Τον άγριο ξυλοδαρμό από τον σύζυγό της Απόστολο Λύτρα, περιέγραψε στην κατάθεσή της, η σύζυγος του γνωστού δικηγόρου, με τα όσα αναφέρει στην κατάθεσή της, για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε, να συγκλονίζουν.
Όπως προκύπτει από την κατάθεσή της η ίδια, παρόλο τον τρόμο ήταν αποφασισμένη να τον καταγγείλει για τον άγριο περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας. «Με τον σύζυγό μου είμαστε παντρεμένοι από το 2015 και έχουμε αποκτήσει μια κόρη», ανέφερε αρχικά, σύμφωνα με τον Alpha, η σύζυγος του ποινικολόγου, προσθέτοντας ότι έχει μεγαλώσει και τα δικά του παιδιά με πολύ αγάπη -καθώς ο ίδιος έχει δύο κόρες από τον πρώτο του γάμο- ενώ είπε επίσης ότι είναι και συνεργάτες στο γραφείο, αφού είναι και οι δύο δικηγόροι.
Ξεκινώντας να περιγράφει τα όσα συνέβησαν η ίδια είπε ότι «στις 15/06/2024 πήγαμε μαζί σε εστιατόριο στη Βουλιαγμένη στα νότια προάστια με μια μεγάλη παρέα. Κάποια στιγμή γύρω στις 23.30 λογομαχήσαμε για μια ασήμαντη αφορμή και συγκεκριμένα γιατί εγώ κοίταζα το κινητό μου και ο σύζυγός μου δεν ξέρω τι θεώρησε, πάντως μου έκανε σκηνή ζηλοτυπίας. Η αλήθεια είναι ότι εγώ μιλούσα με την αδερφή μου στην οποία είχα αφήσει το παιδί μου για να βγούμε και η οποία μου έστελνε βιντεάκια της μικρής.
Μου ζήτησε επιτακτικά να φύγουμε αλλιώς θα έκανε φασαρία μέσα στο μαγαζί. Εγώ επειδή τον είδα σε κατάσταση άνευ λόγου έξαλλη τον ακολούθησα και φύγαμε για να μην εκτεθούμε μπροστά στους φίλους μας και στον υπόλοιπο κόσμο. Μόλις έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο άρχισε να με βρίζει, μου έριξε την πρώτη μπουνιά στο πρόσωπο».
Και συνέχισε περιγράφοντας τον άγριο ξυλοδαρμό ότι «άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε μικρή απόσταση σε ένα απόμερο μέρος δεξιά του δρόμου που είχε χώρο σταμάτησε το αυτοκίνητο και με χτύπησε στο πρόσωπο με τα χέρια του σε γροθιά. Σημειωτέον ότι όλη αυτή την ώρα, μου είχε πάρει το κινητό. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ούρλιαζα βοήθεια και τον παρακαλούσα να σταματήσει, ενώ το πρόσωπό μου ήταν γεμάτο αίματα, τα οποία κατάπινα και ένιωθα ότι πνίγομαι.
Κάποια στιγμή ένιωθα ότι χάνω τις αισθήσεις μου. Προφανώς, με είδε σε αυτή την κατάσταση και σταμάτησε. Τον παρακαλούσα να με πάει σε κάποιο νοσοκομείο και να μου δώσει το κινητό μου προκειμένου να ειδοποιήσω την αδερφή μου, κάποιον δικό μου. Ο ίδιος δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα από όλα αυτά παρότι του έλεγα ότι θα πεθάνω, γιατί αιμορραγούσα πάρα πολύ. Ακόμα και τα ρούχα μου είχαν γεμίσει αίματα».
Και πρόσθεσε ακόμα στην κατάθεσή της ότι «με οδήγησε στο σπίτι. Εγώ όταν μπήκα μέσα με όσες δυνάμεις είχα, γιατί ζαλιζόμουν πολύ και ήμουν πολύ χτυπημένη, του είπα ότι πάω να πλυθώ. Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο προκειμένου να πάρω το κουμπί πανικού που είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει κατευθείαν στην αστυνομία με πρόλαβε και το πήρε αυτός και συνέχιζε να κρατάει το κινητό μου. Ζαλιζόμουν πολύ και αιμορραγούσα πολύ από τη μύτη. Μου είπε να πλυθώ και να αλλάξω ρούχα και εγώ τον παρακαλούσα να με πάει σε ένα νοσοκομείο. Εγώ του είπα ότι αν με πάει στο νοσοκομείο δεν θα πω ότι με χτύπησε, αλλά ότι έπεσα μόνη μου. Πράγματι, μου είπε να κάνω ένα μπάνιο και να αλλάξω ρούχα και με πήγε στην Ευρωκλινική».
