Ένα «μεγάλο ταξίδι» και «εμπειρία ζωής» είναι για τη Λυδία Κονιόρδου η διαδρομή από την ευριπίδεια «Ηλέκτρα» του Θεσσαλικού Θεάτρου, που το 1988 την καθιέρωσε ως κορυφαία τραγωδό, μέχρι τις αισχύλιες «Ικέτιδες» του φετινού καλοκαιριού από το Θέατρο Τέχνης. «Αυτό το ταξίδι με έκανε πιο ταπεινή και με μεγαλύτερη κατανόηση για τους άλλους» λέει. Ένα ταξίδι με σπουδαίες ερμηνείες και συνεργασίες εντός και εκτός Ελλάδας αλλά και μια διαδρομή μύησης και κατάδυσης στον έσω εαυτό, στον κόσμο, στην τέχνη της. Καθώς προετοιμάζεται να επιστρέψει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 23 και 24 Αυγούστου ως Πελασγός στην αισχύλια τραγωδία, την οποία σκηνοθετεί η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Μαριάννα Κάλμπαρη, η γνωστή πρωταγωνίστρια και πρώην υπουργός Πολιτισμού θυμάται τη διαδρομή της στο θέατρο και θυμίζει διαρκώς την επικαιρότητα των «Ικέτιδων». Μιλάει για το θέατρο, την πολιτική, τον πόλεμο, τη δημοκρατία, την ικεσία. Δεν κρύβει την αγωνία της για το μέλλον και εύχεται «να θυμηθούμε όλοι ότι ήμασταν κάποτε κι εμείς ικέτες. Μπορεί να ξαναγίνουμε αύριο».
Επιστροφή στην Επίδαυρο. Με ποιες σκέψεις επιστρέφεις στο θέατρο που σε καθιέρωσε ως τραγωδό έχοντας διανύσει μια αξιοθαύμαστη πορεία;
Η Επίδαυρος είναι για μένα ένας πολύ οικείος χώρος. Πιο πρόσφατα συμμετείχα στον «Οιδίποδα» του Robert Wilson. Έχω πολλές εμπειρίες πολύ τραυματικές και πολύ ευλογημένες στο θέατρο αυτό. Όταν ανηφορίζω προς το Λιγουριό, νιώθω σαν προσκυνητής που περιμένει κάποιο θαύμα να συμβεί. Άλλοτε συμβαίνει, άλλοτε όχι. Δεν εξαρτάται μόνο απ’ τους καλλιτέχνες, εξαρτάται κι από το κοινό και την εκάστοτε συγκυρία. Όμως για μένα παραμένει ένας τόπος που τον νιώθω σαν το σπίτι μου, δεν νιώθω φόβο, μόνο προσμονή με λαχτάρα. Χρειάζομαι καλή προετοιμασία για να αξιωθώ να μου «δοθεί η χάρις».
Ευτυχώς για μένα, κατάλαβα σχεδόν από το ξεκίνημά μου εκεί ότι όταν πηγαίνεις με την αλαζονική εντύπωση πως θα το κατακτήσεις, το θέατρο αυτό σε συνθλίβει. Εκεί βλέπεις πόσο μικρός είσαι. Όταν όμως πηγαίνεις με την επίγνωση ότι είσαι μικρός, προετοιμάζεσαι πολύ καλά κι όταν προσέρχεσαι εκεί και εγκαταλείπεσαι στις δυνάμεις και στις δυναμικές του χώρου, το θέατρο σε εξυψώνει. Συμβαίνει το «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Το έχω νιώσει, και οι στιγμές που μοιράζεσαι με το κοινό είναι μαγικές, σαν όλοι μαζί να νικάμε για λίγο τον χρόνο και τον θάνατο. Κάθε φορά που κατεβαίνω λοιπόν, εύχομαι να ξανασυμβεί μια τέτοια στιγμή.
Από την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη το 1988 στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου σήμερα, μεγάλη η διαδρομή. Πώς τη σκέφτεστε;
Σαν ένα μεγάλο ταξίδι που γνώρισα κομμάτια εντός που αγνοούσα, δασκάλους πολύτιμους που με ενέπνευσαν και συνεργάτες άξιους συμπορευτές. Κατάλαβα καλά το «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα» του Σωκράτη. Αυτό το ταξίδι με έκανε πιο ταπεινή και με μεγαλύτερη κατανόηση για τους άλλους.
