Του Μιχάλη Σπουρδαλάκη*
Το διαβόητο ιδεολόγημα των δύο άκρων αναπαράγεται από έγκριτους (;) δημοσιογράφους, επιστήμονες και πολιτικούς που με περισσή αυταρέσκεια αυτοαναγορεύονται σε «δυνάμεις της ευθύνης». Ο Λόγος τους αυτός αποκαλύπτει, εκτός των άλλων, με τρόπο κραυγαλέο τον πανικό και τη βαθιά κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Κατά συνέπεια πρόκειται για μια πολυσύνθετη όσο και ενδιαφέρουσα συζήτηση που δεν μπορεί να εξαντληθεί σε λίγες γραμμές. Αφοριστικά, ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να σημειώσει:
1. Καθώς κάθε μάχη για την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία προετοιμάζεται σε ομαλές και ειρηνικές περιόδους, οι σημερινές «θεωρίες» των δύο άκρων έλκουν την καταγωγή τους από το ρεύμα της αναθεώρησης της Ιστορίας, που εμφανίζεται στη χώρα μας ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Παρά τις ιστορικές αυθαιρεσίες, αποσιωπήσεις και μεθοδολογικά κενά, το ρεύμα αυτό κατάφερε να νομιμοποιηθεί ακόμη κι από όσους του άσκησαν κριτική, αφού ο διάλογος μαζί του το βοήθησε να καταλάβει περίοπτη θέση στα σαλόνια εφημερίδων και να δεξιωθεί ακόμη και σε πανεπιστημιακά τμήματα.
2. Όταν τα σύννεφα από την κρίση της νομιμοποίησης έφεραν τη βροχή της εξέγερσης του Δεκέμβρη, το ιδεολόγημα για τα δύο άκρα φάνηκε ήδη έτοιμο και προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Στις μέρες μας πια, με το ξέσπασμα της κοινωνικής καταιγίδας, που προκαλούν οι γνωστές πολιτικές της επιθετικής λιτότητας, οι απόψεις αυτές πλέον αναπαράγονται σε τόνους που αγγίζουν συχνά την υστερία.
Η συστηματική παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου από πολιτικούς και διανοούμενους που είτε μας τρομοκρατούν για την «υγειονομική βόμβα στην Αθήνα» είτε προβλέπουν, με ανατριχιαστικό κυνισμό, ότι «υπάρχει πολύ λίπος να καεί ακόμα» αποτελούν το απαραίτητο ισοδύναμο ανάπτυξης της Ακροδεξιάς.
3. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, πιεζόμενες από την κραυγαλέα έλλειψη νομιμοποίησης για τις ακολουθούμενες πολιτικές τους, στράφηκαν στην γνωστή μέθοδο της κατασκευής του εσωτερικού εχθρού. Έτσι εξισώνουν τη νόμιμη κοινωνική διαμαρτυρία με την εγκληματική και πολύσημα ρατσιστική δραστηριότητα. Το εγχείρημα όμως αυτό έχει κοντόθωρα αποτελέσματα: Προσφέρει μεν άλλοθι για την επιβολή ρυθμίσεων εκτάκτου ανάγκης, που φαίνεται να είναι απαραίτητες για την επιβολή της κυβερνητικής πολιτικής, ωστόσο θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τη Δημοκρατία, αλλά ακόμα και τις στοιχειώδεις συνθήκες κοινωνικής ασφάλειας.
Αλήθεια, τι θα συνέβαινε αν τα θύματα των ρατσιστικών επιθέσεων αντιδρούσαν με τον ίδιο βίαιο τρόπο; Η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς δράσης και από την κατ’ ουσία, εξτρεμιστική πολιτική που ασκεί το «όλον» του εσμού των κυβερνητικών δυνάμεων, οδηγεί, φευ, στο ορατό μέλλον σε ανεξέλεγκτες και βίαιες καταστάσεις εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα.
4. Κατά συνέπεια, στο όνομα ενός ακραίου και ιδιοτελούς οικονομικού φιλελευθερισμού, οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές, ελίτ με τη θλιβερή σύμπραξη των νέας κοπής οργανικών τους διανοούμενων, επιχειρούν να ακυρώσουν το φιλελεύθερο, δημοκρατικό και κοινωνικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Για το εγχείρημα αυτό η κατασκευή της «θεωρίας» των δύο άκρων μοιάζει να τους είναι όχι απλά χρήσιμη, αλλά απαραίτητη.
Ωστόσο δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι πριονίζουν το κλαδί στο οποίο και οι ίδιοι κάθονται. Αφού μέσα από την ασφάλεια που τους παρέχει ο έλεγχος του επικοινωνιακού παιχνιδιού δεν βλέπουν ότι σύντομα οι πληττόμενοι πολίτες θα ανακαλύψουν στον καθρέφτη της καθημερινότητας πως το νεοναζιστικό σκιάχτρο είναι το πραγματικό είδωλο της κυβερνητικής ανευθυνότητας.
* Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεστήμιο Αθηνών