Περιγράφοντας τα όσα συνέβησαν στην κλινική και το πώς κλήθηκε η αστυνομία, πρόσθεσε ότι «μπήκαμε μαζί στην είσοδο της Ευρωκλινικής. Είπα ότι θέλω να με δει γιατρός στα επείγοντα επειδή έχω χτυπήσει στο κεφάλι. Με πήρε κατευθείαν ο γιατρός στο εξεταστήριο μόνη μου και δεν επέτρεψε στον σύζυγό μου να μπει. Μαζί ήρθε και μια νοσοκόμα. Μόλις με πλησίασε η νοσοκόμα της είπα αμέσως ότι με έχει χτυπήσει ο άνδρας μου. Ότι φοβάμαι και τον ίδιο και το είπα και στον γιατρό. Μου είπαν ότι θα ειδοποιήσουν την αστυνομία. Όπως πράγματι έκαναν και μου παρείχαν τις πρώτες βοήθειες.
Όταν έκτοτε ο αστυνομικός, επειδή δεν ήθελα να καταλάβει κάτι ο άνδρας μου και να φύγει και δεν ήξερα αν εκείνη την στιγμή έπρεπε να τον εμπιστευτώ, κυρίως δεν ήθελα να φύγει γιατί δεν είχα ειδοποιήσει την αδερφή μου για το τι είχε συμβεί γιατί κρατούσε την κόρη μου. Είπα στον αστυνομικό ότι είμαι δικηγόρος και δεν ήθελα να δώσω κατάθεση εκείνη την στιγμή, αλλά του είπα να πάρει την κατάθεση του γιατρού. Ενώ εγώ θα πήγαινα να εξεταστώ από ιατροδικαστή. Σημειωτέον ότι αμέσως μόλις είπα στον γιατρό τι είχε συμβεί έβγαλε φωτογραφίες με το κινητό του».
Και συνέχισε λέγοντας στην κατάθεσή της πώς «όταν έφτασε η αστυνομία ο σύζυγός μου έδωσε το κινητό μου στον γιατρό ο οποίος μου το έδωσε και έτσι έβγαλα φωτογραφίες και με το δικό μου κινητό τις οποίες θα τυπώσω και θα σας τις προσκομίσω. Ο αστυνομικός επέμενε ότι έπρεπε να δώσω κατάθεση εκείνη την στιγμή. Του είπα να γράψει ότι έπεσα από τις σκάλες και να μου δώσουν κουμπί πανικού έτσι ώστε οι αστυνομικοί να αντιληφθούν τι είχε συμβεί, αλλά όχι ο άνδρας μου, φοβούμενη μήπως κάποιος τον ειδοποιήσει και φύγει από το νοσοκομείο.
Για τον ίδιο λόγο στην κατάθεσή μου στους αστυνομικούς είπα ότι δεν επιθυμώ εξέταση από ιατροδικαστή. Ο γιατρός ενημέρωσε ότι έχω υποστεί διάσειση, αιμάτωμα στο κρανίο κάταγμα ρινός, μώλωπες στα μάτια, στα ζυγωματικά, κήλη, κάταγμα στα δάχτυλα, θλαστικά τραύματα στα χέρια και στο κρανίο. Ο γιατρός με ειδοποίησε ότι οι αστυνομικοί πήραν τον σύζυγό μου και εγώ υπέγραψα τις πρωινές ώρες για να φύγω από την κλινική, αφού είχα ειδοποιήσει την αδερφή μου και μια φίλη μου. Οι συστάσεις των γιατρών της κλινικής ήταν να παραμείνω εκεί».
Η ίδια ανέφερε ακόμα ότι ο σύζυγός της, όσα χρόνια ήταν μαζί, δεν είχε ανάλογη συμπεριφορά στο παρελθόν. «Υπήρχε ένταση μεταξύ μας κατά καιρούς (...) μάλιστα τον Οκτώβρη του είχα ζητήσει να χωρίσουμε αλλά δεν ήταν βίαιος, παρότι ήταν δύσκολος ως χαρακτήρας».