Και το κόστος; Υπάρχει κόστος σε όλη αυτή τη διαδρομή;
Δεν θα αποτιμούσα σαν κόστος αυτή τη διαδρομή. Είναι εμπειρία ζωής, ένα ταξίδι, μια περιπέτεια πλούσια, που πατάει πάνω στις επιλογές και στις προτεραιότητες που θέτει ο κάθε καλλιτέχνης για τον εαυτό του. Ναι, πάντα κάτι θυσιάζεις και κάτι αποκομίζεις από τις επιλογές σου. Όμως αυτό είναι για σένα το φυσικό, αυτός είναι δρόμος σου, που δίνει ένα νόημα στη ζωή σου. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Γυναίκα πρόσφυγας δεν είναι και ο καλύτερος οδηγός επιβίωσης. Μοιάζει περισσότερο με ορισμό της θυματοποίησης και με ακραία ευαλωτότητα. Πώς αναμετριέσαι μέσα στη σημερινή συνθήκη με τις αισχύλιες «Ικέτιδες»;
Το έργο θέτει ως κεντρικό θέμα το ζήτημα του ασύλου μέσα από τον θεσμό της ικεσίας, που ήταν ιερός για τους αρχαίους. Η μη τήρηση του θεσμού έφερνε μίασμα στην πόλη, που έβαζε σε δοκιμασία όλους τους πολίτες. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ για το πιθανό μίασμα-τιμωρία που μπορεί να φέρει η ίδια η ζωή στις χώρες που αφήνουν ανθρώπους, μανάδες, παιδιά να πνίγονται αβοήθητοι ή ακόμα και επίτηδες και να ξεβράζονται στις ακτές δίπλα στους λουόμενους τουρίστες. Με ξεπερνάει αυτό, είναι πέρα από τον θυμό το συναίσθημα. Πιο πολύ μου δημιουργεί απόγνωση για την έλλειψη ανθρωπιάς, ιδίως από έναν λαό που έχει γνωρίσει στο πετσί του διαχρονικά τον πόνο της ξενιτειάς και της προσφυγιάς. Στις «Ικέτιδες» είναι οι γυναίκες που απειλούνται με βιασμό, που δεν τους επιτρέπεται από τον ανδρικό πολιτισμό το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Πόσες πολλές σημερινές αναφορές γεννιούνται! Θα χρειαζόταν κανείς ένα βιβλίο για να αναφερθεί σ’ αυτές.
Ο ρόλος του Πελασγού έχει φύλο;
Οταν με κάλεσε η σκηνοθέτρια της παράστασης Μαριάννα Κάλμπαρη να παίξω τον ρόλο του Πελασγού, επιθυμία της ήταν να μην δοθεί έμφαση στο φύλο, αλλά σε έναν πολιτικό που λειτουργεί με δικαιοσύνη και σωφροσύνη για τον λαό του, μπαίνει σε ένα επώδυνο δίλημμα και επιλέγει, με την απόφαση του λαού του πρώτα, να στηρίξει τον θεσμό της ικεσίας δίνοντας άσυλο στις κόρες με κίνδυνο της χώρας του και του ίδιου. Είναι ένα τραγικό πρόσωπο, που εν γνώσει τού κόστους επιλέγει και τελικά πληρώνει την απόφασή του με την ίδια του τη ζωή.
Ο Πελασγός είναι ο γενάρχης ενός πρωτοελληνικού πολιτισμού που, σύμφωνα με την ανάλυση της παράστασης, ήταν πιο κοντά στη μητριαρχία, ειρηνικός, όχι απολυταρχικός. Λάτρευε τη Γαία ως κυρίαρχη θεά και η γυναίκα είχε μια ανώτερη θέση στη δομή της κοινωνίας. Αυτός ο πολιτισμός ηττήθηκε και απορροφήθηκε από την επέλαση των Δωριέων-Αχαιών-Δαναών. Ειρηνικά; Βίαια; Δεν ξέρουμε. Η Ιστορία έχει σβηστεί από τους κατακτητές που κυριάρχησαν με τα όπλα και όχι με την πειθώ, όπως ο Πελασγός, και φέρνοντας τους ανδρικούς θεούς τους δημιουργήσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα σαν αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Για μένα ο Πελασγός είναι αυτό που λέει η ποιήτρια: ο, η Άνθρωπος.
Η ικεσία στην εποχή μας τι απηχεί;
Μα είναι προφανές ότι ο θεσμός της ικεσίας σήμερα αντιστοιχεί με το αίτημα ασύλου από τους κατατρεγμένους που αναζητούν τη σωτήρια από τον πόλεμο, τη βία και την πεινά λόγω της κλιματικής καταστροφής που έχει δημιουργήσει ο λεγόμενος πολιτισμένος κόσμος. Αντί λοιπόν να στηρίξει τους ανθρώπους που αναγκάζονται να ξεριζωθούν, τους πνίγει και τους «επαναπροωθεί» - μια ωραία λέξη, που αντικαθιστά τον όλεθρο και τη στέρηση της ελπίδας επιβίωσης.
Αυτό θα ενταθεί όσο αυξάνονται οι συγκρούσεις για γεωπολιτικούς λογούς και για τον έλεγχο των πρώτων υλών και του νερού. Αν δεν λειτουργήσει ο θεσμός του ασύλου γενναιόδωρα, βλέπω να πνίγεται πολιτισμένος κόσμος από τα αυξανόμενα κύματα των απελπισμένων ανθρώπων που το ίδιο δημιουργεί.
Βλέπουμε από τη μία πλευρά πρόσφυγες ως ικέτες, από την άλλη γυναίκες στα αστυνομικά τμήματα να ικετεύουν για προστασία αλλά να δολοφονούνται, εργαζόμενους να ικετεύουν για μια εποχική δουλειά. Αλήθεια, τι μας διδάσκει ο Αισχύλος για όλα αυτά;
Ο Αισχύλος σε πολλά έργα του αποκαλύπτει τη βία και την αδικία που διαπράττεται εις βάρος των γυναικών. Στον «Προμηθέα» έχουμε την Ιώ, που βιάζεται από τον Δία και μεταμορφώνεται σε δαμάλα από την Ήρα, καταδικασμένη σε ατέλειωτη προσφυγιά. Είναι ένα πρόσωπο που κυριαρχεί και στις «Ικέτιδες», που κατάγονται από αυτή και έχουν παρόμοια μοίρα. Στον «Αγαμέμνονα» έχουμε τον φόνο της Ιφιγένειας και την εκδίκηση της μάνας της, της Κλυταιμνήστρας, με τον φόνο του Αγαμέμνονα. Ο Αισχύλος φροντίζει να εκθέσει και τις δύο πλευρές του δικαίου στο κοινό. Ο δε εξευμενισμός των Ερινυών αφήνει πολλά ερωτήματα στον σύγχρονο θεατή ως προς το τίμημα που πληρώνει ο σύγχρονος άνθρωπος που παραβλέπει το μητρικό δίκαιο. Η εποχή μας κατακλύζεται από τη βία κατά των αδυνάτων και οι γυναίκες είναι πρώτες στη σειρά. Υπάρχει τεραστία οργή παγκόσμια, που συσσωρεύεται λόγω των μεγάλων ανισοτήτων της στοχοποίησης και της ωμής βίας χωρίς καν προσχήματα πια, των δυνατών κατά των αδυνάτων. Βλέπουμε σήμερα λοιπόν, εκτός από τα ισχυρά κράτη, όπως το Ισραήλ με την ανελέητη βία κατά των Παλαιστινίων, η οργή να εκφράζεται τυφλά κατά των πιο αδύναμων, γυναικών, παιδιών, ζώων, από τους πιο ισχυρούς, συνήθως άνδρες, μόνο και μόνο επειδή μπορούν. Πιστεύω ότι αυτό είναι μια ύβρις του πολιτισμού μας λόγω άδικης βίας και ιδιοτελούς χειραγώγησης όσων έχουν τυφλωθεί από την οργή και δεν σκέφτονται με βάση το κοινό συμφέρον αλλά παρορμητικά, χωρίς λογική.
Το θέατρο είναι κορυφαία πολιτική πράξη;
Το θέατρο γεννήθηκε σαν θεσμός που στήριζε την εκπαίδευση των πολιτών στην ευρύτερη πολιτική σκέψη. Να μπορούν να αποφασίζουν σαν πολίτες ανάμεσα στα διλήμματα που αφορούσαν την πόλη τους και να ψηφίζουν με λιγότερο κίνδυνο να παρασυρθούν από τους δημαγωγούς. Το θέατρο λοιπόν είναι με αυτή την έννοια πολιτικό. Δεν είναι προπαγάνδα. Δεν σου λέει τι να κάνεις και τι όχι. Σου εκθέτει το δίλημμα και ο κάθε πολίτης καλλιεργεί την συνειδητότητά του για να αποφασίσει και μα ψηφίσει.
