Η μεταφορά της διαχείρισης του μεταναστευτικού στην Αλβανία, με τη δημιουργία δύο κλειστών κέντρων αιτούντων άσυλο και την αποστολή περίπου 300 Ιταλών αστυνομικών και καραμπινιέρων, αποδεικνύεται κόστος-χρυσάφι για τους Ιταλούς φορολογούμενους.
Σύμφωνα με το πρακτορείο La Presse, το συνολικό ετήσιο κόστος αυτής της επιχείρησης ανέρχεται σε 8.897.200 ευρώ, χρήματα που η αντιπολίτευση υποστηρίζει πως θα έπρεπε να επενδυθούν στην ίδια την Ιταλία, σε πιο επείγουσες ανάγκες και ουσιαστικές βελτιώσεις.
Η επιλογή της κυβέρνησης να φιλοξενήσει το προσωπικό που επιτηρεί τα κέντρα αυτά σε πολυτελή παραθαλάσσια ξενοδοχεία, με ανέσεις που περιλαμβάνουν ιδιωτικές παραλίες και κέντρα ευεξίας, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, ιδίως από όσους βλέπουν την εγχώρια δημόσια τάξη να αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα υποχρηματοδότησης.
Κάθε αστυνομικός θα στοιχίζει ημερησίως περίπου 80 ευρώ, ενώ δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί και ένα τρίτο πολυτελές ξενοδοχείο.
Η κίνηση αυτή επικρίθηκε έντονα από την αντιπολίτευση, η οποία την χαρακτήρισε «σπατάλη δημοσίων πόρων», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για επενδύσεις εντός Ιταλίας, όπως αύξηση μισθών των αστυνομικών, νέες προσλήψεις και ενίσχυση του εξοπλισμού τους. Παράλληλα, η απόφαση προκάλεσε ερωτήματα σχετικά με την επιλογή των λεγόμενων «ασφαλών χωρών», στις οποίες μπορούν να επαναπροωθούνται οι μετανάστες.
Το Δικαστηρίο της Μπολόνια ζήτησε διευκρινίσεις από την ΕΕ σχετικά με την ιταλική λίστα ασφαλών χωρών, η οποία ορίστηκε με νέο νομοθετικό διάταγμα της κυβέρνησης αφού προηγουμένως το Δικαστήριο της Ρώμης έκρινε ότι η μεταφορά των προσφύγων παραβιάζει τα δικαιώματά τους και δεν συμμορφώνεται με το ιταλικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο προστατεύει τους αιτούντες άσυλο.
Μάλιστα, ένα σχόλιο των δικαστών της Μπολόνια επισήμανε ότι και υπό απολυταρχικά καθεστώτα, όπως το ναζιστικό στη Γερμανία ή το φασιστικό στην Ιταλία, μεγάλο μέρος του πληθυσμού ένιωθε ασφάλεια, αν εξαιρέσει κανείς τις ευάλωτες μειονότητες.
«Θα μπορούσε να πει κανείς, παραδόξως, ότι η Γερμανία υπό το ναζιστικό καθεστώς ήταν μια εξαιρετικά ασφαλής χώρα για τη συντριπτική πλειοψηφία του γερμανικού πληθυσμού: εκτός από τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, τους πολιτικούς αντιπάλους, τους Ρομά και άλλες μειονοτικές ομάδες, πάνω από 60 εκατομμύρια Γερμανοί καυχιόντουσαν για μια αξιοζήλευτη κατάσταση ασφάλειας. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Ιταλία υπό το φασιστικό καθεστώς».
Μελόνι «Δέχθηκα θανατικές απειλές»
Εν μέσω των έντονων επικρίσεων, η Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, δήλωσε ότι δέχθηκε για πρώτη φορά απειλές κατά της ζωής της λόγω της υπογραφής αυτής της συνεργασίας με την Αλβανία. Δεσμεύτηκε, ωστόσο, να επιμείνει στην πολιτική αυτή και να επιδιώξει απτά αποτελέσματα για την Ιταλία.
«Για πρώτη φορά, δέχθηκα θανατικές απειλές, επειδή υπέγραψα το πρωτόκολλο συνεργασίας με την Αλβανία για το μεταναστευτικό», δήλωσε η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, στη δημόσια τηλεόραση της Rai. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να φέρει απτά αποτελέσματα η συγκεκριμένη συνεργασία», πρόσθεσε η Μελόνι, με αναφορά στα δύο ιταλικά κλειστά κέντρα για αιτούντες άσυλο, τα οποία έχουν δημιουργηθεί στη βόρεια Αλβανία.
«Αν συνεχίσουμε να ακολουθούμε τη συγκεκριμένη πορεία, θα δηλώσω ότι η Ιταλία, τελικά, δεν είναι ασφαλής χώρα. Όταν κάποιοι το ισχυρίζονται για το Μπανγκλαντές - μιλάμε για 180 εκατομμύρια ανθρώπους - είναι σαν να τους λέμε "ελάτε άνετα στην Ιταλία". Κάποιοι, έχουν θέσει ως στόχο να παρεμποδίσουν την καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης», τόνισε η επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης. Κατά την άποψή της, η απόφαση των δικαστών της Μπολόνια να ζητήσουν από το δικαστήριο της ΕΕ να αποφανθεί επί του νομοθετικού διατάγματος της κυβέρνησης της Ρώμης, το οποίο αφορά τις ασφαλείς χώρες προέλευσης των μεταναστών, «μοιάζει περισσότερο με προπαγανδιστικό φυλλάδιο, παρά με δικαστικό έγγραφο».
Γενική απεργία από τα μεγαλύτερα συνδικάτα
Τα συνδικάτα Cgil και Uil, δύο εκ των τριών μεγαλύτερων της Ιταλίας, προκήρυξαν γενική απεργία κατά του σχεδίου κρατικού προϋπολογισμού της κυβέρνησης Μελόνι, για τις 29 Νοεμβρίου.
Όπως αναφέρουν «θα κατέβουν στις πλατείες της χώρας με αίτημα την αλλαγή του σχεδίου κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο θεωρούν ότι είναι εντελώς ακατάλληλο για τις ανάγκες της χώρας και την επίλυση των προβλημάτων της» αλλά και «για να ζητήσουν την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, των συντάξεων και των μισθών, όπως και την ουσιαστική στήριξη της δημόσιας υγείας, της παιδείας και όλων των βασικών υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες».
Η Μελόνι κατηγόρησε τα συνδικάτα της χώρας, CGIL και UIL, για προκατάληψη, μετά την ανακοίνωσή τους για γενική απεργία στις 29 Νοεμβρίου, αντιδρώντας στον προϋπολογισμό του 2025.
Σημείωσε, δε, ότι η απεργία ανακοινώθηκε λίγο πριν τη συνάντηση της κυβέρνησης με τα συνδικάτα.