Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.1°C20.7°C
4 BF 50%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
18.5°C21.9°C
2 BF 38%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
18.2°C20.5°C
3 BF 60%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
19.4°C21.4°C
5 BF 44%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
18.9°C19.5°C
2 BF 45%
Τάσος Γιαννούσης / Με τον Μάρκο και τον Louis Armstrong
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Τάσος Γιαννούσης / Με τον Μάρκο και τον Louis Armstrong

1325614280.jpg

Ολα ξεκίνησαν από την ελλιπή μόνωση του σπιτιού του στην Αργυρούπολη. Διπλανός του ήταν ο μπουζουξής Θανάσης Μπάστας, που γεννήθηκε το 1916 και είχε, λόγω καταγωγής, το παρατσούκλι «Συριανός». Απ’ τα εννιά και μέχρι τα είκοσι πέντε του χρόνια αυτός ο σκαπανέας του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού -φίλος του ρεμπέτη σαντουρτζή Κώστα Τζόβενου, του Σταμούλη του «Μπιρ Αλλάχ» και του «Αριστοκράτη» Στέλιου Κερομύτη- υπήρξε δάσκαλός του, σε μια σχέση παππού-εγγονού.

Ο Θανάσης, ο γείτονας, που είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη, μετέδωσε στον νεαρό μαθητή του -ένα comme il faut παιδί, λίαν καλό στο σχολείο και άριστο στην αλάνα- το χρώμα της μουσικής μες στην οποία γεννήθηκε κι αντρώθηκε. Το μισό τους μάθημα ήταν μουσική. Το υπόλοιπο, αφηγήσεις για το πώς έστεκαν πάνω στο πάλκο οι μεγάλοι του ρεμπέτικου, για τα χούγια τους, τις ορέξεις τους.

Ο κυρ Θανάσης του έμαθε το πραγματικό ρεμπέτικο: Δελιάς, Μπάτης, Γιοβάν Τσαούς, Μάρκος Βαμβακάρης. Στα δέκα του χρόνια πια ο Τάσος έπαιζε ένα ρεπερτόριο γεμάτο λούμπεν λαϊκό: θάνατος, χασίσια, γυναίκες και μαχαίρια. Οι δικοί του άνθρωποι, ευτυχώς, ποτέ δεν το υποτίμησαν. Άπειρες κι ανεκτίμητες -όπως κατάλαβε πολύ αργότερα- πληροφορίες που βοήθησαν τον Τάσο ν’ αγαπήσει αυτή τη μουσική, σε αντιπαραβολή με τις μουσικές του Μίκη που άκουγε ο κάποτε γραμματέας των «Λαμπράκηδων» του Πειραιά πατέρας του, ο Γιώργος Γιαννούσης.

Τάσος Γιαννούσης

Η κυρία Όλγα, η μητέρα του, αγαπούσε τα παλιά λαϊκά, καθώς ο παππούς είχε μια μπακαλοταβέρνα, ένα καπηλειό στη Μεσσηνία. Όταν οι γονείς έφτασαν για σπουδές στην Αθήνα -ο πατέρας στη Βιομηχανική- το κίνημα βρισκόταν σε έξαρση. Πορείες ειρήνης, συναυλίες, διαδηλώσεις για το 114. Ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ ο Γ. Γιαννούσης, κατάλαβε πού πάει το πράμα κι έφυγε στα πέντε χρόνια. Άφησε τον γιο του να μάθει μπουζούκι σε μια εποχή που βασίλευαν το σκυλάδικο και η hardcore «πίστα», κι ενώ ακόμα ζούσαν τα «μεγαθήρια»: ο Τσιτσάνης, ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου.

Γιοβάν Τσαούς και Satchmo

Οταν οι αδελφοί Φαληρέα (του Pop 11) κυκλοφόρησαν τον δίσκο του Γιοβάν Τσαούς -απ’ την Κασταμονή της Μικράς Ασίας, που πέθανε στη μεγάλη πείνα της Κατοχής στα σαράντα εννιά του χρόνια- η αντίδραση του νεαρού Γιαννούση ήταν σαν να συναντούσε έναν άγνωστο «θείο από την Αμερική», που ως τότε του έστελνε μόνο δώρα. Την ίδια ημέρα, μαζί με τον δίσκο του Γιοβάν, ο Τάσος αγόρασε μια διπλή συλλογή, γεμάτη από τις μουσικές του «παιδιού από τη Νέα Ορλεάνη», του μοναδικού Louis Armstrong. Στην αρχή, διαπίστωσε πως αυτές οι δύο μουσικές ήταν εντελώς διαφορετικές, αλλά κι εντελώς όμοιες: περιείχαν την ίδια «αλήθεια». Ως συνέπεια, ο Τάσος «αρρώστησε» και με τις δύο. «Από τότε δεν έχω γίνει τελείως καλά. Το πράγμα μάλλον χειροτερεύει» λέει και σκάει σε λυτρωτικά δυνατά γέλια ξανά!

Ο οικονομολόγος

Το 1993 ο Τάσος περνάει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στη Σχολή Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης. Η κατάσταση εκεί μόνο... «Λέσχη των χαμένων ποιητών» δεν ήταν γι’ αυτόν. «Μια κατάσταση κουκουρούκου ήταν!» καγχάζει. Στο πρώτο εξάμηνο κατάλαβε πως θα αργούσε λίγο να τη βγάλει τη σχολή. Έτσι, στα εξήμισι χρόνια -ας όψεται η μικροοικονομία- το πήρε το πτυχίο, ενώ δούλευε σε μαγαζιά σαν το Παλιό μας Σπίτι ή σε λαϊκές ταβέρνες μαζί με φίλους μουσικούς που σπούδαζαν κάπου αλλού και έβγαζαν μεροκάματο με επταήμερα ξενύχτια. Ακόμα, όμως, ο Γιαννούσης φανταζόταν πως θα γινόταν οικονομολόγος...

Ο Τάσος δουλεύει σταθερά από τα δεκαοκτώ και βλέπει, ακόμα και τώρα, τον εαυτό του ως έναν εξελισσόμενο ερασιτέχνη. Όσο «ερασιτέχνης» μπορεί να είναι ένας μουσικός που παίζει πάνω από 200 φορές τον χρόνο!

Σε αυτό το διάστημα απέκτησε και μια σχετικά μικρή αλλά σαφή θεωρητική κατάρτιση. Έμαθε τα πολύ βασικά της τζαζ με τον Βασίλη Κώτσια, εξαιρετικό κιθαρίστα και φίλο. Η τζαζ κιθάρα τον βοήθησε να συστηματοποιήσει κάποια πράγματα για τον αυτοσχεδιασμό, όπως αυτός τον εννοούσε. Τον βοήθησε να καταλάβει αν, ως τότε, έκανε καλά παιξίματα. Και αν όχι, να τα αναθεωρήσει. Κάποια στιγμή, με το πτυχίο του στο χέρι, ο νεαρός μπουζουξής έπιασε και πρωινή δουλειά ως οικονομολόγος σε μια εταιρεία που έκανε μελέτες επενδύσεων, αναπτυξιακά προγράμματα. «Μια χαρά ήταν οι άνθρωποι εκεί, εγώ όμως ήμουν δυστυχής. Μέχρι που έφτασα στην ηλικία του Χριστού και έπρεπε να αποφασίσω». Και ο Τάσος διάλεξε τον δικό του σταυρό. Τη μουσική!

Στις μεγάλες πίστες

Το 2000 στον Διογένη, με την Πρωτοψάλτη και τον Κραουνάκη, έβγαινε στο τέλος του προγράμματος, καθώς ήταν το νεότερο και πλέον άπειρο μέλος ενός κουαρτέτου μπουζουκιών με επικεφαλής τον σπουδαίο Χρήστο Κωνσταντίνου. Αυτή η μικρή θητεία τον βοήθησε να καταλάβει ότι οι μεγάλες πίστες δεν είναι το φόρτε του... ούτε το κόρτε του!

Μαζί με τον Κωνσταντίνου ο Τάσος έμαθε πολλά σε σχέση με το όργανο· πώς είναι να παίζει μ’ έναν πραγματικά μεγάλο μπουζουξή, έναν μουσικό που έχει γυρίσει όλο τον κόσμο και γι’ αυτόν έχει γραφτεί ακόμα κι ένα κοντσέρτο για μπουζούκι. Μόνον τότε κατάλαβε πώς είναι να είσαι ένας πραγματικά καλός μουσικός. Κάτι που γίνεται όταν είσαι εσύ καλός και έχεις ανοιχτή την ψυχή σου. Μόνο τότε μπορείς να δεις την αξία του «μεγάλου» που παίζει στο πάλκο δίπλα σου.

Στην Κληματαριά

Το ίδιο έγινε όταν συνάντησε στην Κληματαριά τον Μανώλη Πάππο και τον Σπύρο Γκούμα. Δίπλα σ’ αυτούς τους μεγάλους δάσκαλους του μπουζουκιού ο Τάσος Γιαννούσης συνειδητοποίησε αυτό που του έλεγε ο δάσκαλος: πάντα να κοιτάς να είσαι ο χειρότερος στην μπάντα! Στα μεγάλα μαγαζιά έπρεπε να παίξει μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Θεμιτό, αλλά αυτό δεν του ταίριαξε.

Όμως ο Περικλής και η Μαρία της Κληματαριάς πάντα άφηναν τους μουσικούς να παίζουν ελεύθερα. Γι’ αυτό και ρίζωσε εκεί. Σε αυτό το ιστορικό μαγαζί της πλατείας Θεάτρου, το οποίο ιδρύθηκε το 1927, έχουν παίξει οι μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο μπάρμπα-Νίκος Σαραγούδας με τη Γιασεμή του, η Βελεσιώτου και πολλοί άλλοι. Γύρω στο 2010 ο Τάσος και η κομπανία του, «μια οικογένεια, μια ομόρρυθμη εταιρεία με... σταρ (!) τον κοντραμπασίστα Αντώνη Τζίκα», αποφάσισαν να σχηματίσουν το Γνωστό Τρίο.

Μεσημέρι στην Κληματαριά (φωτογραφία: Κώστας Αναγνωστόπουλος)

«Κι αυτό γιατί ως τότε δεν μας ήξερε κανείς σαν σχήμα», θυμάται χαμογελώντας. Συμμετείχαν -με μια κλασική κιθάρα και «μια φωνή που αγγίζει, από τη ρεμπετοφανή πλευρά, την ποιότητα του Τζόνι Κας»- ο Παναγιώτης Κατσιμάνης, που έχει γράψει και έχει τραγουδήσει τις πιο μεγάλες επιτυχίες των Ενδελέχεια, και ο Αντώνης Τζίκας, «μια δύναμη της φύσης που έχει παίξει με τους πάντες».

«Ο Αντώνης γουστάρει. Η αγάπη του για τη μουσική και για το πάλκο είναι ατέρμονη. Το χαμόγελό του, χαμόγελο χαράς κι απόλαυσης, είναι μεταδοτικό. Ο τρόπος που παίζει είναι εντελώς δικός του. Ο Παναγιώτης είναι ο “βράχος”, αυτός που κρατάει τα μπόσικα και μας επαναφέρει στην... τάξη!» (γέλια ξανά). «Και επειδή ακόμα δεν βάλανε μπάτσους στη μουσική -κάτι που πολλοί θα το ήθελαν-, παίζουμε τα πάντα με τον τρόπο που εμείς σαν ομάδα θέλουμε».

Δίσκοι, αντικείμενα λατρείας

Ο Τ. Γιαννούσης ηχογράφησε το 2015 για πρώτη φορά μια δική του σύνθεση, το ορχηστρικό «Κουμπέ», στον δίσκο «Μοναστηράκι» των Rebeletiko. Ένα μεσημέρι στην Κληματαριά, ενθουσιασμένος με το Γνωστό Τρίο, ήρθε και τους βρήκε ο συνθέτης πολλών κινηματογραφικών μουσικών Νίκος Πλατύραχος. Η πρότασή του ήταν σαφής. Ήθελε να πάρουν μέρος με το δικό τους διακριτό ηχόχρωμα στα «Άστεγα». Στον δίσκο αυτό έπαιξε ο «αφρός»: λαϊκοί, κλασικοί και τζαζίστες μουσικοί συνόδευσαν τους Γιώργο Νταλάρα, Σταμάτη Κραουνάκη και Ελένη Τσαλιγοπούλου.

Ακολούθησε η «Μαύρη μπογιά στο μάρμαρο» του Πλατύραχου, σε στίχους Δημήτρη Λέντζου. Το 2019 ο Τ. Γιαννούσης συμμετείχε στα «Αναστάσιμα», σε στίχους του Εμμανουήλ Ζάχου-Παπαζαχαρίου και μουσική του μουσικολόγου Γιάννη Γιάρου. Δίπλα στη φωνή του Τάσου Χαλκιά, η Αργυρώ Καπαρού, η Δέσποινα Αποστολίδη και -πρώτη φορά ουσιαστικά σ’ ένα δισκογράφημα ευρύτατης κυκλοφορίας- ο Τάσος στον αποκλειστικό ρόλο του τραγουδιστή, σ’ έναν δίσκο που είναι «η Καινή Διαθήκη, όπως τη λέει ένας μάγκας».

Συμμετείχε, επίσης, ως τραγουδιστής στο soundtrack της ταινίας «Το σωσίβιο» του Γιάννη Παναγιωταράκου, σε μουσική του Θοδωρή Κουέλη. Το 2018, με την προτροπή του Ν. Πλατύραχου και του Τάσου Γεωργόπουλου, ιδρυτή των Rebeletiko, ο Τάσος γράφει ορχηστρικά κομμάτια, που ηχογραφήθηκαν λίγο πριν την πρώτη καραντίνα και έμειναν στο ράφι «για λόγους ανωτέρας βίας». Το 2021 και μέσα στην καραντίνα συνθέτει το «Χαρτί» για τη φωνή της Χρυσής Παπαγιαννούλη, τον Παναγιώτη Κολοκοτρώνη και τους Rebeletiko.

Το πρώτο πιάτο

Σήμερα, ξαλαφρωμένος πια από τα βαριά αισθήματα του καλλιτεχνικού και κοινωνικού αποκλεισμού -μια ενδιάμεση συνταξιοδότηση-, ο δίσκος με τίτλο «Το πρώτο πιάτο» βρίσκεται στην τελική φάση της παραγωγής, στο mastering. Συμμετείχαν ο Νίκος Πλατύραχος πιάνο, το Γνωστό Τρίο ως μια οργανική ενότητα, ο Δημήτρης Κουφογιώργος κιθάρες, μπουζούκι και μπαγλαμά, ο Γιάννης Δάφνος κλασική κιθάρα και μπαγλαμά, κοντραμπάσο ο Βαγγέλης Ζωγράφος, ο Δήμος Βουγιούκας ακορντεόν, ο Δημήτρης Γάσιας βιολί και o Βασίλης Παναγιωτόπουλος τρομπόνι. Παραγωγή: Music Art Lab Records. Σχεδιασμός εικαστικών: Λευτέρης Βαϊόπουλος. Σχεδιασμός CD: Στάθης Καμπουράκης.

Το «Πρώτο πιάτο» είναι ένας δίσκος φτιαγμένος και προορισμένος να ζεσταίνει τα αυτιά των ακροατών μέχρι ν’ αρχίσει το κυρίως πιάτο!

Επιμέλεια: Μαρώ Καβαλιέρου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL