Πρόκειται για το «Βιβλίο των βιβλίων μου». Δηλαδή, έχοντας μπροστά μου σαράντα από τα πενήντα πέντε βιβλία μου, που βρίσκονταν στα χέρια είκοσι μεταπτυχιακών φοιτητριών/φοιτητών, εμφανίζεται ο πίνακας των περιεχομένων τους με ερωτηματική μορφή και στη συνέχεια επιλέγονται ορισμένες ερωταποκρίσεις για να καταστεί προσλήψιμη η στόχευση κάθε βιβλίου. Ακολουθεί ένα ευρύ πλαίσιο ερωταποκρίσεων για την υποβοήθηση της θεματικής του. Έχει προστεθεί και το ερέθισμα του ποιητικού βιβλίου «Σε καιρούς τύχης και τόλμης» (2015).
Κάθε απόπειρα κατανόησης ενός κειμένου εγκλείει απελευθερωτικές δυνατότητες. Και το πιο ουσιαστικό: Αυτή την απελευθερωτική έλξη τη συναντάς διαυγέστερα και αμεσότερα όταν έχεις αποσείσει τα δεσμευτικά πρότυπα, την υστερόβουλη τακτική, το πολιτικό κόστος και ό,τι άλλο συνοδεύει τους δυσπρόσιτους «custodes sacrorum». Μόνο που το «διαβιβάζω» απλουστεύεται σε «διαβάζω», ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος «διαβάζει βουλωμένο γράμμα», με κύριο νοηματικό πυρήνα το «μεταφέρειν» ή «μεταδίδειν». Η «ανάγνωση», λοιπόν, ως «υπηρεσία διαβιβάσεων» του ιστορικού ως κοινωνικού όντος, τόσο παλαιότερα όσο και σήμερα με την ηλεκτρονική σκευή της σηματοδοσίας. «Διαβίβαση» νοημάτων επιχειρεί καθένας μας και συνάμα δέχεται «μηνύματα» και κάθε είδους συμβολικά αγαθά.
Σ’ ένα τέτοιο «ταξίδι» υπονοείται η διαρκής εναλλαγή ρόλων. Όταν, δηλαδή, διδασκόμενοι καταλαμβάνουν επάξια τη θέση των διδασκόντων και τους ξεπερνούν. Έτσι μπορούν να περιορίσουν δραστικά την εξουσιαστική πλευρά των θεσμών μαθητείας, χωρίς ποτέ να την εξαφανίζουν, ακόμη κι αν υφίστανται αγωγή «υπνοπαιδείας», απ’ όποια πλευρά κι αν σταθεί κανείς. Συναφώς ενδέχεται να πολλαπλασιάζονται τα απρόοπτα που διαφεύγουν από την κανονι(στι)κότητα των λειτουργιών αυτής της μαθητείας. Προφανώς, εδώ και δεκαετίες, οι θεσμοί δημοσιότητας, «συμβατικοί» ή «εικονικοί», υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της σχολικής σφαίρας, άσχετα αν ο τωρινός «σχολαστικισμός» μας συχνά είναι προϊόν της «σχόλης» και όχι του «σχολείου».
Σε κάθε περίπτωση, ιδίως τώρα που καταγράφεται η μεγιστοποίηση των μορφών διανοητικής εργασίας, η θεσμική κατανομή της θεωρητικής γνώσης δεν οδηγεί αναπότρεπτα σε ελεφάντινο πύργο. Η οικεία αρμοδιότητα κρίνεται, όταν και εφόσον κρίνεται, στους κόλπους της ειδικής «ακαδημαϊκής κοινότητας». Δηλαδή, εντός μιας ιστορικά διαμορφωμένης «κοινότητας» πολλών επιμέρους «κοινοτήτων» που αναγνωρίζουν ως κοινό παρονομαστή τους τη δυνατότητα άσκησης κριτικής σε όλους ανεξαίρετα. Συνάμα που δεν αποκλείουν, ιδίως σε ό,τι αφορά την κοινωνική και πολιτική θεωρία, η καταξίωσή τους να προέλθει από τον στίβο των εναλλακτικών επιλογών της κοινωνίας. Διαφορετικά, το «Φιλοσοφείον» θα ήταν εμφανώς υποτονικό και θα επιτελούσε απλώς λειτουργίες όπως η εκκλησία ή τα δικαστήρια. Δηλαδή, με λειτουργούς που θα φορούσαν προκλητικά ξεχωριστό χιτώνα για να επιδεικνύουν την «αυθεντία» τους (βλ. «Ιστορική αίσθηση» και λογοτεχνία, 21, 24-25, 323-325). Την «αυτοπροστασία» με τον τρόπο του Foucault μάλλον θα τη θεωρούσα περιττή: «Δεν είμαι επαγγελματίας ιστορικός˙ κανείς δεν είναι τέλειος». Για τούτο προτιμώ να μην λησμονήσω τον Τίτο (Πατρίκιος, «Η αντίσταση των γεγονότων», Αθήνα 2000, 75):
«κοιτάζω τη θάλασσα στο βάθος
και ξαναγυρνάω στο γράψιμό μου»...
* Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Η πεμπτουσία του «ιστορικώς εννοείν»*
Για να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε… Αν υποθέσουμε ότι πλέον δεν ερίζουν οι ιστορικοί ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους εμπλεκόμενους ενός «γεγονότος». Μόνο που κι αυτό το τρίπτυχο δεν εμφανίζεται τόσο αυτονόητο, αν επιμένουμε στα «αίτια» και τα «αποτελέσματά» του. Δηλαδή, η αιτιώδης συνάφεια εκτυλίσσεται στον χρόνο, διαδραματίζεται στον τόπο και τελείται με συγκεκριμένα υποκείμενα. Έτσι η κίνηση από τα «αίτια» στα «αποτελέσματα», στην πληθυντική τους βέβαια αποτύπωση, δεν είναι γραμμική ούτε αποκλείει τον ρόλο της «συγκυρίας». «Πρόβλημα», λοιπόν, είναι η δυνατότητα προβολής των «αιτίων» στα «αποτελέσματα», ό,τι δηλαδή συνιστά την πεμπτουσία του «ιστορικώς εννοείν». Απλούστερα, να παίζουμε στα δάχτυλα το «πότε», το «πού» και το «ποιοι» και να μας βασανίζει το «γιατί» με το οποίο δένουμε τα realia σε μια συνολικότερη πραγματικότητα, κατανοήσιμη και ερμηνεύσιμη.
Η ιστορικο-κριτική ανάγνωση των πηγών μπορεί να περιγραφεί ως η μετάβαση από τη «χαοτική παράσταση του όλου» στην «πλούσια σε καθορισμούς και σχέσεις ολότητα». Η ερμηνευτική αυτή αποσκοπεί στην ανασύσταση του επιχειρήματος που χρησιμοποιείται στην εκδίπλωση μιας ορισμένης προβληματικής, την οποία όμως προσγειώνει στις ανάγκες και στα αιτήματα μιας εποχής η σύστοιχη ιστορική οπτική. Η διακριτική σύζευξη «ενδογενών», που προκύπτουν από την ίδια την ιστορική σκέψη, και «εξωγενών» παραμέτρων, που αφορούν το ιστορικό τους περιβάλλον, στον βαθμό που δεν νομιμοποιείται έτσι ένας ανυπόστατος δυϊσμός, αποφεύγει την ανιστορική σύλληψη της γένεσης και ιδίως της κυκλοφορίας αυτών των ιδεών.
Συνάμα, καθιστά περιττή την επινόηση κάποιου πάλλογου φαντάσματος της ιστορίας, που θα τακτοποιούσε με κάθε άνεση το σύνολο των εκδηλώσεων της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι μήτρες ιδεών, από τις οποίες αντλούν οι εκπρόσωποι ενός οποιουδήποτε «ρεύματος» ιδεών, βρίσκονται στη μεθόριο της «ενδογενούς» και της «εξωγενούς» ιστορίας του και επομένως αποκλείουν τόσο την παρθενογένεση όσο και την εκμηδένιση της αυτοδυναμίας. Ειδικότερα, μια τέτοια συζυγία «ενδογενών» και «εξωγενών» παραγόντων, όπου δαμάζεται το πάλλογο «τέρας» της ιστορίας που ενοχλείται με τη «διαφορά» και την «αντίθεση», επιτρέπει να αναδεικνύονται οι «φάσεις» και οι λόγοι της μετακίνησης ως προς τη στοιχειοθέτηση των ενδιαφερόντων, τον τρόπο εμβάθυνσης, τη χρήση του εννοιολογικού apparatus, τη δύναμη και την εκφορά του επιχειρήματος (σ. 19).
* Απόσπασμα από το βιβλίο «Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα; Η διαλεκτική μέθοδος της ερωταπόκρισης», εκδόσεις Τόπος