Ακούγεται σκληρό, αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Φεύγοντας από την ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Καβάλα, άφησα πίσω μου μια τουριστική χαβούζα. Έναν οχετό εμπορευματικής και ακατάσχετης αρπαγής του περιβάλλοντος, έναν χείμαρρο που παρασέρνει την καθημερινότητα χωρίς κανένας να ακούει τον ορυμαγδό από την κατάρρευσή της, που μοιραία οδηγεί σε ολοκληρωτικές καταστάσεις. Το ήξερε και το έλεγε ευθαρσώς ο μπαρμπα-Γκέμπελς, που θα σαλεύει χαρούμενα στον τάφο του βλέποντας τη γη να τρέμει από την επιβεβαίωση των απόψεών του: «Άνθρωποι που έχουν υποστεί αυτή την κατάρρευση (σ.σ.: της καθημερινότητας) σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις».
Αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα του υπερτουρισμού: μια γενική κατάρρευση εκεί που πανηγυρίζει η παρακρουστική ανάπτυξη, η τερατώδης ψευδαίσθηση που διαρκώς μεγαλώνει «το μερτικό της αθλιότητας στην απολαβή», όπως θα έλεγε και ο Πολ Όστερ. Επί του πρακτικού: «Η Ελλάδα έχει χρόνια καθίζηση μέλλοντος (…) Εδώ και σαράντα χρόνια έχει χρόνια παραγωγική καθίζηση» έγραφε σε άρθρο του στην ΑΥΓΗ (30 Μαΐου 2019) ο Κοσμάς Κέφαλος. Αυτό συμβαίνει: «Χρόνια καθίζηση μέλλοντος» που συνεχίζεται με διαρκώς εντεινόμενους ρυθμούς. Όταν μια χώρα έχει για πρωθυπουργό έναν άνθρωπο εγκληματικής αφροσύνης (τουλάχιστον) ο οποίος στην τραγωδία της υπερθέρμανσης του πλανήτη βλέπει αναπτυξιακή ευκαιρία «επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου» και δεν κουνιέται φύλλο, σημαίνει ότι η καταστροφή είναι μέσα στην πόλη και μάλιστα «εν χορδαίς και οργάνοις».
Για πρώτη φορά -θρηνολογούντες και οικτίροντες το κράτος λες και είμαστε από αλλού, λες και δεν ζούμε εδώ καθημερινά- η φωτιά μπήκε στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας. Πού είναι η έκπληξη; Καίγεται ολόκληρη η Ελλάδα, όχι μόνο το περιαστικό τοπίο. Εκατομμύρια στρέμματα δάσους γίνονται στάχτη και η σύγχρονη επιστημονική πυροπροστασία κατοικεί αλλού. Όταν λοιπόν, αντί για πυροσβέστες (ένα από τα δεκάδες μέτρα), προσλαμβάνονται αστυνομικοί (όχι μπάτσοι - ακούει ο Πλεύρης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας) κι αυτό λέγεται κανονικότητα με τάξη και ασφάλεια, τι να πεις…
Στο δάσος της Δαδιάς μπαίνουν ανεμογεννήτριες στα καμένα, πάνω από μήνα καιγόταν το όρος Όρβηλος στις Σέρρες, πάνω από βδομάδα καίγεται το Παγγαίο στην Καβάλα - πρόκειται για ελάχιστα τελευταία παραδείγματα. Καίγεται όχι μονάχα η ομορφιά μπροστά στα μάτια μας, η ίδια μας η ανάσα καίγεται και η κυβέρνηση, αυτή η εγκληματική συμμορία, μιλάει για τον άνεμο της ανάπτυξης που έρχεται από τις ανεμογεννήτριες. Αυτή είναι η κατάσταση, την οποία έρχεται να αποτελειώσει ο υπερτουρισμός, που με πείνα ακόρεστη τρώει τα σπλάχνα αυτής της χώρας επιβάλλοντας επιδεικτική φτήνια και προχειρότητα.
Παλιότερα οι καταστασιακοί μιλούσαν για «ψυχαγωγική ψευδο-ύπαιθρο» και είχαν δίκιο. Παρακολουθήσαμε απαθείς αυτή την καταστροφή που γέμισε την Ελλάδα με τα πυώδη εξανθήματα των «εξοχικών» αδιαφορώντας για την άγρια συστημική πολιτική καταστροφής του πρωτογενούς παραγωγικού τομέα της οικονομίας, με οπτικό αποτέλεσμα τη γενικευμένη ματαιομορφία της υπερβολής και της επίδειξης. Είδαμε να κατατρώγονται τα κοινωνικά θεμέλια, αφού όταν καταστρέφονται οι παραγωγικές σχέσεις, καταστρέφονται μαζί και οι κοινωνικές.
Αυτή είναι η κατάρρευση της καθημερινότητας. Ένα άστυ που εξαπλώθηκε σαν καρκίνωμα. Ώσπου στο τέλος -κι αυτό συνέβη με τη φωτιά στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας- το τέρας άρχισε να τρώει και την ανοχύρωτη πόλη. Ή, για την ακρίβεια, την «ψυχαγωγική ψευδόπολη». Την πόλη που δεν παράγει σχέσεις γιατί δεν παράγει τίποτα, παρά μόνο ξεπουλάει. Μόνο που χωρίς παραγωγή σχέσεων το «προϊόν» πόλη δεν υφίσταται. Τώρα στην αγορά ντιντινίζουν οι ρεπλίκες. Η αληθινή πόλη άλλωστε (η κάθε πόλη) δεν ήταν για πούλημα. Δεν ήταν για περαστικούς. Η πόλη είναι για φιλοξενία και για πολίτες. Όχι για να ξεπουλά έναν Παρθενώνα που στο βλέμμα των προβάτων γίνεται ένα τίποτα. Όχι για να ξεριζώνει τα σπλάχνα της Θεσσαλονίκης και να τα κάνει χαμόγελο αυτάρεσκης βλακείας στο πρόσωπο του Μητσοτάκη.
Η πόλη είναι κατοικημένος τόπος. Η ψευδόπολη του Airbnb, του κρουαζιερόπλοιου και των άστεγων πολιτών είναι τόπος ακατοίκητος. Ασυνάρτητος. Ένα συνονθύλευμα από ποικίλες προσφυγιές.
Η πόλη, η δημοκρατία χωρίς την υγρασία των άπειρων σχέσεων που παράγουν είναι ένας ερημότοπος ξερός. Αυτός φλέγεται μπροστά στα μάτια μας.