Live τώρα    
7°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
7 °C
4.5°C7.6°C
2 BF 63%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αραιές νεφώσεις
5 °C
3.2°C6.1°C
2 BF 70%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
9 °C
8.7°C10.0°C
3 BF 58%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αραιές νεφώσεις
10 °C
8.6°C9.8°C
4 BF 81%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
5 °C
4.5°C4.6°C
1 BF 86%
Άτλας: Το παιχνίδι της μνήμης
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Άτλας: Το παιχνίδι της μνήμης

Θεατρική παράσταση
Φωτογραφία: Θωμάς Δασκαλάκης

Άτλας, πέρα από το μυθικό πρόσωπο, που βαστάει στους ώμους του το στερέωμα του ουρανού, λέγεται και η συλλογή χαρτών (γεωγραφικών, ανατομικών, ιστορικών κ.α.). Τέτοιες συλλογές γεωγραφικών χαρτών υπήρξαν κάποτε αγοραστό βοήθημα στο σχολικό μάθημα της γεωγραφίας.

«Άτλας της δεκαετίας του 2000» λέγεται το θεατρικό έργο που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σύλληψη και σκηνοθεσία Παντελή Φλατσούση και κείμενα του ιδίου, της Παναγιώτας Κωνσταντινάκου και της Ιωάννας Λιούτσια (οι τελευταίες έχουν και την ευθύνη της δραματουργίας). Κείμενα που απαρτίζουν μία συλλογή ιστοριών από την πολύπαθη πρώτη δεκαετία του τρέχοντος αιώνα (και χιλιετίας) [εκδ. Αντίποδες].

Πρόκειται για μαρτυρίες ανθρώπων, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, που άλλοτε αναφέρονται σε γεγονότα της επικαιρότητας εκείνης της περιόδου, όπως τα βίωσαν οι ίδιοι, και άλλοτε σε στιγμιότυπα της προσωπικής τους ζωής, ψηφίδες της λεγόμενης μεγάλης εικόνας, μικρές τελείες ενός γραφικού παιχνιδιού, που αν κανείς τις ενώσει θα εμφανιστεί η μεγάλη εικόνα, ο άτλας εκείνης της δεκαετίας.

Για να ειπωθούν αυτές οι ιστορίες, οι δημιουργοί της παράστασης επινόησαν ένα τηλεοπτικό ριάλιτι, έναν διαγωνισμό αφήγησης ιστοριών της δεκαετίας του 2000.

Στην παράσταση, παρακολουθούμε τους τέσσερις φιναλίστ (δύο άνδρες, Αναστάσης Γεωργούλας και Γιώργος Κριθάρας, και δύο γυναίκες, Βίκυ Παπαδοπούλου και Στεφανία Ζώρα) να αφηγούνται ιστορίες ανθρώπων διαφόρων ηλικιών, κοινωνικών θέσεων και πεποιθήσεων από διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας, για να κερδίσουν την ψήφο των τηλεθεατών, και, πρωτεύοντας, να λάβουν το έπαθλο των 50.000 ευρώ.

Δύο παρουσιαστές (Λένα Δροσάκη, Γιώργος Γλάστρας) έχουν αναλάβει την παρουσίαση του σόου ενώ επί σκηνής δύο εικονολήπτριες (δυστυχώς δεν αναφέρονται τα ονόματά τους στο δελτίο Τύπου) καταγράφουν τα τεκταινόμενα, τα οποία (πέραν της φανταστικής τηλεοπτικής μετάδοσης) προβάλλονται σε τρεις μεγάλες οθόνες, αναρτημένες από την οροφή του θεάτρου. Επιπλέον, δύο μουσικοί (Παιδί Τραύμα, κιθάρα, τραγούδι, και Emi Path, πλήκτρα) και, στη συνέχεια, και μία τρίτη (Sci Fi River, τραγούδι) συμπληρώνουν τους συντελεστές του σόου.

Οι παίκτες διαγωνίζονται αφηγούμενοι τις ιστορίες ανά έτος, και η παράσταση χωρίζεται από διάλειμμα σε δύο μέρη, το πρώτο μέχρι το τέλος του 2004 και τις προσδοκίες ευμάρειας, που δημιούργησε η ένταξη στην ευρωζώνη και η φρενίτιδα των Ολυμπιακών αγώνων, και το δεύτερο μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000, με τη σταδιακή διάψευση των προσδοκιών αυτών και την έλευση της οικονομικής κρίσης.

Μία δομή, παράθεση σύντομων επεισοδίων, που σε στιγμές θυμίζει τον τρόπο γραφής του Ζοέλ Πομμερά (Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα), επιπλέον και διότι συχνά η αφηγούμενη ιστορία φαίνεται να είναι συνέχεια μίας προηγούμενης, σαν να είναι του ιδίου προσώπου.

Αν στην κρατούσα κουλτούρα κυριαρχεί η αντίληψη του «Ζήσε το σήμερα», όπως προβάλλεται από τα κοινωνικά δίκτυα και πλήθος κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, η οποία συχνά μεταπίπτει στο ελληνικότερο, παροιμιώδες «Ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε», ο «Άτλας» προτείνει, μέσα από την αναβίωση της μνήμης, κάτι σημαντικά διαφορετικό.

Κι αν τα μέσα επικοινωνίας και τα κοινωνικά δίκτυα κατακλύζονται από εικόνες της επικαιρότητας (του κόσμου ή του ατόμου), ενός σήμερα που ξεφτίζει μετά από λίγες ημέρες, ώρες ή δευτερόλεπτα, για να αντικατασταθεί από μία νέα επικαιρότητα, και, αν αυτός ο καταιγισμός, αυτή η πλημμύρα εφήμερων εικόνων μάς αφήνει μετέωρους σε ένα διαρκώς ανανεωνόμενο τώρα, στερώντας μας την αντίληψη μίας προοπτικής, όπως και μίας καταγωγής, ο «Άτλας» έρχεται να ικανοποιήσει την ανάγκη σύνδεσης με το παρελθόν, την ανάγκη της συνέχειας – απαραίτητο στοιχείο για την αναγνώριση και, ακολούθως, τη συγκρότηση μίας ταυτότητας.

Κι αν οι ιστορίες από τη δεκαετία του 2000, καθώς περνούν τα χρόνια της αφήγησης, και πηγαίνουμε από τις προσδοκίες στις διαψεύσεις, τις ματαιώσεις και την κρίση, μπορεί να αφήσουν μία πικρή επίγευση σε ορισμένους θεατές, δεν κατατείνουν σε μία μίζερη αποτύπωση της παρελθούσης πραγματικότητας, καθώς η ίδια η θεατρική πράξη συνιστά μία γιορτή της ζωής, του ζωντανού.

Στο τελευταίο συμβάλλει ιδιαίτερα και η ζωντανή μουσική της παράστασης, που με παιγνιώδη στίχο και διάθεση (πρωτότυπη μουσική σύνθεση & στίχοι: Παιδί Τραύμα), ανάμεικτα με μία μελαγχολική αίσθηση απόστασης από το παρελθόν, δημιουργεί μία σχεδόν νοσταλγική ατμόσφαιρα και συγχρόνως συνιστά και αυτή μία κατάφαση της ζωής, ένα «κουφάλα νεκροθάφτη, εμείς δεν θα πεθάνουμε ποτέ».

Παράλληλα, όλες αυτές οι ιστορίες που λέγονται, και, άρα αναγνωρίζονται, συνιστούν ένα υλικό προς επεξεργασία για το συλλογικό «συνειδητό» και όχι ληγμένο υλικό σε τόπο ταφής του μνημονικού – ένα είδος θεραπείας, ίσως και εξορκισμού.  

Στην παράσταση, η εικόνα, και δη η προβαλλόμενη, δεν αισθητικοποιεί κρατούσες αντιλήψεις και στάσεις, δεν ωραιοποιεί την ελαφρότητα, δεν διαφημίζει καταναλωτικά προϊόντα μεταμορφώνοντας τα σε εικόνες ευτυχίας, δεν θωπεύει ένα αίσθημα επίπλαστης ασφάλειας. Εδώ η εικόνα μεγεθύνει το ανεπίκαιρο, το φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο, διαρρηγνύει την αμνημοσύνη, μας οδηγεί στα χρονικά παρασκήνια του τηλεοπτικού «Matrix».

Η χρήση οπτικοακουστικών μέσων (βιντεοπροβολή) δεν αποτελεί ξένη προσθήκη – ριάλιτι σόου παρακολουθούμε, εξάλλου. Η χρήση της ζωντανής μετάδοσης της εικόνας που συλλαμβάνουν οι κάμερες και μεγεθύνει η σε οθόνες προβολή της, εδώ είναι ενταγμένη στη σκηνική συνθήκη. Το αισθητικό μέσο που κυριαρχεί στην εποχή μας στην επικοινωνία, εδώ χρησιμοποιείται για να «επικοινωνήσει» περιεχόμενα, που δεν είναι αυτά καθαυτά –κατ’ ανάγκη– πολιτικά ή ριζοσπαστικά, αλλά (ιστορίες του παρελθόντος) που εν δυνάμει μπορούν να προκαλέσουν αντισυμβατικές συνδέσεις στους νόες των θεατών, καθώς αφηγούνται ένα παρελθόν που και οι ίδιοι μοιράζονται (σε έναν κόσμο που φιμώνει τη μνήμη, αναζητώντας το εφήμερο).

Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο Άτλας της δεκαετίας του 2000 καταφέρνει να πολιτικοποιήσει την αισθητική και, άρα, να βρεθεί στον αντίποδα της κυρίαρχης αισθητικοποίησης του τετριμμένου, του οπισθοδρομικού ή συντηρητικού, του φτιασιδώματος της ανισότητας, της αδικίας, των κακώς κείμενων, του κατεστημένου, όπως και στον αντίποδα του άλλοθι της ατομικής ευθύνης.   