Επίσης στο θέατρο καλλιεργείται η μνήμη και η σύνδεση του ανθρώπου με τις άλλες μορφές ζωής στη φύση και την μεταφυσική, μέσα από την κοινή τους μοίρα. Γι αυτό κατά την γνώμη μου το αρχαίο θέατρο δεν είναι αποκλειστικά ανθρωποκεντρικό. Έτσι θέλουμε να το διαβάζουμε Σήμερα ειδικά που ο πλανήτης καταστρέφεται από αυτήν την περίφημη ανθρωποκεντρικότητα είναι καιρός πια να ξυπνήσουμε και να διαβάσουμε αλλιώς τα σημάδια.
Το θέατρο τι σας έχει διδάξει; Τι σας διδάσκει καθημερινά;
Το θέατρο ήταν για μένα τα πρώτα δέκα χρόνια ο γιατρός της ψυχής μου και ο οδηγός στην αυτογνωσία. Έπειτα από αυτή την απαραίτητη περίοδο που, γνωρίζοντας τον εαυτό μου, θεράπευσα τραύματα που με στοίχειωναν και με γέμιζαν φόβους, συνδέθηκα με έναν φυσικό τρόπο μ’ αυτό που είναι συλλογικό. Από το «εγώ» πέρασα στο «εμείς». Αυτά είναι και τα στάδια μύησης στο αρχαίο δράμα. Με τον χορό καταθέτεις το εγώ σου, υποτάσσεσαι στο συλλογικό. Μετά, όταν υποδυθείς το πρόσωπο του έργου, είσαι απαλλαγμένος από τις μικροδιαφορές της προσωπικότητάς σου και την υποτάσσεις σ’ αυτό που είναι κοινό στο ανθρώπινο είδος. Αυτό με έχει βοηθήσει να κατανοώ τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους. Επιπλέον, τα έργα αυτά έχουν γραφτεί την περίοδο που αναπτύσσεται ο διάλογος, θεσμοθετείται η αμφισβήτηση και η διαφωνία μέσα από τον θεσμό της Δημοκρατίας, του δικαστηρίου και του θέατρου. Επομένως, η διαλεκτική είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για να κατανοήσει κάνεις τον εαυτό και τον κόσμο γύρω του, αλλά κυρίως για να διαβάσει τις πραγματικές αίτιες πίσω από τα παραπλανητικά συχνά φαινόμενα. Αυτό είναι μια συναρπαστική διαδικασία της συνείδησης που κρατάει τον άνθρωπο ζωντανό, συνειδητό, εναργή. Ειδικά σήμερα, του προσφέρει ένα μέσο διάκρισης, καθώς κατακλύζεται από το τσουνάμι της χειραγώγησης, της προπαγάνδας, των social media και των fake news. Έχει μια ελπίδα έτσι να διακρίνει το σωστό από το λάθος, το δίκαιο από το άδικο, την αλήθεια για το κοινό κάλο, όχι μόνο για τον εαυτό του. Με το αρχαίο δράμα κατανοείς βαθιά ότι το προσωπικό συνδέεται με το συλλογικό ως μόνος τρόπος επιβίωσης του ανθρώπινου είδους.
Αλήθεια, θυμάστε την πρώτη σας παράσταση;
Η πρώτη μου παράσταση-εμπειρία ήταν στο γυμνάσιο. Παρουσιάσαμε στα αρχαία ελληνικά την «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Εγώ ήμουν κορυφαία στον χορό. Θυμάμαι ακόμα το χορικό σε μελοποίηση Δραγατάκη «όρνις αλκυών α παρά πετρίνας πόντου δειράδας κελάδεις…». Νομίζω πως εκεί ένιωσα πρώτη φορά μια παράξενη συγγένεια, οικειότητα μ’ αυτή την κληρονομιά. Δεν ήταν αρχαία για μένα, την καταλάβαινα μέσα από ένα κομμάτι μου που δεν το ήξερα ακόμα. Η συγκίνηση ήταν βαθιά, δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυά μου. Ακόμα, ερωτεύτηκα τα αρχαία ελληνικά και άρχισα να μελετώ κείμενα στο πρωτότυπο εκτός σχολείου. Αυτό κάνω και τώρα στα έργα που δουλεύω.
Υπάρχει για σας η στιγμή που θα αφήσετε τη σκηνή κι αν ναι, πώς τη φαντάζεστε αυτή τη στιγμή;
Οσο το θέατρο και το κοινό θα με καλούν και εφόσον βρίσκω νόημα, θα ανταποκρίνομαι. Προσπαθώ να διατηρώ το μυαλό και το σώμα μου σε εγρήγορση και ετοιμότητα. Από την άλλη, παρ’ όλη την αφοσίωσή μου σ’ αυτή την τέχνη, δεν την ένιωσα ποτέ μονόδρομο. Έχω από παιδί και με τα χρόνια αναπτύξει πολλά ενδιαφέροντα και σχέδια που περιμένουν υπομονετικά στη γωνία για να υλοποιηθούν. Φρόντιζα με μικρές δόσεις να τα διατηρώ ζωντανά και να τα τρέφω. Όπως λοιπόν έλεγε ένας 90χρονος φίλος από την Μπολόνια, «έχω πολλά να κάνω όταν μεγαλώσω». Αγαπώ το κάθε λεπτό που βιώνω και θα αφήσω η ίδια η ζωή να μου δείξει τον δρόμο. Περιμένω με περιέργεια!
Ο ρόλος που δεν παίξατε και ονειρεύεστε να ερμηνεύσετε;
Εχω σταθεί τυχερή με τους ρόλους που έπαιξα - Ηλέκτρα, Ιφιγένεια αλλά και Φόνισσα, Σόνια, Ουρανό κατακόκκινο. Τελευταία έπαιξα δύο ρόλους που ονειρευόμουν, τον Χαμ στο «Endgame» του Μπέκετ και τον Μέγα Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι. Πάνω απ’ όλα όμως δεν σκέφτομαι ρόλους, γυναίκειους ή αντρικούς. Τα πιο σημαντικά για μένα είναι η ματιά του σκηνοθέτη και το όραμα της ομάδας. Είναι για μένα απαραίτητο να πιστεύω στην ανάγκη του κάθε νέου ταξιδιού, όχι μόνο τι ρολό θα παίξω εγώ.
Και η τηλεόραση;
Η τηλεόραση είναι μια συναρπαστική ανακάλυψη. Είχα πολύ μικρή εμπειρία με το «Φάντασμα» δίπλα στον Γιάννη Διαμαντόπουλο. Τώρα είναι για μένα ένας νέος κόσμος, μια νέα τέχνη να δουλεύεις μπροστά στην κάμερα με τις ταχύτητες που απαιτεί μια καθημερινή σειρά. Ήρθε όταν ήμουν έτοιμη γι’ αυτό. Ήμουν τυχερή με τη συνεργασία του Αντρέα Γεωργίου και της Βάνας Δημητρίου και με τον ρόλο που μου εμπιστευτήκαν, που με εκφράζει πολύ. Θα ήθελα τώρα να δουλέψω και για το σινεμά μετά την εμπειρία αυτή. Τώρα, στην περιοδεία με τις «Ικέτιδες», με συγκινεί που άνθρωποι σε απομακρυσμένα μέρη, που δεν έβλεπαν θέατρο, είδαν τη δουλειά μου στην τηλεόραση και φέτος με αναζητούν στο αρχαίο δράμα. Είναι κάτι που συμβαίνει και με πολλούς άξιους συναδέλφους. Ένα φαινόμενο που έχει πολλά καλά αλλά και κίνδυνους.
Η πολιτική τι μαθήματα σας έδωσε;
Η εμπειρία μου από αυτό το πέρασμα είναι πολύ πυκνή. Είναι πολλά που έμαθα, κυρίως για τη φύση των ανθρώπων, γι’ αυτό που είναι κάλο για τον τόπο και το δημόσιο συμφέρον, για τη δύναμη που χρειάζεσαι να συνεχίσεις να το υπηρετείς ανυστερόβουλα, πάρα τα χτυπήματα πανταχόθεν. Η ιδιοτέλεια και οι προσωπικές φιλοδοξίες, ιδιαίτερα στην Αριστερά, χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους να καμουφλαριστούν, συχνά με ιδεολογικό πρόσημο - γι’ αυτή την εμπειρία δεν φτάνει ο χώρος μιας συνέντευξης… Όμως έχεις μεγάλη ικανοποίηση να βρίσκεις τρόπους να ενώνεις διαφορετικούς ανθρώπους σε έναν κοινό σκοπό και να νικάς έτσι τη μικρότητα, τον φόβο, την ιδιοτέλεια. Αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξα στη θητεία μου. Με τον διάλογο, τη διαβούλευση και την πειθώ για όπλα, όχι τον φόβο, τον εκβιασμό ή τον εκμαυλισμό. Ένα συμβολικό για μένα έργο που έλαχε να χειριστώ στη θητεία μου, στο οποίο καταφέραμε όλοι μαζί να κερδίσουμε αυτόν τον στόχο είναι η αναστήλωση του Γεφυριού της Πλάκας στα Τζουμέρκα σε χρόνο ρεκόρ.
Καθώς μετράμε πενήντα χρόνια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας τι σκέφτεσαι για την ποιότητα της Δημοκρατίας στη χώρα μας, στον κόσμο μας;
Για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξη για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Η Δημοκρατία είχε πάντα αδυναμίες, κίνδυνους. Κυρίως από τους δημαγωγούς - σήμερα το λέμε προπαγάνδα, χειραγώγηση, fake news. Η εξουσία έχει περάσει στα χεριά λίγων, ζούμε μια νέας μορφής φεουδαρχία, με νεοσκλάβους και νεόπτωχους. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι το κέρδος που έχει αφεθεί ελεύθερο να αυτορυθμιστεί, σύμφωνα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, έχει εκτροχιαστεί. Έχει μετατραπεί σε ένα καρκίνωμα που καταστρέφει κάθε οργανισμό από τον οποίον τρέφεται. Και μεγαλύτερη καταστροφή, εκτός από τον πόνο και τη δυστυχία που προξενεί στους ανθρώπους με τον πόλεμο, τη φτώχεια, την προσφυγιά, προξενείται στη Γη που μας φιλοξενεί, στη φύση, στα ζώα, στο κλίμα. Είμαστε ακόμα στην αρχή. Έρχονται τα χειροτέρα φοβάμαι. Είναι μεγάλη και επείγουσα η ανάγκη να ενωθούν όσοι ακόμα μπορούν να βλέπουν για να βρουν μαζί τρόπους η Δημοκρατία να περάσει σε μια νέα εποχή. Ο άνθρωπος να καταλάβει βαθιά ότι το κοινό συμφέρον είναι και δικό του. Ο μόνος δρόμος για την επιβίωση και τη σωτηρία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ότι όλα αλληλεξαρτώνται, η ιδιώτευση είναι ηλιθιότητα. Ότι όλα τελικά είναι ένα.
Μια ευχή για τους ικέτες ποια θα μπορούσε να είναι;
Ευχή να θυμηθούμε όλοι ότι ήμασταν κάποτε κι εμείς ικέτες. Μπορεί να ξαναγίνουμε αύριο! Η ζωή έχει πολλα γυρίσματα. Να γίνουνε ένα με τους κατατρεγμένους, να μπούμε στη θέση τους. Γιατί ό,τι συμβαίνει στον διπλανό μπορεί να συμβεί και σε μένα. Είναι κοινό συμφέρον να βοηθήσω να σβηστεί η φωτιά στο σπίτι του γείτονα. Αύριο θα τρέξει κι αυτός για μένα. Υπήρχε από πάντα αυτή η σοφία στις ανθρώπινες κοινωνίες. Γι’ αυτό ο θεσμός της ικεσίας ήταν ιερός. Με τη σύγχρονη εξατομίκευση, απομόνωση και αποκοπή, αντί γι’ αυτό που είναι για όλους καλό, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε ένα φοβισμένο, μικρόψυχο, τυφλό πλάσμα, ευάλωτο σε κάθε χειραγώγηση και συμφέρον. Ας ξεκολλήσουμε από τα κινητά κι ας δούμε στην πραγματική ζωή τον άστεγο, τον πρόσφυγα, τον κυνηγημένο. Τότε η καρδιά μας μπορεί να ξυπνήσει. Δεν θέλω να πιστεύω ότι έχει νεκρωθεί. Γενναιοδωρία και αλληλεγγύη, δύο λέξεις που μου έρχονται συνέχεια στον νου.