Live τώρα    
15°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
15 °C
13.2°C16.9°C
5 BF 72%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
14.7°C18.3°C
3 BF 51%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
16.0°C17.1°C
2 BF 66%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
18.2°C19.8°C
6 BF 54%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
15.9°C16.9°C
2 BF 55%
Κώστας Μαγγίνας / SoundTracks μιας ζωής γεμάτης
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κώστας Μαγγίνας / SoundTracks μιας ζωής γεμάτης

Καλλιτέχνης

Μια συνεχής διαμάχη μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Αυτό είναι ο Κώστας Μαγγίνας, που η δεύτερη καραντίνα τον γονάτισε. Του θύμισε μια έντονη απογοήτευση και κλείστηκε στον εαυτό του ψάχνοντας το «επόμενο βήμα». Ήταν μια εποχή που αποφάσισε να αναθεωρήσει πολλά στη ζωή του.

Τον κινητοποιούν η μουσική, η δημιουργικότητα. Παίρνει ενέργεια από ό,τι συμβαίνει γύρω του, τις αντιθέσεις, την καθημερινότητα. Επενδύει μουσικά μια ταινία μετουσιώνοντάς τη σε μουσική δημιουργία.

Από μικρός άκουγε πολλή μουσική. Τα blues των ’60s, συγκροτήματα της ψυχεδελικής σκηνής του Σαν Φρανσίσκο ή Van Morrison. Ο πρώτος δίσκος που αγόρασε με δικά του λεφτά ήταν το «Full house» live της J. Geils Band. Επόμενος, το «Super session» του Al Cooper με τον Mike Bloomfield και τον Stephen Stills. Επίσης, το «Mellow yellow» άλμπουμ του Donovan, με τον Σκώτο τροβαδούρο να παίζει με τους στίχους συνοδεία εγχόρδων ή πνευστών.

Ωσπου βρέθηκε σε μια κιθάρα μπροστά. Κλασική κιθάρα άρχισε να μαθαίνει σε ένα παράρτημα του Ωδείου Αθηνών. Βρέθηκε όμως και στη Θεσσαλονίκη ως φοιτητής. Πήγαινε για πολιτικός μηχανικός, αλλά δεν τελείωσε. Εκείνο τον καιρό η κιθάρα τον κέρδισε ολοκληρωτικά. «Ήταν σαν να μην τη διαλέγεις εσύ, αλλά να σε διαλέγει αυτή». Φοιτώντας στο Πολυτεχνείο άρχισε, αυτοδίδακτος, να παίζει με γκρουπάκια στα μπαράκια.

Η αμερικανική εμπειρία

Μοίραζε τις ώρες του ανάμεσα στην τζαζ κιθάρα και την κλασική, που μάθαινε στο Ωδείο Βορείου Ελλάδος. Μέχρι που -έχοντας ήδη γίνει δεκτός στο Berklee College of Music της Βοστώνης- αποφάσισε να στείλει μια κασέτα στο Office of Admissions. Οι προθεσμίες για τις υποτροφίες είχαν λήξει. Δασκαλεμένος από τον έμπειρο στα αμερικάνικα κόλπα Δήμο Δημητριάδη, ζήτησε να δει τον μάνατζερ της σχολής. Τον άκουσε και, σε δύο μέρες, ο Κώστας έγινε δεκτός με υποτροφία στο Berklee.

Αμερικανοθρεμένος από πλευράς κουλτούρας -μουσική, σινεμά και βιβλία-, χρειάστηκε λίγες μόνο μέρες για να εγκλιματιστεί. Συγκάτοικός του εκεί ήταν ένας τρομπετίστας. Τον πήγε σε ένα live του Ricky Ford. Ήταν σαν ένας Paul Gonsalves μιας άλλης εποχής, με μοντέρνο, δυναμικό παίξιμο.

Στην Αμερική, «μια χώρα ξένων, που ξέρει να υποδέχεται τους ξένους που έχουν κάτι να δώσουν», όπως λέει, ο Κ. Μαγγίνας έπαιξε με κάποια μεγάλα τζαζ ονόματα: Milt Hinton, Ran Blake, Kenny Burrell, Houston Pearson, Charles Davis, καθώς και με δικά του σχήματα στα τζαζ κλαμπ της Βοστώνης.

Παίζοντας με την Brandeis University Jazz Band, στην οποία συμμετείχαν οι καλύτεροι νέοι μουσικοί της περιοχής, δοκιμάστηκε σε μια ενορχήστρωση της Mary Lou Williams. Εκεί προσπάθησε να μείνει ο εαυτός του, μην θέλοντας να αποδείξει κάτι που δεν ήταν. Η πίεση, όμως, τον έκανε να παίζει καλύτερα. Η εμπειρία ήταν καθοριστική και φάνηκε όταν συναντήθηκε με τον Ricky Ford πάνω στη σκηνή του Duende Jazz Bar της Θεσσαλονίκης. Έπειτα από χρόνια ένιωσαν ξανά σαν δυο παλιοί, καλοί φίλοι και συνάδελφοι.

Back home

Επιστρέφοντας, για λίγες -όπως νόμιζε- ημέρες από την Αμερική, σε μια περίοδο «επαναπροσδιορισμού των ανθρώπινων σχέσεων», προτίμησε τη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα δεν συνέβαιναν και πολλά. Στη Θεσσαλονίκη είχε δεσμούς, είχε γνωστούς, είχε και φίλους. Κάθε φορά όμως που πίστευε ότι τελείωνε ένας κύκλος ζωής και έπρεπε να φύγει, κάτι γινόταν και έμενε εκεί.

Ηταν μια εποχή -στα μέσα της δεκαετίας του ’90- που η Αθήνα προσπαθούσε να βρει τη δική της ταυτότητα, ενώ η Θεσσαλονίκη είχε ήδη δημιουργήσει μια «κατάσταση». Υπήρχε ακόμα το Παραρλάμα και ο Μύλος άνοιγε μία-μία τις σκηνές του. Ο Κώστας έπαιζε καθημερινά, μέχρι που δεν ήξερε τι να κάνει τα λεφτά! Συνόδευε ζωντανά χορευτικές ομάδες και έγραφε για το θέατρο και για ντοκιμαντέρ της ελληνικής τηλεόρασης. Στο πρώτο τρίο του, μπάσο έπαιζε ο Κώστας Θεοδώρου και τύμπανα ο Γιώργος Δημητριάδης, που σήμερα ζουν και δημιουργούν στη Γερμανία.

Για κάποια χρόνια στην Αθήνα ασχολήθηκε με μουσικές για το θέατρο στις παραστάσεις του Λιβαθινού και άλλων σκηνοθετών. Παράλληλα, έπαιζε με τα μέλη της αθηναϊκής τζαζ σκηνής και κάποιους καλλιτεχνικούς «μετανάστες»: David Lynch, Νίκο Καπηλίδη, Σεμέλη Ταγαρά και άλλους.

Πίσω στη «Νύμφη του Βορρά», με αρχή το 1999, μαζί με τον Τσακαλίδη της Ano Kato Records έστησαν το Jazz Cafe στην Υδρόγειο, όπου μετακλήθηκαν σπουδαίοι τζαζ μουσικοί από το εξωτερικό. Με κάποιους σαν τον Sam Newson, τον Mark Turner, τον Craig Bailey και τον τρομπονίστα της Sun Ra Arkestra Dick Griffin, περιόδευσαν σε όλη, σχεδόν, την Ελλάδα. Με την κορύφωση της οικονομικής κρίσης, οι περιοδείες συνεχίστηκαν, με μειωμένη όμως ένταση. Ήταν μια μακριά περίοδος, με κορύφωση τις δύο καραντίνες της πανδημίας.

Δάσκαλος των αντιθέσεων

Αυτοσχεδιάζοντας σε ένα πατάρι, ο Κ. Μαγγίνας θέλει να ζήσει τη στιγμή. Η σκέψη κλείνει, ο χρόνος χάνεται. Ζει στιγμές που αργότερα καταφέρνει να αναλύσει. Λειτουργεί μόνο το συναίσθημα. Για κάποιους είναι ον ακοινώνητο, παρά την ανάγκη του για επικοινωνία. Ποτέ δεν σκέφτηκε με όρους «καριέρας», κι ας δούλευε με ανθρώπους που σκέφτονται διαφορετικά. Ποτέ δεν πήρε τον εαυτό του στα σοβαρά.

Ως δάσκαλος -κόντρα στα ειωθότα- πάντοτε καμάρωνε που δεν έβγαλε «επαγγελματίες» μουσικούς. Προτιμούσε να μάθει τα παιδιά πώς να χειραγωγήσουν τα «εγώ» τους και να μην τρέφουν αυταπάτες για το τι είναι η μουσική και η ζωή τους μ’ αυτή. Να είναι χαρούμενα όταν τους συμβαίνει κάτι στο οποίο αδυνατούν να ανταποκριθούν, γιατί έχουν πολλά να μάθουν ακόμα. Να ξέρουν περί τίνος πρόκειται είτε παίζουν τζαζ, είτε σε ένα σκυλάδικο της Πτολεμαΐδας.

Αυτό έκαναν και κάποιοι μεγάλοι τζαζ μουσικοί για να σπάσουν τον εγωϊσμό των μαθητών τους, να μην αναζητούν την αυτοεπιβεβαίωση, αλλά να παίζουν μουσική, να ζουν τη στιγμή. Να μένουν πιστοί στις ιδέες τους, στον εαυτό τους. «Η διδασκαλία είναι μια τεράστια ευθύνη, γιατί ένας δάσκαλος της μουσικής διδάσκει ψυχές, χαρακτήρες και όχι μόνο νότες. Γιατί οι μελλοντικοί μουσικοί οφείλουν να μπορούν να ανταποκριθούν στις δυσκολίες και να μην κρύβονται πίσω από τα “εγώ” τους» ακούω να λέει γεμάτος σιγουριά ο Κ. Μαγγίνας.

Αυτοσχεδιάζοντας

Σε έναν αυτοσχεδιασμό -όταν αυτός γίνεται σωστά- ο μουσικός βρίσκεται πέρα από χώρο και χρόνο. Έπειτα από ένα επιτυχημένο live, νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί μπόρεσε να το ζήσει, να αισθανθεί τα ρεύματα και να αφεθεί σ’ αυτά. Σε ένα προετοιμασμένο αισθητικά κοινό, η ενέργεια μιας ζωντανής εμφάνισης προκαλεί συναισθήματα που εκφράζονται και μετά το τέλος της, συχνά με ενθουσιασμό. Είναι κάτι που συμβαίνει μια στιγμή όπου οι μουσικοί και οι ακροατές έχουν τη χαρά και την τύχη να συμμετέχουν.

«Και η χαρά αυτή δυναμώνει, επιστρέφοντας σε σένα από τον κόσμο, το κοινό και τις αντιδράσεις του, σαν ένας ανεμοστρόβιλος ενέργειας, γεμάτος από τις δυναμικές που αναπτύσσονται στη διάρκεια αυτής της μαγικής επικοινωνίας. Αισθήματα πληρότητας, απογείωσης. Οι μουσικοί τους οποίους θαυμάζουμε έχουν δημιουργήσει αυτό το σύστημα αναφοράς μέσα στο οποίο λειτουργούν» λέει ο Κ. Μαγγίνας. Το ονειροπόλο βλέμμα του ακτινοβολεί με θέρμη καθώς θυμάται με ποιους έχει παίξει: Lee Konitz, Dick Griffin, Μark Turner, Trilok Gurtu, Rick Margitza, Graig Bailey, Sam Newsome, Marc Abrams, Danilo Rea, Steve Mc Craven, Olivier Gatto, Milcho Leviev κ.ά.

Βιωματικά ηχητικά αποτυπώματα

(σε πλαίσιο με album covers)

Η δισκογραφία για τον Κώστα Μαγγίνα έχει σημασία, γιατί καταγράφει μια περίοδο, μια μουσική φάση που περιέχει τα τρέχοντα ακουστικά του βιώματα. Ο κάθε δίσκος είναι ένα ψάξιμο με τις νότες, τα «ίσα», τους ισοκράτες. Τους λατρεύει όσο και τα πωγωνίσια ηπειρώτικα κλαρίνα που σου παίρνουν την ψυχή και το μυαλό και σε πάνε σε μέρη και ανθρώπους μέσα στη Γη, πάνω από τ’ αστέρια.

«Dialogues», «Seven for a secret», «The call»

Το άλμπουμ «Dialogues», των αρχών του νέου αιώνα, περιείχε συνθέσεις του επηρεασμένες από τα κουαρτέτα του κιθαρίστα John Abercrombie, αντάμα με τον πιανίστα Richard Beirach. Modal κομμάτια, με συγκερασμένα όργανα, σε παραδοσιακές μουσικές από σπουδαίους μουσικούς, πέρα από είδη και στιλ.

Το «Seven for a secret» είναι ένας δίσκος που θα ήθελε να δημιουργήσει ξανά, με την κατακτημένη στον χρόνο εμπειρία. Το «The call» -με τη φωνή του Peter Salzher- περιέχει αποτυπώματα ακροάσεων της κέλτικης μουσικής και είναι ένας δίσκος για τον οποίο αισθάνεται καλά. «I can live with that» χαμογελάει.

«SoundTracks»

Το νέο του άλμπουμ «SoundTracks» κινείται ελεύθερα ανάμεσα σε μουσικά είδη όπως το blues, το rock, το hip hop, η jazz, η ambient και η generative music. Χρησιμοποιώντας εφέ και samples, απομονώνοντας και αναδεικνύοντας στοιχεία της μουσικής έκφρασης, παράγει φόρμες πλούσιες σε ηχοχρώματα, σε δυναμικές και αντιθέσεις, που λειτουργούν σαν μια αφετηρία για μουσικές περιπλανήσεις. Μια μουσική άλλοτε ηλεκτρική, πειραματική, με έμφαση στον ρυθμό και άλλοτε τρυφερή, λυρική και αέρινη, που δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα, όπως το soundtrack μιας ταινίας που δεν έχει ακόμα γυριστεί.

Το «SoundTracks» γράφτηκε λίγο πριν ή στη διάρκεια του lockdown, τελείωσε τον Φεβρουάριο του 2022 και κυκλοφόρησε πρόσφατα. Σε μια περίοδο όπου ο Κ. Μαγγίνας είχε αρχίσει να ασχολείται με τα πεντάλ, την ηλεκτρονική διαμόρφωση του ήχου, τα εφέ που παραπέμπουν και πάλι στους ισοκράτες. Σε ένα ηχητικό τοπίο που τον βοήθησε στην προσέγγιση της μουσικής στα πρώτα του βήματα.

«Ήθελα να αποφύγω τη δέσμευση με έναν τζαζ ντράμερ» λέει και σκάει στα γέλια, θέλοντας να αναιρέσει αυτή του τη δήλωση. Scripta manent, αγαπητέ Κώστα!

Επιμέλεια: Μαρώ Καβαλιέρου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL