Η πτώση της δικτατορίας και η μετάβαση στη δημοκρατία το 1974 χαρακτηρίστηκαν από την κυριαρχία της πολιτικής ελίτ ως αποτέλεσμα της αδυναμίας νομιμοποίησης των βασικών θεσμών να εγγυηθούν τη μετάβαση στη δημοκρατία, καθώς στην ιστορική τους διαδρομή είχαν ενισχύσει τη δικτατορία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ανάγκασε σε παραίτηση την κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου το 1965, προετοίμαζε πραξικόπημα με τους ανώτατους αξιωματικούς, όρκισε τη δικτατορία και δεν έκανε κάποια κίνηση για αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η Εκκλησία ήταν ο βασικός νομιμοποιητικός παράγοντας της δικτατορίας, έτσι δεν χρειάστηκε οι συνταγματάρχες να οικοδομήσουν μαζική πολιτική οργάνωση, ενώ ο στρατός είτε προετοίμαζε πραξικόπημα (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, κίνηση το 1951, Σχέδιο «Περικλής» το 1958, βασιλικό πραξικόπημα 1967) είτε εκτέλεσε το πραξικόπημα στις 21 Απριλίου του 1967. Έτσι, και καθώς ούτε τα προδικτατορικά κόμματα στελεχών κατάφεραν να σταματήσουν τη δικτατορία, ο μόνος παράγοντας που μπορούσε να υλοποιήσει τη διαδικασία της μετάβασης ήταν το πολιτικό προσωπικό το οποίο δεν συνεργάστηκε με τη δικτατορία. Η διαδικασία που επιλέχθηκε είναι μια «θεσμική» μετάβαση με πρωταγωνιστές πολιτικούς της Δεξιάς και του Κέντρου, με επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή (κυβέρνηση εθνικής ενότητας), την οποία όρκισε ο χουντικός Πρόεδρος Φ. Γκιζίκης. Η Αριστερά απουσιάζει από τις εξελίξεις, καθώς η έμφαση του κράτους είναι στο να μην υπάρξει χώρος για μια λαϊκή Μεταπολίτευση. Χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνείται να επιστρέψει στην Ελλάδα καθώς θεωρεί την κυβέρνηση εθνικής ενότητας «αλλαγή φρουράς του ΝΑΤΟ».
Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτη η θεσμικότητα του Κ. Καραμανλή, ο οποίος, παρά τη στάση του στο θέμα της Κύπρου, επέλεξε να προαγάγει μια διαφορετικού τύπου δημοκρατία σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο, με την αναγνώριση των κομμουνιστικών κομμάτων από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, τη διενέργεια ελεύθερων και δίκαιων εκλογών, την κατάργηση της μοναρχίας το 1974 και την αλλαγή του συντάγματος το 1975. Στο πλαίσιο αυτό, το κομματικό σύστημα ανασυστήνεται με διαφορετικούς όρους σε σχέση με το προδικτατορικό κομματικό σύστημα: Ιδρύεται η Ν.Δ., που δεν αποτελεί συνέχεια της προδικτατορικής Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης, η Ένωση Κέντρου θέτει το πρόσημο Νέες Δυνάμεις στον τίτλο για να εκφράσει την αντιδικτατορική στάση και ιδρύεται το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα μαζών στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ, καθώς ο Ανδρέας Παπανδρέου πείθεται τελικά να επιστρέψει στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1974, παράλληλα με τη νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων.

Από τα κόμματα στο πολιτικό μάρκετινγκ
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 το ελληνικό πολιτικό σύστημα χαρακτηρίστηκε από τη μαζική πολιτική. Ο οργανωτικός τύπος του κόμματος μαζών αναδείχθηκε ως ο βασικός τύπος πολιτικής οργάνωσης. Με τα μαζικά κόμματα υλοποιήθηκε το αίτημα της προδικτατορικής περιόδου για την «ένταξη των μαζών στην πολιτική», σε συνδυασμό με την έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας μετά την πτώση της δικτατορίας. Διά μέσου της μαζικής συμμετοχής υλοποιήθηκαν τα βασικά αιτήματα της περιόδου 1974-1989, που ήταν ο εκδημοκρατισμός (1974-1980) με έμφαση στο Κράτος Δικαίου και η αλλαγή (1981-1989) με έμφαση στην οικοδόμηση πολιτικών κοινωνικού κράτους, στη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων και στον οριστικό τερματισμό των συνεπειών του Εμφυλίου. Στο πλαίσιο αυτό, το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε ως το ηγεμονικό κόμμα της περιόδου καθώς, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν στην κυβέρνηση την περίοδο 1974-1981, κατάφερε να εμπεδώσει στην κοινωνία και στο κομματικό σύστημα τον οργανωτικό τύπο του κόμματος μαζών, να πολιτικοποιήσει την κοινωνία μέσω των Τοπικών Οργανώσεων και με το πρόταγμα της αυτοοργάνωσης εξέφρασε τον ριζοσπαστισμό της εποχής για μια λαϊκή Μεταπολίτευση και τα αιτήματα για εκδημοκρατισμό και αλλαγή. Με τη συγκεκριμένη επιλογή το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τα υπόλοιπα κόμματα. Η Ν.Δ., ενώ είχε πολλά μέλη, δεν είχε την τεχνογνωσία ούτε την κουλτούρα να υλοποιήσει τη μαζική οργάνωση τη δεκαετία του 1970, μια εξέλιξη που πραγματοποιείται τη δεκαετία του 1980 ύστερα από τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες της περιόδου 1981-1985. Το ΚΚΕ είχε μια γραφειοκρατική αντίληψη, ενώ η Ε.Κ.-Ν.Δ., καθώς δεν έδωσε έμφαση στη μαζική οργάνωση, πολύ γρήγορα κατέρρευσε εκλογικά και πολιτικά. Έτσι από το 1977 οικοδομείται ένας κεντρομόλος δικομματισμός με δύο βασικά κυβερνητικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.) και το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού με τη Δεξιά/Αντιδεξιά ως βασική διαιρετική τομή. Ο κεντρομόλος δικομματισμός, παρά τις πολιτικές και τις ιδεολογικές διαφορές των πολιτικών κομμάτων, έδωσε έμφαση και τελικά κατάφερε να υλοποιήσει τη μετάβαση, αλλά και την παγίωση της δημοκρατίας. Από την άλλη, τα μαζικά κόμματα οργανώθηκαν με βάση το λενινιστικό πρότυπο του «ιμάντα μεταβίβασης» και με μεγάλη έφεση στην προσωπικότητα των ηγετών ως αποτέλεσμα της πολιτικής κουλτούρας της χώρας. Έτσι τα κόμματα κομματικοποίησαν και έλεγξαν την κοινωνία μέσω της ανάπτυξης οργανώσεων που ελέγχονταν πλήρως από το κεντρικό κόμμα (φοιτητικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, Τοπική Αυτοδιοίκηση, πολιτιστικοί σύλλογοι).


Από το τέλος της δεκαετίας του 1980 η μείωση της ριζοσπαστικής πορείας του ΠΑΣΟΚ και η έμφαση στην απλή διαχείριση που οδήγησε σε οικονομικά σκάνδαλα, η δημιουργία των ιδιωτικών ΜΜΕ και η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων δημιούργησαν ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας του κομματικού συστήματος. Η συγκυβέρνηση Ν.Δ.-Συνασπισμού (ΚΚΕ-Ε.ΑΡ.) και ο σχηματισμός της οικουμενικής κυβέρνησης (Ν.Δ.-Συνασπισμός-ΠΑΣΟΚ) κατέδειξαν ότι τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν τις ιδεολογικές διαφορές της προηγούμενης περιόδου. Το βασικό πρόταγμα της εποχής είναι ο εκσυγχρονισμός/εξευρωπαϊσμός της ελληνικής κοινωνίας με τη συμμετοχή της χώρας στην υπό διαμόρφωση Ε.Ε. με βάση τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η συγκεκριμένη πορεία συνδέθηκε με την αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού ως της μόνης κυβερνητικής πολιτικής με βασικό άξονα τις ιδιωτικοποιήσεις/μετοχοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων, τη στροφή από την καθολικότητα στην επιλεκτικότητα των τομέων του κοινωνικού κράτους, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την εισαγωγή του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ στην κρατική λειτουργία. Το κομματικό σύστημα χαρακτηρίστηκε από την έμφαση στην πολιτική επικοινωνία, στο πολιτικό marketing και στην υποκατάσταση των μαζικών οργανώσεων από τεχνοκρατικού τύπου επιχειρήματα. Κορύφωση αυτής της πορείας είναι η επικράτηση του εκσυγχρονιστικού προτάγματος στο ΠΑΣΟΚ και οι εκλογές του 1996 που χαρακτηρίστηκαν «εκλογές του καναπέ». Στο πλαίσιο αυτό, τα κόμματα μετεξελίσσονται σε κόμματα-καρτέλ/κόμματα του κράτους, η αναπαραγωγή των οποίων δεν γίνεται στην κοινωνία αλλά στο νεοφιλελεύθερο κράτος. Ο κομματικός ανταγωνισμός συρρικνώνεται στην απλή διαχειριστική επάρκεια, ενώ τα κόμματα εκχωρούν τις βασικές λειτουργίες τους -την παραγωγή της πολιτικής ατζέντας και του πολιτικού προσωπικού- στα ιδιωτικά ΜΜΕ, μια διαδικασία κρίσης εκπροσώπησης.
Οι διαιρετικές τομές της κρίσης
Ετσι όταν η διεθνής οικονομική κρίση χτύπησε την ελληνική οικονομία, η εισαγωγή των Μνημονίων με περιοριστικές πολιτικές πρωταρχικής συσσώρευσης οδήγησε σε τεράστια κοινωνική δυσαρέσκεια. Η συγκυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τη Ν.Δ. και τον ΛΑΟΣ διαμόρφωσε μια νέα διαιρετική τομή Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο, που οδήγησε στην εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ στις διπλές εκλογές του 2012 και στην πολιτική και εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουάριος και Σεπτέμβριος 2015) καθώς και το δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015 κατέδειξαν τη δυσκολία για μια δημοκρατική εναλλακτική πολιτική εντός της Ε.Ε. και οδήγησαν στην οικοδόμηση μιας πολιτικής συμμαχίας μεταξύ της νεοφιλελεύθερης Ν.Δ. και του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, η οποία εγγυήθηκε την εκλογική νίκη του Κ. Μητσοτάκη στις εσωκομματικές εκλογές της Ν.Δ. το 2016 και στις εθνικές εκλογές του 2019. Μάλιστα, η αποδυνάμωση της διαιρετικής τομής Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο οδήγησε στην πολιτική και εκλογική συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2023 και στην τάση για τη δημιουργία ενός κομματικού συστήματος με κυρίαρχο κόμμα τη Ν.Δ. Ωστόσο, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του 2024 σε συνδυασμό με την πρωτοφανή αποχή, που είναι χαρακτηριστικό της κρίσης εκπροσώπησης, κατέδειξε τη ρευστότητα του κομματικού συστήματος, με την υποχώρηση της Ν.Δ. αλλά και την ιδεολογική και οργανωτική υποχώρηση της Αριστεράς ως αποτέλεσμα ρήξης με την πολιτική της παράδοση. Την απο-σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΠΑΣΟΚ, την απο-ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και την απο-κομμουνιστικοποίηση του ΚΚΕ. Έτσι στη συγκυρία η Αριστερά σε όλες τις μορφές της φαίνεται αδύναμη να παρέμβει αποφασιστικά στις εξελίξεις και να οικοδομήσει ένα εναλλακτικό κομματικό και κυβερνητικό πρότυπο-απάντηση στις προκλήσεις που θέτει η δυναμική της «συσσώρευσης μέσω αποστέρησης» του διεθνούς καπιταλισμού.
* Ο Χ. Δ. Τάσσης είναι επίκουρος καθηγητής με αντικείμενο Πολιτική Κοινωνιολογία και Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Shippensburg (PA) στις ΗΠΑ. e-mail: [email protected]