των έγχρωμων μειονοτήτων

Jazz Workshop”

Από το 1953 έχει ήδη συλλάβει την ιδέα για ένα «Jazz Workshop». Ένα τζαζ «πανεπιστήμιο», το οποίο θα αναδείξει όχι μόνο τον ίδιο τον Mingus αλλά και πολλούς από τους άλλους συνεργάτες του που κάθισαν στα «θρανία» και στην «έδρα» του ταυτόχρονα. Σ’ αυτά τα «μουσικά εργαστήριά» του συνεργάστηκαν σπουδαίοι σολίστες της εποχής του, σαν τους Jackie MacLean, Booker Ervin, George Adams, Jimmy Knepper, John Handy, Horace Parlan, Ted Curson και Dannie Richmond.

Μαζί τους αρχίζει να διαμορφώνει τη δική του μουσική. Περνάει περιόδους δημιουργικής έξαρσης, αλλά και ξηρασίας. Αναζητά το νόημα της ζωής στις συζητήσεις του με τον Fats Navarro, ενώ λατρεύει πάντα τον Charlie Parker. Ο C. Mingus ασχολείται με τον εσωτερικισμό και καταλήγει στο τρελοκομείο, «για να ξεκουραστώ λίγο», λέει.

Δίσκοι - σταθμοί ζωής

Ηχογραφώντας για την Atlantic άλμπουμ σαν τα “Pithecanthropus Erectus”, “The Clown”, “Blues & Roots”, “Mingus at Antibes” και “Oh Yeah”, ο Mingus γίνεται ένας θρύλος για τους φίλους της τζαζ. Τα “Pithecanthropus Erectus”, “Haitian fight song”, “Wednesday night prayer meeting” και “Ecclusiastics” ήταν κάποια μόνο από τα κομμάτια που ξεχώρισαν. Ακολούθησε το “Mingus Ah Um” με τα “Better git it in your soul” ή το γραμμένο μετά τον θάνατο του “Prez” -του σαξοφωνίστα Lester Young και αφιερωμένο σ’ εκείνον- “Goodbye Pork Pie Hat” και το “Fables of Faubus” για την Columbia.

Ο Mingus μένει έναν χρόνο στην «Impulse!». Προλαβαίνει να κυκλοφορήσει εκεί τρία θαυμάσια άλμπουμ. Tο “The Black Saint and the Sinner Lady”, το “Mingus, Mingus, Mingus, Mingus” και το “Mingus Plays Piano”. Το 1964, ηχογραφεί στη Νέα Υόρκη το “Town Hall Concert”, έχοντας δίπλα του τους καλύτερους της εποχής.

Εξαντλημένος από πολλές αντιξοότητες, οικογενειακές, υλικές και κοινωνικές, αποσύρθηκε από τη μουσική, για να επιστρέψει το 1971 με την εμβληματική αυτοβιογραφία του. Το «Χειρότερα κι από σκυλιά» είναι μια παραληρηματική, μυθιστορηματική προσπάθεια καταγραφής της μουσικής του πορείας, μιας ζωής που μοιάζει τόσο πολύ με μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα που γράφηκε από την προφανή ανάγκη του ίδιου του Mingus να κατανοήσει την ζωή του, που τελείωσε στο Μεξικό στις 5 Ιανουαρίου του 1979, σε ηλικία μόνο 56 ετών.

«Χειρότερα κι από σκυλιά»

Δεν είναι μια τυπική αυτοβιογραφία ενός διάσημου μουσικού, αλλά μόνον η μυθιστορηματική προσπάθεια καταγραφής της ενηλικίωσης και της μουσικής του πορείας στην αρχή της ζωής του. Μιας ζωής που μοιάζει τόσο πολύ με μυθιστόρημα ώστε ο μόνος τρόπος να την καταγράψεις να είναι αυτός ενός μυθιστορήματος.

Η ιδιοφυΐα του ξεπερνά ακόμα και τα πρώτα εμπόδια των άσχετων δασκάλων μουσικής που ξεγελούσαν τους γονείς του για να βγάζουν το μεροκάματό τους και δεν του έμαθαν ούτε καν τις νότες. Ο Μίνγκους περνάει απ’ το ένα όργανο στο άλλο, παίζει σε μπάντες φίλων του, γίνεται αρκετά γνωστός, μαθαίνει από κανονικούς δασκάλους κι αρχίζει τις περιοδείες με πολύ γνωστούς μουσικούς.

Είναι ζήτημα χρόνου να βγει από μέσα του η μουσική που οραματίζεται, αυτή που θα τον κάνει διάσημο αργότερα. Αλλά ώς τώρα είναι ένας φτωχοδιάβολος που δουλεύει πολύ και κυνηγάει συνεχώς, όπου κι αν βρεθεί, γυναίκες.

Ο έρωτας είναι γι' αυτόν μια κατάσταση εγκεφαλική. Πιστεύει ότι επικοινωνεί πνευματικά με τη μετέπειτα γυναίκα του, αν και έχει χρόνια να τη δει. Όμως, η ανάγκη του για σεξ είναι ακόρεστη. Πηγαίνει ακόμα και με περισσότερες από είκοσι γυναίκες σε μία ημέρα, τίποτα δεν του φτάνει. Προσπαθεί να γίνει νταβατζής σαν τους φίλους του, αλλά δεν έχει την απαραίτητη ιδιοσυγκρασία. Μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Εκεί τον συντηρούν δύο ερωμένες, που γίνονται πόρνες γι' αυτόν.

«Στους ανθρώπους του είδους ανήκουν τα πάντα σε αυτή τη χώρα. Ακόμα και το επάγγελμα του Mingus, πράγμα που σημαίνει ότι μεταβάλλουν τους μουσικούς σε πόρνες. Και τώρα, Μίνγκους, θα σου πω πώς θα γλιτώσεις από αυτούς τους ρουφιάνους - και απ’ ό,τι λένε οι κριτικοί για την τζαζ, για την πραγματική τζαζ. Πιστεύω ακράδαντα πως ένας γνήσιος μουσικός της τζαζ πρέπει να γίνει οπωσδήποτε ρουφιάνος για να μπορέσει να σώσει την ψυχή του. Ο Jelly Roll Morton εκμεταλλευόταν εφτά κορίτσια κι έτσι μπόρεσε να αφοσιωθεί στη μουσική, ν’ αγοράσει χρόνο και διαμάντια για τα δόντια του και, πιθανό, και για την κωλοτρυπίδα του», διαβάζω.

Το “Beneath The Underdog”, στην πρώτη μορφή του, είχε τη χαώδη έκταση των -ούτε λίγο ούτε πολύ- 1.500 σελίδων! Όταν τελικά -αφού απασχόλησε τον Mingus για δύο δεκαετίες- εκδόθηκε το 1971, «μαζεύτηκε» σταδιακά. Τελικά έφτασε στις 340 σελίδες της ελληνικής έκδοσης - με αυτή την ατυχή απόδοση του τίτλου. Με τη μορφή ενός απολογισμού ζωής απευθυνόμενου στον ιδανικό ψυχαναλυτή του, ο Charles Mingus, αυτοβιογραφούμενος, αρχίζει να λέει την ιστορία του περιγράφοντας ότι, από τη στιγμή της γέννησής του, συνυπήρχαν μέσα του διαφορετικές προσωπικότητες.

Η προσφορά τού Charles Mingus εξασφαλίστηκε για τις επόμενες γενιές όταν η βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ αγόρασε, το 1993, ολόκληρο το έργο του.

Επιμέλεια: Μαρώ Καβαλιέρου

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL