Live τώρα    
25°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
23.8°C26.6°C
3 BF 36%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
20.2°C25.3°C
2 BF 35%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
20 °C
19.4°C22.1°C
3 BF 56%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
21.5°C24.7°C
5 BF 58%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
22.3°C23.9°C
1 BF 33%
Σιωπηλή Ιθάκη
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Σιωπηλή Ιθάκη

Αυτή την εποχή συγγράφω το τελευταίο μέρος της τριλογίας που εξερευνά (και φωτίζει) ορισμένες από τις πιο σκοτεινές πτυχές της λογοτεχνικής δραστηριότητας και κατ’ επέκταση του ανθρώπινου ψυχισμού.

Η τριλογία ξεκίνησε το 2015 με «Το χαμένο Νόμπελ», το οποίο με αφορμή την πολεμική που δέχτηκε η υποψηφιότητα του Νίκου Καζαντζάκη αποκάλυψε το παρασκήνιο (ή ένα μέρος απ’ αυτό) των βραβείων Νόμπελ, συνεχίστηκε το 2019 με τους «Επικίνδυνους συγγραφείς» που απλώθηκε στις πέντε ηπείρους διερευνώντας ξεχωριστές περιπτώσεις λογοκρισίας και απαγορευμένα βιβλία ανά την Υφήλιο και ολοκληρώνεται τώρα με τη «Σιωπηλή Ιθάκη» (προσωρινός τίτλος), που έχει ως θέμα την παρακμή στον χώρο της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας με οδηγό τον Κωνσταντίνο Καβάφη.

Ο όρος «ποιητική ιδέα» έχει την κβαντική ικανότητα να επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, αντιθέτως από τον όρο «ποιητική αδεία», που θαρρείς και ζητά συγγνώμη από τη λογική προκειμένου να κάνει αυτό που θέλει. Βάσει της «ποιητικής ιδέας», λοιπόν, το βιβλίο έχει χωριστεί σε πέντε μέρη προκειμένου να δημιουργηθεί η «καβαφική σκαλωσιά της παρακμής», αποτελούμενη από τα πέντε κυρίαρχα υλικά της καβαφικής ποίησης: τη μνήμη, την εγκατάλειψη, τη φθορά, την απώλεια και την ήττα.

Καθώς η βιβλιοθήκη του Καβάφη αποτελούνταν κυρίως από βιβλία στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ελληνικά (δηλαδή τις τρεις γλώσσες που κατείχε άριστα), οι αναζητήσεις μου περιστράφηκαν ως επί το πλείστον γύρω τους. Η αφήγηση δεν στάθηκε στην εποχή του Αλεξανδρινού, αλλά κινήθηκε ελεύθερα στον χώρο και τον χρόνο εμπλουτίζοντας την «καβαφική σκαλωσιά της παρακμής» με έργα που επέδρασσαν στη διαμόρφωσή της.

Το πρώτο μέρος («Αναγνωρισμένα») αφορά τους συγγραφείς που αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον είτε γιατί έστρεψαν τα νώτα τους στην καλλιτεχνική ματαιοδοξία είτε γιατί στόχευσαν εν ζωή στην υστεροφημία τους. Ενδεικτικά αναφέρω ότι πρωταγωνιστές είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Φερνάντο Πεσσόα. Το δεύτερο μέρος («Αφανή») είναι αφιερωμένο στους συγγραφείς που, για διαφορετικούς λόγους, κρύφτηκαν από τα μάτια του κόσμου. Το τρίτο μέρος («Αποκηρυγμένα») κυριαρχείται από συγγραφείς που έφεραν βαρύ κάρμα, εκείνους δηλαδή που θεωρήθηκαν αναθεματισμένοι και εντέλει καταραμένοι. Το τέταρτο μέρος («Ατελή») αναδεικνύει τα ατελή όντα της ύπαρξης, ήτοι τους συγγραφείς που έχασαν τα λογικά τους και παραφρόνησαν για να αποκλειστούν στον δικό τους φανταστικό κόσμο. Το πέμπτο μέρος («Άγνωστα») καταγίνεται με τους συγγραφείς που έκαναν το απονενοημένο διάβημα και αναμετρήθηκαν με το μεγάλο άγνωστο, τους αυτόχειρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Λένε ότι όταν πεθαίνει ένας συγγραφέας πεθαίνει και μια βιβλιοθήκη, εννοώντας τόσο τη βιβλιοθήκη που έχει στο κεφάλι του όσο και τα γραπτά που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Βασικό κίνητρο για τούτη την τριλογία ήταν να μην πάρω μαζί μου, όταν πεθάνω, καμία βιβλιοθήκη και κανένα ημιτελές έργο. Να μοιραστώ τη γνώση που κατέχω με όσο περισσότερους ανθρώπους μπορώ.  Όχι τίποτε άλλο, μα θέλω να περάσω στον άλλο κόσμο όσο πιο ανάλαφρα γίνεται.

*Ο Κώστας Αρκουδέας είναι συγγραφέας, ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου έχει ιδρύσει την πρώτη Λέσχη Ανάγνωσης σε μουσείο στην Ελλάδα

ΚΑΒΑΦΗΣ

Τα περίχωρα μιας πόλης που δεν υπάρχει*

Ο Φερνάντο Πεσσόα είδε τον εαυτό του να περνάει βιαστικά από μπροστά του και να στρίβει στην επόμενη γωνία. Απόμεινε με το φλιτζάνι του καφέ να τρεμουλιάζει στο χέρι του και να του πιτσιλίζει το παντελόνι. Αναρωτήθηκε αν είχε δει καλά ή αν τον γελούσαν τα μάτια του.

«Μα όχι, εγώ ήμουν, είμαι βέβαιος» συλλογίστηκε.

Παράτησε τον καφέ και χωρίς να πληρώσει (θα το έκανε άλλη στιγμή) βάλθηκε να κυνηγάει τον εαυτό του στα στενοσόκακα της Λισαβόνας. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Μια μυρωδιά σαπισμένου μήλου πλανιόταν στον αέρα και του ανακάτευε το στομάχι. Σμάρια κοκκινωπά σύννεφα βολόδερναν στον ουρανό∙ αστραπές τον αυλάκωναν.  Όλοι έσπευδαν να τελειώσουν τις δουλειές τους προτού ξεσπάσει καταιγίδα.

Πρόφτασε τον εαυτό του δυο τετράγωνα παρακάτω να κατευθύνεται σε άγνωστο προορισμό. Τον ακολούθησε ασθμαίνοντας. Τώρα που τον πρόσεχε καλύτερα, έβλεπε πάνω του σημαντικές διαφορές.  Ή μάλλον…

«Δεν μοιάζουμε καθόλου» σκέφτηκε.

Ο ίδιος είχε μουστάκι και σκούρα επιδερμίδα. Φορούσε γυαλιά με λεπτό σκελετό, καμπαρτίνα και ρεπούμπλικα για να κρύβει τη φαλάκρα του. Τη συγκρατούσε με το ένα του χέρι γιατί φυσούσε διαβολεμένα, ενώ στο άλλο του χέρι είχε ακόμα το μισοσβησμένο τσιγάρο, εκείνο που δεν πρόλαβε να καπνίσει με τον καφέ.

* Απόσπασμα από το βιβλίο

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL