Η φασαρία για τα Γλυπτά του Παρθενώνα κάλυψε σε μεγάλο βαθμό τα όσα είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην προχθεσινή του συνέντευξη στο BBC σχετικά με το ναυάγιο της Πύλου. Η τραγωδία του περασμένου Ιουλίου, στην οποία υπολογίζεται πως ίσως έως και 500 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, υπήρξε ένα από τα βασικά θέματα της συνέντευξης, καθώς για τη διεθνή κοινή γνώμη αποτελούν τεράστια ερωτήματα η εμπλοκή και οι ευθύνες των ελληνικών Αρχών.
Στη συνέντευξη αυτή, λοιπόν, προκάλεσαν ιδιαίτερη εντύπωση δύο δηλώσεις του Κ. Μητσοτάκη. Πρώτον, ότι η Ελλάδα θεωρεί πως έχει το δικαίωμα να αποτρέπει παράνομες εισόδους από τη θάλασσα και να «ενθαρρύνει» αυτά τα σκάφη να επιστρέψουν στις ακτές απ’ όπου απέπλευσαν. Και δεύτερον, ότι ήταν δύσκολο για τις ελληνικές Αρχές να διενεργήσουν επιχείρηση διάσωσης, καθώς το πλοίο ήταν υπερφορτωμένο, ενώ οι ίδιοι οι επιβαίνοντες αρνήθηκαν οποιαδήποτε βοήθεια. Και οι δύο δηλώσεις είναι βαθύτατα προβληματικές.
Στην πρώτη περίπτωση, αυτό που λέει ο Κ. Μητσοτάκης είναι ότι η Ελλάδα διατηρεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να διενεργεί επαναπροωθήσεις στη θάλασσα. Είναι γνωστό ότι το κάνει, έχουν υπάρξει σχετικά και αποκαλυπτικές έρευνες από διεθνή έγκυρα μέσα. Ωστόσο, ο Κ. Μητσοτάκης θα όφειλε να γνωρίζει ότι η πρακτική αυτή, τα γνωστά pushbacks, είναι κατάφορα αντίθετη με το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Και, βεβαίως, ότι θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές -σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και μικρών παιδιών-, όπως γνωρίζουμε ήδη από την προηγούμενη τραγωδία στο Φαρμακονήσι. Ο Κ. Μητσοτάκης οφείλει να απαντήσει τώρα αν στις πρακτικές «ενθάρρυνσης» περιλαμβάνεται και η ρυμούλκηση, που είχε προκαλέσει τους πνιγμούς 9 παιδιών και 3 γυναικών στο Φαρμακονήσι και που καταγγέλλεται τώρα ότι προκάλεσε και την πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων τραγωδία της Πύλου. Γιατί, σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα είναι άμεσα υπεύθυνη για τον χαμό τόσων ανθρώπων.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο Κ. Μητσοτάκης υιοθετεί την εκδοχή του Ελληνικού Λιμενικού για το ναυάγιο, η οποία όμως είναι ελάχιστα πειστική. Υπήρχαν και χρόνος, και μέσα, και οι κατάλληλες συνθήκες να γίνει επιχείρηση διάσωσης, ωστόσο οι ελληνικές Αρχές δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Και φυσικά, το «ρωτήσαμε, αλλά δεν ήθελαν» είναι αστείο ως ισχυρισμός. Ποιους ακριβώς ρώτησαν; Όταν είναι σαφές ότι κάποιος κινδυνεύει, δεν τον ρωτάς για να επέμβεις.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια στάση δεν διευκολύνει τη διαλεύκανση των συνθηκών του ναυαγίου στο οποίο χάθηκαν τόσοι άνθρωποι. Όπως επισημαίνει και η Πρωτοβουλία Δικηγόρων και Νομικών για το Ναυάγιο της Πύλου, υπάρχει άμεση ανάγκη «για μια ταχεία και αντικειμενική, ανεξάρτητη από λογικές δημοσίου συμφέροντος, εξαντλητική διερεύνηση των συνθηκών του ναυαγίου, ώστε να αναδειχθεί η αλήθεια και να αποδοθούν οι ευθύνες σε όλους εκείνους που επιλήφθηκαν του περιστατικού από οποιαδήποτε θέση και με οποιαδήποτε ιδιότητα».