«Είναι βαθιά ουμανιστική τέχνη το θέατρο και η θεατρική διαδικασία λειτουργεί παρηγορητικά για όλους μας, και για τους καλλιτέχνες και για το κοινό» λέει η Νικαίτη Κοντούρη. Η γνωστή σκηνοθέτρια, μια γυναίκα με ευκρινή παρουσία στα θεατρικά δρώμενα και ευαίσθητες κεραίες στα μεγάλα ζητήματα της εποχής, με σεβασμό στα κείμενα και ιδιαίτερη θεατρική ματιά, με αφορμή το «Κρυπτόγαμα» του Μιχάλη Αλμπάτη, που παρουσίασε με επιτυχία τις προηγούμενες μέρες στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, τις «Λύκαινες» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, που ετοιμάζει για τη χειμερινή περίοδο, μιλάει για την τέχνη της, για τα έργα με τα οποία αναμετριέται αυτή τη φορά, για τους δασκάλους στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ, για τον Γιώργο Πάτσα, για τη θέση της γυναίκας στο θέατρο, στην κοινωνία. «Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας πρέπει να είσαι λίγο λύκαινα για να επιβιώσεις. Για να σταθεί ισότιμα μια γυναίκα, πρέπει να αγωνίζεται διαρκώς και αδιαλείπτως» λέει. Εχοντας μαθητεύσει πλάι σε σπουδαίους Έλληνες και Αμερικανούς θεατρανθρώπους, κατέκτησε το προσωπικό σκηνοθετικό της ιδίωμα στη θεατρική διαδικασία. Με μια επιτυχημένη διαδρομή ως σκηνοθέτρια και δασκάλα, δοκιμασμένη και ως ηθοποιός στην πολύχρονη καλλιτεχνική της πορεία, η Νικαίτη Κοντούρη ετοιμάζεται για ακόμα μια φορά να κολυμπήσει στα μεγάλα κείμενα. «Με ειλικρίνεια» συναντάει τον Ντοστογιέφσκι. «Αν δεν είσαι ειλικρινής απέναντι στα μεγάλα κείμενα, γυρίζουν και σε εκδικούνται» εξηγεί, υπογραμμίζοντας ότι «ο Ντοστογιέφσκι αναδεικνύει όλη την τραγικότητα του ανθρώπου, τη μικρότητα και το μεγαλείο του».
Από το «Κρυπτόγαμα» του Μιχάλη Αλμπάτη, που μόλις είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, στις «Λύκαινες» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, που θα δούμε το φθινόπωρο στο Θέατρο Εμπορικόν. Το ελληνικό θεατρικό έργο περνάει στην αντεπίθεση;
Τα τελευταία χρόνια έχω ξεχωρίσει μερικά νεοελληνικά κείμενα και έχω εκπλαγεί από την ποιότητα και την ικανότητα των συγγραφέων να γράφουν θεατρικά έργα που να έχουν σαφή διαχωρισμό από τα τηλεοπτικά σενάρια. Εστιάζουν εκεί που κατά τη γνώμη μου οφείλει να εστιάζει η δραματουργία, στον άνθρωπο, στην Ιστορία και στα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιούν αρχετυπικές ιστορίες. Το «Κρυπτόγαμα» του Μιχάλη Αλμπάτη, για παράδειγμα, με γοήτευσε και με συγκίνησε πάρα πολύ από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Το έργο αναφέρεται στην άλλη ζωή που θα ήθελε να ζήσει σαν γυναίκα, σαν Εκείνη, ένας 50χρονος χασάπης σε μια επαρχιακή πόλη της Κρήτης στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Σε μια εποχή και σε μια κοινωνία άκρως συντηρητικές και ομοφοβικές. Έχοντας μεγαλώσει σε μια επαρχιακή πόλη, τα Γιάννενα, είχα ανάλογες μνήμες μ’ αυτές του ήρωα. Ένιωθα για τους «παράταιρους» της κοινωνίας μεγάλη συμπόνια. Η κοινωνία τους χαρακτήριζε λάθος και συνέχεια άκουγα να σιγοψιθυρίζουν ότι πολλοί σοβαροί οικογενειάρχες κάποια βράδια είχαν μια «άλλη ζωή». Πριν από τέσσερις δεκαετίες περίπου έγινα κι εγώ αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης και της λοιδορίας σε άντρα τραβεστί. Ήμουν έφηβη, ήθελα να χυμήξω και να τους δείρω όλους αυτούς τους δυνατούς, ματσό άντρες που φέρονταν έτσι σε έναν άνθρωπο που, όπως ο ήρωας του Αλμπάτη, σπάει τα δεσμά του, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες αποκαλύπτει τη σεξουαλική ταυτότητά του και τους αφήνει όλους άφωνους. Θέλω να πιστεύω ότι σήμερα έχουμε καταφέρει να είμαστε πιο ανεκτικοί, αλλά φοβάμαι πως δεν είμαστε ακόμα ίσοι, κάτι που θα ευχόμουν να γίνει επιτέλους πραγματικότητα και πολύ σύντομα.
Τι το εμποδίζει να γίνει πραγματικότητα;
Ο φόβος είναι ικανή συνθήκη να σε κάνει από τη μία να κρύβεις την ταυτότητά σου και από την άλλη να αρνείσαι να δεχτείς ότι η φύση εμπεριέχει οτιδήποτε θεωρούμε εμείς διαφορετικό ή αποκλίνον. Ο άνθρωπος δαιμονοποιεί αυτό που δεν καταλαβαίνει και στην εποχή μας δεν τον βοηθούν ούτε η εκπαίδευση ούτε και η κοινωνική συνθήκη. Όμως η τέχνη γι’ αυτό υπάρχει, για να μας ανοίγει τα μάτια της ψυχής, όπως μας προσκαλεί ο Διονύσιος Σολωμός στον στίχο του «πάντα ανοιχτά, πάντα έτοιμα τα μάτια της ψυχής». Γι’ αυτό προστρέχουμε στο θέατρο. Αν η τέχνη μπορεί να κάνει μια επανάσταση, είναι να ανοίξει τα μάτια της ψυχής μας, να μας γαληνέψει και να μας συμφιλιώσει με τον άλλον, τον διαφορετικό. Γεννιόμαστε διαφορετικοί, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρέπει να είμαστε ίσοι κι αυτό πρέπει να το διεκδικούμε σε όλα τα επίπεδα.
Ολα αυτά με συγκίνησαν στο έργο του Αλμπάτη αλλά και στην ερμηνεία του εξαιρετικού Μάκη Παπαδημητρίου. Σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια περπατάει το καινούργιο έργο του υπέροχου Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Λύκαινες». Στο έργο συναντιούνται πέντε γυναίκες που διεκδικούν τον ίδιο χώρο. Είναι πέντε διαφορετικές γυναικείες φύσεις που η καθεμιά από αυτές κουβαλάει στοιχεία της πρώιμης άγριας γυναικείας φύσης, στοιχεία που προσομοιάζουν με εκείνα της λύκαινας.
Είναι ακόμα υποχρεωμένη η γυναίκα σήμερα να γίνεται λύκαινα για να επιβιώσει;
Η αλήθεια είναι ότι έχει επικρατήσει ότι η λύκαινα είναι ένα άγριο, επιθετικό, σαρκοβόρο ζώο. Πέρα απ’ αυτή την εικόνα της αγριότητας, η λύκαινα είναι ένα ζώο τρομερά προστατευτικό απέναντι στην οικογένεια, στα παιδιά και στην αγέλη της. Οι λύκοι ανήκουν σε οργανωμένες κοινότητες, όποιος ξεκόβει από την αγέλη είναι ο μοναχικός λύκος που δεν θα επιβιώσει μόνος του για πολύ. Στο έργο λοιπόν έχουμε να κάνουμε με γυναίκες που είναι αποφασιστικές, επιθετικές, διεκδικητικές, προστατευτικές, τρυφερές και σκληρές μαζί. Συνομιλούν με την αρχετυπική άγρια φύση που προσομοιάζει με αυτή της λύκαινας. Όμως ο κώδικας επικοινωνίας των ηρωίδων είναι πολύ σύγχρονος, αφαιρετικός, έχει χιούμορ και στοιχεία θρίλερ αλλά και μια έκρηξη αγάπης προς κάθε κατεύθυνση. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης ανατέμνει μοναδικά τη γυναικεία υπόσταση και αφήνει να αναδυθούν τα ημιτόνιά της και οι παλμοί της ψυχής της. Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας πρέπει να είσαι λίγο λύκαινα για να επιβιώσεις. Για να σταθεί ισότιμα μια γυναίκα, πρέπει να αγωνίζεται διαρκώς και αδιαλείπτως. Είναι λοιπόν σημαντικό να ανεβάζω αυτό το έργο, και τα αθηναϊκά θέατρα επέλεξαν τις «Λύκαινες» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη για την επόμενη σεζόν ακολουθώντας την παράδοσή τους να ανεβάζουν σύγχρονη ελληνική δραματουργία, γεγονός εξαιρετικά τιμητικό και ενθαρρυντικό για τους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς.
Νιώθετε λίγο λύκαινα;
Μερικές φορές νιώθω πολύ λύκαινα. Το θέατρο, ξέρετε, δεν είναι εύκολο για τη γυναίκα. Τείνει να γίνεται λίγο πιο εύκολο στις μέρες μας, αλλά δεν επιτρέπεται σ’ εμάς τις γυναίκες δημιουργούς και καλλιτέχνιδες να εφησυχάζουμε στιγμή. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο για μια γυναίκα στο θέατρο να αποφασίσει να κάνει ένα διάλειμμα γιατί έχει να μεγαλώσει το παιδί της ή για να ανατροφοδοτήσει την ψυχή της. Την ξεχνάνε όλοι. Έπειτα από ένα διάλειμμα πρέπει ουσιαστικά να ξεκινήσεις από την αρχή. Και ναι μεν αυτό μπορεί να είναι κάποιες φορές γοητευτικό και ανανεωτικό, όμως κατά έναν παράξενο τρόπο δεν ξαναγυρνάς στη δουλειά με τους όρους που την άφησες. Πρέπει να ξαναχτίσεις τον κόσμο σου. Για τον άνδρα δεν είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα.
Το MeToo δεν διευκόλυνε τα πράγματα;
Διευκόλυνε στο να μπουν κάποια όρια και να γίνει ένα ξεσκαρτάρισμα ανθρώπων που δεν «ορωδούσαν προ ουδενός». Όμως, καλώς ή κακώς, ακόμα και στο θέατρο, που είναι μια τέχνη απόλυτα θνησιγενής, η εξελικτική σου πορεία είναι αυτή που σε δικαιώνει και η εκτίμηση των ανθρώπων του επαγγέλματος. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξαρτήτως φύλου, αντιμετωπίζουμε τις ίδιες δυσκολίες και τις ίδιες προκλήσεις και πρέπει να μαθαίνουμε διαρκώς τι σημαίνει το συνυπάρχειν με ετερόκλητους ανθρώπους. Όμως, κακά τα ψέματα, για τις γυναίκες είναι πιο δύσκολη η διαδικασία, γιατί απλούστατα το θέατρο δεν είναι έξω από την κοινωνία, την αντανακλά στο έπακρο. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που με ανησυχεί, με θυμώνει, πολλές φορές απελπίζομαι. Δεν μπορεί να μαθαίνεις καθημερινά για ακόμα μία γυναικοκτονία. Αρχίζω και ονειρεύομαι την κάθοδο μυρίων γυναικών στο κέντρο της Αθήνας μήπως και καταφέρουμε να συνομιλήσουμε με τους άντρες που μας βλέπουν σαν εχθρούς. Αναλογίζομαι τα λάθη που έχουμε κάνει μεγαλώνοντας τους γιους μας. Αναλογίζομαι τα λάθη που έχει κάνει η εκπαίδευσή μας, και κυρίως η γενιά μου, αυτή που βρίσκεται στα κέντρα αποφάσεων τα τελευταία χρόνια. Αν δεχτούμε ότι ο τόπος και ο τρόπος που ζούμε είναι αυτά που θα κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας, καλύτερα να ξανασκεφτούμε τι κάνουμε. Φοβάμαι πως πολύ δύσκολα θα εξαλείψουμε το νταϊλίκι από την καθημερινότητά μας. Αισθάνομαι ότι η δική μου γενιά έχει αποτύχει. Πρέπει να κάτσουμε στα θρανία ξανά και ξανά και να θυμηθούμε τους αξιακούς μας κώδικες, να διαβάσουμε πάλι τους κλασικούς.
Να διαβάσουμε πάλι, ας πούμε, το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, που θα ανεβάσετε μετά τις «Λύκαινες» στο ΚΘΒΕ;
Ναι, τον Ντοστογιέφσκι δεν πρέπει να τον ξεχνάμε. Από την πηγή του όλοι έχουμε αντλήσει πολύ νερό. Είναι ένας κόσμος συγκλονιστικός αυτός που έχει οικοδομήσει στα έργα του, όπου συνυπάρχει το ανώτερο και το κατώτατο, το ευγενές και το άθλιο. Ο Ντοστογιέφσκι αναδεικνύει όλη την τραγικότητα του ανθρώπου, τη μικρότητα και το μεγαλείο του. Η ιδέα και μόνο της αναμέτρησης μ’ αυτό το κείμενο με υπερβαίνει. Ευτυχώς, η διασκευή του Θανάση Τριαρίδη, που την είδαμε άλλωστε και πέρσι στο Θέατρο Πορεία από τον Δημήτρη Τάρλοου, βάζει κάποια όρια μέσα στα οποία σκηνοθέτης και ερμηνευτές μπορούν να συνομιλήσουν με το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι.
Εσείς πώς σχεδιάζετε να συνομιλήσετε μαζί του;
Με ειλικρίνεια. Αν δεν είσαι ειλικρινής απέναντι στα μεγάλα κείμενα, γυρίζουν και σε εκδικούνται. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το μέγιστο έργο του Ντοστογιέφσκι.
Δεν είναι μεγάλη η πίεση για έναν σκηνοθέτη να ανεβάζει τρία έργα σε μία σεζόν;
Είναι πράγματι πολύ μεγάλη. Επειδή όμως απείχα για δύο χρόνια, αισθάνομαι πως με σώας τα φρένας ταξιδεύω από το ένα έργο στο άλλο. Άλλωστε, έχω σύμμαχο τον χρόνο. Οι «Λύκαινες» θα ανέβουν τον επόμενο Οκτώβριο και το «Έγκλημα και τιμωρία» στα μέσα Μαρτίου του 2025.
Τι είναι αυτό που σας εκκινεί και σας προκαλεί ως σκηνοθέτρια;
Το κείμενο και οι χαρακτήρες. Η θεατρική τέχνη είναι ανθρωποκεντρική. Όποια ιδέα θέλουμε να περάσει, πολιτική, κοινωνική, φιλοσοφική, ιστορική, περνάει μέσα από τις ψυχές και τον λόγο των ανθρώπων. Είναι βαθιά ουμανιστική τέχνη το θέατρο και η θεατρική διαδικασία λειτουργεί παρηγορητικά για όλους μας, και για τους καλλιτέχνες και για το κοινό.
Εσείς πώς μπήκατε στην περιπέτεια του θεάτρου;
Μου άρεσαν από παιδί όλες οι τέχνες. Βέβαια, όλοι της γενιάς μου έπρεπε να πάρουμε ένα πτυχίο. Εγώ πήρα πτυχίο Πολιτικών Επιστημών από τη Νομική Αθηνών, όμως το θέατρο για μένα ήταν μονόδρομος. Είχα την τύχη να σπουδάσω μετά το Εθνικό και στις ΗΠΑ. Η εμπειρία να σπουδάζεις θέατρο αλλά και να ζεις σε μια μητρόπολη όπως η Νέα Υόρκη ήταν μοναδική. Στη Νέα Υόρκη έμαθα ότι μπορώ να γίνω σκηνοθέτρια, ότι αποκλείεται να παραμείνω ηθοποιός, κάτι που μέχρι τότε δεν με απασχολούσε. Προφανώς ο τρόπος που εργαζόμουν και σκεφτόμουν έκανε τους καθηγητές μου εκεί να με στρέψουν στη σκηνοθεσία. Είχα την τύχη να γνωρίσω σπουδαίους δασκάλους. Μεταξύ αυτών, τον Στέλιο Βόκοβιτς, τη Μαρία Χορς, τη Μαίρη Αρώνη, τον Στέφανο Βασιλειάδη, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Τάσο Λιγνάδη, την Ελένη Χατζηαργυρή, τον Τζόγια στην Ελλάδα και τον Άρθουρ Μίλερ, τη Μάρθα Σλάμε, τον Μάρβιν Ζάιγκερ, την Καρολάιν Τόμας στη Νέα Υόρκη. Ο καθένας από αυτούς, ένα μεγάλο σχολείο. Κι η εκεί εξαετής μου καθημερινότητα, ένα ακόμα μεγαλύτερο. Επέστρεψα στην Αθήνα το 1988 κι άρχισα να δουλεύω ως ηθοποιός, βοηθός σκηνοθέτη και καμιά φορά τραγουδούσα κιόλας. Συνάντησα τον Μίνωα Βολανάκη, τον Σπύρο Ευαγγελάτο, τον Διαγόρα Χρονόπουλο. Ο Γιάννης Χουβαρδάς και το Αμόρε ήταν το επόμενο «σχολείο» για μένα. Ένας χώρος ανοιχτός, πλουραλιστικός. Έκανε τη διαφορά στο τότε θεατρικό τοπίο της Αθήνας. Άνθρωποι ταλαντούχοι, ανήσυχοι, ενθουσιασμένοι με το καινούργιο, μια πραγματικά ευτυχισμένη περίοδος.
Και ο Γιώργος Πάτσας;
Στα χρόνια του Αμόρε αγαπηθήκαμε με τον σύντροφό μου, τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα. Επί 25 χρόνια ήμασταν ευλογημένοι. Πορευόμασταν μαζί, σαν μια ψυχή, και μοιραζόμασταν τα καλά και τα άσχημα της δουλειάς μας και της ζωής μας. Ο Γιώργος με έμαθε να «διαβάζω» τα θεατρικά κείμενα με τη ματιά του εικαστικού, με έμαθε να μην τα παρατάω, να επιζητώ το διαφορετικό, το καλύτερο, το πιο δύσκολο. Το κενό που άφησε φεύγοντας από τη ζωή είναι δυσβάστακτο για μένα και τα παιδιά μας αλλά και για την τέχνη μας, την τέχνη του θεάτρου που λάτρευε.
Με παρηγορεί που δεν έζησε την απαξία της τέχνης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, με την έλλειψη συμβάσεων, τη μη τήρηση των συμφωνιών, τη συνεχή αγωνία του αύριο. Αν και η αλήθεια είναι ότι η οικονομική κρίση είχε δείξει το σκληρό της πρόσωπο πολύ πριν από την εκδημία του, τον Μάρτιο του 2018, κι αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Έβλεπε ότι η τέχνη μας συρρικνώνεται, ότι οι νέοι σκηνογράφοι και ενδυματολόγοι, με περιορισμένα τα οικονομικά των θεατρικών οργανισμών, δεν θα έχουν την τύχη της δικής του γενιάς -έτσι έλεγε- να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους.
Κάθε φορά που ετοιμάζω παράσταση τα τελευταία χρόνια χωρίς τον Γιώργο μιλώ μαζί του μέσα από το εκπληκτικά οργανωμένο αρχείο του και τα εκατοντάδες βιβλία που βρίσκονται σπίτι μας. Έτσι, όλοι οι συνεργάτες τον έχουμε κατά κάποιον τρόπο κοντά μας να μας εμπνέει…