Πρώτα έδωσε στο Ιράν δύο εβδομάδες προθεσμία να συμμορφωθεί με τους όρους του και πριν περάσουν δύο μέρες το βομβάρδισε. Τώρα ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά πως Ιράν και Ισραήλ συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός χωρίς κανείς να είναι βέβαιος πως συνομίλησε πράγματι με κάποιον απ’ τους δύο προτού το κάνει.
Είναι σχεδόν αδύνατον να προβλέψει κανείς την επόμενη κίνηση του Ντόναλντ Τραμπ καθώς παρορμητισμός, αλλοπρόσαλλες δηλώσεις, επιδείξεις ωμής δύναμης και υποσχέσεις για ειρήνευση διαδέχονται η μία την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό και συνιστούν ένα πραγματικά μοναδικό μείγμα. Το μόνο βέβαιο είναι πως στον Αμερικανό πρόεδρο αρέσει να είναι απρόβλεπτος.
Έτσι, μετά τα περιορισμένα κατά γενική ομολογία αντίποινα του Ιράν στον βομβαρδισμό των πυρηνικών του εγκαταστάσεων από τις ΗΠΑ, ο Αμερικανός πρόεδρος έτεινε κλάδον ελαίας στην Τεχεράνη. Χαρακτήρισε την επίθεση κατά της αμερικανικής βάσης στο Κατάρ «πολύ αδύναμη» και την παρουσίασε σαν ανάγκη του ιρανικού καθεστώτος να εκτονώσει κάπως τις πιέσεις που είχε δεχτεί το τελευταίο δεκαήμερο. Και έπειτα ευχαρίστησε τον επιτιθέμενο επειδή είχε την ευγένεια να προειδοποιήσει για την εκτόξευση των πυραύλων.
Όλα αυτά αντανακλούν με ακρίβεια την προηγούμενη ιρανο-αμερικανική κρίση που είχε σημειωθεί και πάλι επί προεδρίας Τραμπ. Όταν τον Ιανουάριο του 2020, αμερικανικές δυνάμεις εκτέλεσαν τον Ιρανό στρατηγό Κασέμ Σολεϊμανί, τον επικεφαλής των επιχειρήσεων του ιρανικού στρατού στο εξωτερικό, το Ιράν αντέδρασε και πάλι με μετριοπάθεια χτυπώντας με πυραύλους αμερικανική βάση στο Ιράκ χωρίς ξανά να προκαλέσει απώλειες και σοβαρές ζημιές.
Και στις δύο περιπτώσεις το Ιράν έδειξε πως δεν επιθυμούσε την περαιτέρω κλιμάκωση δίνοντας απλώς μια απάντηση που του επέτρεπε να διασώσει τα προσχήματα, κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο. Γιατί κατά τα άλλα, τα γεράκια του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που επιδιώκουν πάση θυσία την «αλλαγή καθεστώτος» στην Τεχεράνη εκλαμβάνουν τέτοιου είδους απαντήσεις ως ένδειξη αδυναμίας και σημάδι πως τώρα είναι η ώρα να πιέσουν ακόμα περισσότερο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το editorial της Wall Street Journal. «Το Ιράν έδειξε με σαφήνεια πως δεν θέλει την αναμέτρηση. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι πια σε θέση να αντισταθεί και πολύ. Το Ιράν είναι αδύναμο και πως αν συνεχίσει να πλήττει τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ, διακινδυνεύει την επιβίωση του» ανέφερε.
Και στην ερμηνεία αυτή ήλθε να προστεθεί μία ακόμη έκκληση για «αλλαγή καθεστώτος» μετά από εκείνες του Νετανιάχου και του Τραμπ: «Δεν χρειάζεται ένας φιλελεύθερος δημοκράτης για να ανατρέψει το καθεστώς, ένας πραγματιστής αρκεί. Με τον τρόπο που ο Αγιατολάχ συγκράτησε τα αντίποινα του εναντίον των ΗΠΑ τη Δευτέρα, δείχνει πως αναγνωρίζει τον κίνδυνο» καταλήγει το κείμενο.
Το σενάριο της αλλαγής καθεστώτος έχει μπει επομένως για τα καλά στο τραπέζι από ένα μέρος του πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον και όσες εκκλήσεις για εκεχειρία και ειρήνη και αν απευθύνει ο Τραμπ μέσα στις επόμενες μέρες δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί έτσι εύκολα.
Δεν είναι τυχαίο πως λίγες ώρες προτού ο Aμερικανός πρόεδρος ανακοινώσει την εκεχειρία, η ισραηλινή πολεμική αεροπορία εξαπέλυε ένα από τα μεγαλύτερα κύματα αεροπορικών βομβαρδισμών κατά του Ιράν στοχεύοντας «στόχους του καθεστώτος και κυβερνητικές δυνάμεις καταστολής».
Στην μετρημένη απάντηση της Τεχεράνης συνέβαλε χωρίς αμφιβολία και η στάση της Μόσχας. Παρότι καταδίκασε την αμερικανική επίθεση έπειτα από τη συνάντηση που είχε με τον Iρανό υπουργό Εξωτερικών, Αμπάς Αραγκτσί, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν απέφυγε οποιαδήποτε δέσμευση για την υπεράσπιση του Ιράν με την οποία η χώρα του έχει υπογράψει σημαντικές αμυντικές συμφωνίες.
Ακόμα και αν η σημερινή αντιπαράθεση εκτονωθεί σε αυτή τη φάση, είναι σαφές πως η όρεξη τόσο του Ισραήλ όσο και των ΗΠΑ να ξεμπερδεύουν με τον τελευταίο μεγάλο αντίπαλο τους στη Μέση Ανατολή έχει ανοίξει για τα καλά. Αναμένονται επομένως αρκετά ακόμα κεφάλαια και απρόβλεπτες στροφές στο έργο που διαδραματίζεται μπροστά μας εδώ και περίπου μισό αιώνα.