Τρία στοιχεία της παράστασης ενδεχομένως επιδέχονται βελτίωσης. Σε δραματουργικό επίπεδο απουσιάζει το δραματικό συμβάν που θα έπειθε για τη μεταστροφή των τεσσάρων φιναλίστ, που στο τέλος του έργου παραιτούνται από τον διαγωνισμό και το χρηματικό του έπαθλο, συμπαρασύροντας στο παιχνίδι της αφήγησης και τους παρουσιαστές του σόου. Και επειδή η αλλαγή πλεύσης των παικτών έρχεται ξαφνικά χωρίς να εγκαθιδρυθεί δραματικά η λογική της διαδρομής προς την απόφαση τους, η μεταστροφή αυτή εμφανίζεται ως ένα είδος ηθικολογίας από μέρους των δημιουργών της παράστασης: η μνήμη έχει μεγαλύτερη αξία από τα λεφτά (κι αν με τα παραπάνω αποκαλύπτουμε στοιχεία της πλοκής του έργου –σπόιλερ–, μικρό το κακό, καθώς από αυτό κινδυνεύουν μόνον τα έργα που είναι απλού εντυπωσιασμού).

Επιπρόσθετα, ενώ τα γυρίσματα του ριάλιτι υποτίθεται πραγματοποιούνται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, δεν ακούγεται ούτε μία ιστορία από το χιλιοτραγουδισμένο λιμάνι, λες και ο Πειραιάς είναι μία νησίδα της ελληνικής επικράτειας, εκτός πραγματικότητας. Ενώ μία πιο προσεκτική έρευνα θα εντόπιζε γεγονότα και πρόσωπα άξια αναφοράς και από την πόλη που φιλοξενεί την παράσταση, συμβάλλοντας περαιτέρω στη γείωσή της με το πραγματικό.

Τέλος, κάποια στιγμή, οι δύο παρουσιαστές από έναν εξώστη του θεάτρου (τους βλέπουμε στις οθόνες προβολής) συζητάνε για το πέρασμα κατά τη δεκαετία του ’70 από τη βιομηχανική νεωτερικότητα στη μετανεωτερική εποχή, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα επιστημονική και ξένη με αυτήν της παράστασης πριν και μετά από αυτό το επεισόδιο. Κι αν με τον τρόπο αυτό, οι δημιουργοί της παράστασης μπορεί να κλείνουν το μάτι σε ένα πιο διανοούμενο κοινό, θα ήταν ίσως ενδιαφέρουσα μία μεγαλύτερη εστίαση στην ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το μετεμφυλιακό κλίμα και την επταετή δικτατορία, την εποχή που στον Δυτικό κόσμο συντελέστηκε η προαναφερθείσα μετάβαση.

Άτλας, λοιπόν, αυτή η παράσταση, όπως ο μυθικός, ίσως και γιατί στη διάρκεια της να νιώθει κανείς το βάρος εκείνης της δεκαετίας του 2000 στις πλάτες του, ενώ την ίδια ώρα υπό το βάρος της να νιώθει, επίσης, ότι πατάει λίγο καλύτερα στα πόδια του.

Την παράσταση υπηρέτησαν άρτια όλοι οι συντελεστές της. Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης με τα εύστοχα και λειτουργικά σκηνικά και κοστούμια του, και δη με τις θαυμάσιες περούκες, που μεταμόρφωναν τους παρουσιαστές του σόου. Ο Μάριος Γαμπιεράκης και η Χρυσούλα Κοροβέση με το Video design. Η Χριστίνα Θανάσουλα με τον σχεδιασμό των φωτισμών, που δημιουργούσαν μία ανοίκεια οικεία ατμόσφαιρα, και η Θεανώ Ξυδιά με την επιμέλεια της κίνησης των ηθοποιών και τις χορογραφίες της (που λειτουργούσαν συχνά αντιστικτικά στις ιστορίες και ενέτειναν μία παιγνιώδη ατμόσφαιρα), ενώ από τους ηθοποιούς ξεχώρισαν, ο Γιώργος Γλάστρας, η Στεφανία Ζώρα και ο Αναστάσης Γεωργούλας, για την αμεσότητα τους και το εύρος των εκφραστικών τους μέσων. Ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τους μουσικούς της παράστασης, που ήταν όλοι τους απολαυστικοί.

Την Τετάρτη 22 Μαΐου, μετά την παράσταση θα ακολουθήσει συνομιλία ανάμεσα στον Παντελή Φλατσούση και τον Δημήτρη Παπανικολάου (Καθηγητή Νεοελληνικών και Πολιτισμικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) για όσες-όσους από το κοινό της παράστασης επιθυμούν να μείνουν να την παρακολουθήσουν.

* Ο Θοδωρής Τσαπακίδης είναι εκπαιδευτικός, μεταφραστής και συγγραφέας

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL