Αντιμέτωπους με την προοπτική ιστορικής συντριβής στις πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουλίου εμφανίζουν οι δημοσκοπήσεις τους Βρετανούς Τόρις, κάτι που φαίνεται να ανοίγει την όρεξη στις πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στα δεξιά τους. Ενδεικτικό παράδειγμα, η εσπευσμένη επιστροφή του Νάιτζελ Φάρατζ στην πολιτική σκηνή, με αποτέλεσμα τη συνολική μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης προς ακόμα συντηρητικότερες θέσεις.
Ο «προφήτης» του Brexit δεν διακρινόταν ποτέ για την αξιοπιστία και τη συνέπειά του. Συνεπώς, ελάχιστοι εξεπλάγησαν όταν λίγες μέρες μετά την ανακοίνωσή του ότι δεν πρόκειται να λάβει μέρος στις εκλογές της 4ης Ιουλίου έκανε στροφή 180 μοιρών αναγγέλλοντας αιφνιδιαστικά την κάθοδό του ως επικεφαλής του ξενοφοβικού κόμματος Reform UK. Ο βετεράνος πολιτικός, ο οποίος έχει κατέβει σε επτά κοινοβουλευτικές εκλογές στη Βρετανία χωρίς να κατορθώσει ποτέ να εκλεγεί βουλευτής, εμφανίστηκε πιο φιλόδοξος από ποτέ. Στόχος του, όπως ανακοίνωσε, είναι να αναλάβει τα ηνία της συντηρητικής παράταξης στη Βρετανία. «Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει τι θα συμβεί τα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αν το Reform πετύχει με τον τρόπο που περιμένω να πετύχει, τότε ένα τμήμα του Συντηρητικού Κόμματος θα ενωθεί μαζί μας» σημείωσε ο Φάρατζ μιλώντας σε πρωινή εκπομπή του δικτύου ITV. «Δεν θέλω να ενταχθώ στο Συντηρητικό Κόμμα. Νομίζω πως το καλύτερο θα ήταν να το καταλάβω» συμπλήρωσε.
Ο ίδιος άρχισε την Τρίτη την προεκλογική του εκστρατεία από το Κλάκτον, την «πιο πατριωτική πόλη στη Βρετανία», όπως τη χαρακτήρισε κατά την ομιλία του. Τόνισε ότι Συντηρητικοί και Εργατικοί διαφέρουν πλέον ελάχιστα μεταξύ τους, έχοντας πάψει προ πολλού να αποτελούν «πατριωτικές» δυνάμεις.
Πωλητής εθνικής υπερηφάνειας
«Θέλουμε να βάλουμε φωνές στο Γουεστμίνστερ που πραγματικά να πιστεύουν στη Βρετανία. Δεν θέλουμε τα μυαλά των παιδιών μας να δηλητηριάζονται λέγοντάς τους ότι δεν θα έπρεπε να είναι περήφανα για τη χώρα τους» τόνισε. Το Reform UK κυμαίνεται σήμερα στο επίπεδο του 11% με 15% στις περισσότερες δημοσκοπήσεις, με την επιστροφή του Φάρατζ να αναμένεται να το ενισχύσει ακόμη περισσότερο.
Οι ίδιες μετρήσεις εμφανίζουν τους Συντηρητικούς αντιμέτωπους με το φάσμα μιας πρωτοφανούς εκλογικής ήττας. Το κόμμα του Ρίσι Σούνακ κατακρημνίζεται στο επίπεδο του 24%, ένα ποσοστό που, αν επαληθευτεί στις κάλπες, θα σημάνει για τους Τόρις μία από τις ισχνότερες εκπροσωπήσεις τους στο Κοινοβούλιο στην εκλογική ιστορία της Βρετανίας.
Αντιθέτως, οι αντιπολιτευόμενοι Εργατικοί του Κιρ Στάρμερ φαίνονται έτοιμοι να κατακτήσουν μια ιστορική αυτοδυναμία (485 έδρες, τη στιγμή που για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία απαιτούνται 326) και ποσοστό που θα μπορούσε να αγγίξει το 45%.
Σούνακ και Στάρμερ αναμετρήθηκαν το βράδυ της Τρίτης στο πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ της προεκλογικής περιόδου και η θεματολογία της συζήτησης ήταν αποκαλυπτική για τον βαθμό στον οποίο η ακροδεξιά πολιτική ατζέντα, με βασικό άξονα το μεταναστευτικό, έχει κυριαρχήσει πλήρως. Ο Βρετανός πρωθυπουργός παρουσίασε ως σημαντικά επιτεύγματα της κυβέρνησής του τις πτήσεις-απελάσεις μεταναστών προς τη Ρουάντα -που προβλέπεται να αρχίσουν μέσα στο καλοκαίρι- καθώς και την επιβολή πλαφόν στον αριθμό όσων λαμβάνουν βίζα. Για τον Στάρμερ το βασικό ζήτημα ήταν ότι η μετανάστευση «έγινε ανεξέλεγκτη» κατά τη διακυβέρνηση των Συντηρητικών. «Τα επίπεδα της μετανάστευσης είναι υπερβολικά υψηλά. Είναι στο διπλάσιο επίπεδο απ’ ό,τι ήταν όταν ήμασταν στην Ε.Ε. Αυτή είναι η ειρωνεία» επισήμανε.
Την ίδια ώρα, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού δημοσιεύματα στον αμερικανικό Τύπο εμφάνιζαν τον Πρόεδρο Μπάιντεν να υιοθετεί ακόμα σκληρότερη στάση στο μεταναστευτικό υπό την πίεση των Ρεπουμπλικάνων και του Ντόναλντ Τραμπ, που υπόσχονται το «μεγαλύτερο πρόγραμμα μαζικών απελάσεων» στην αμερικανική Ιστορία εφόσον εκλεγεί Πρόεδρος τον Νοέμβριο. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ο Αμερικανός Πρόεδρος πρόκειται να υπογράψει διάταγμα το οποίο θα ενεργοποιεί νόμο του 1952 που προβλέπει την επιβολή έκτακτων περιορισμών στη χορήγηση ασύλου στην περίπτωση που η εισροή μεταναστών φτάνει σε τέτοιο επίπεδο ώστε να κρίνεται «επιζήμια» για το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ.