Live τώρα    
13°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
13 °C
10.1°C14.6°C
2 BF 80%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αραιές νεφώσεις
13 °C
10.9°C13.8°C
3 BF 73%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
12 °C
11.0°C12.1°C
2 BF 80%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
14 °C
12.1°C13.8°C
0 BF 81%
ΛΑΡΙΣΑ
Αυξημένες νεφώσεις
11 °C
10.1°C10.9°C
3 BF 93%
Κώστας Καναβούρης / Η ποίηση γράφεται πάντοτε στο πείσμα των εχθρών της
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κώστας Καναβούρης / Η ποίηση γράφεται πάντοτε στο πείσμα των εχθρών της

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Είναι δεινός αφηγητής. Δεν χορταίνεις να τον ακούς. Το χιούμορ του διαπεραστικό και οι πλάκες του μνημειώδεις. Διπλώνεσαι από τα γέλια. Μπορεί να θυμηθεί τον στίχο τού πιο απίθανου ποιητή, αλλά και ένα στιγμιότυπο από τη γενέθλια πόλη που σε κάνει να κλαις. Μεγάλη απόλαυση να τον ακούς να βρίζει. Έχει τον τρόπο να περνά γενεές δεκατέσσερις όποιον αποκλίνει από την τιμιότητα της λέξης και της πράξης, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μια βρισιά, ούτε μια άσχημη λέξη. Όμως το μεγαλύτερο ταλέντο του ποιητή και δημοσιογράφου Κώστα Καναβούρη εντοπίζεται, αναμφίβολα, στην ποίησή του. Μια ποίηση στιβαρή και τίμια. Ένα σύμπαν ολόκληρο το ποίημά του. Ανοιχτό και πανανθρώπινο.

Αυτή τη φορά "υπάρχει λόγος" για να μιλήσουμε με τον κύριο της διπλανής στήλης. Ο φρεσκοτυπωμένος "Αμνός" (εκδ. Πόλις), η πρόσφατη ποιητική σύνθεση του Κώστα Καναβούρη, που σαν ουρλιαχτό διατρέχει τις εποχές, τα βουλεβάρτα της ποίησης, τους ανθούς και τα τέρατα της ανθρώπινης περιπέτειας, δίνει όλες τις αφορμές για μια συζήτηση που εξηγεί λεπτομερώς γιατί "η ποίηση γράφεται πάντοτε στο πείσμα των εχθρών της".

Ο "Αμνός" συμβολίζει τη θυσία, ωστόσο στο βιβλίο σου δεν παραπέμπει στο πρόβατο που οδηγείται στη σφαγή. Ποιος ο συμβολισμός;

Ο συγκεκριμένος "Αμνός" δεν είναι ακριβώς υποκείμενο, αλλά είναι το συλλογικό είναι, που με συνείδηση επιλέγει να αγωνιστεί γιατί έχει διαπιστώσει την αδήριτη ανάγκη τού αγωνίζεσθαι ως γνωστικού, δηλαδή ηθικού, αισθητικού και λογικού εργαλείου για την αποκάλυψη του αθέατου, για την ανατροπή των δεδομένων και άρα για ένα εξανθρωπισμένο ανθρώπινο ον και επομένως για έναν καλύτερο κόσμο.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο βασικό μέρος του έργου αυτού όλα τα ποιήματα αρχίζουν με τη φράση "λευκό χαρτί: Είσαι ικρίωμα". Το ικρίωμα δεν είναι μόνο η εξέδρα όπου γίνεται ο απαγχονισμός ή ο αποκεφαλισμός. Ικρίωμα σημαίνει επίσης και τη σκαλωσιά, δηλαδή την ανηφόρα όλο και προς τα πάνω. Αυτή η άνοδος άλλοτε είναι μια via crucis, μια οδός του μαρτυρίου, και άλλοτε ο δρόμος που μας οδηγεί προς μια κορυφή απ' όπου θα δούμε καθαρότερα τον κόσμο, το απέραντο και τον απέραντο εαυτό μας.

Αυτό που λες παραπέμπει σε έννοιες της Αναγέννησης. Θεωρείς ότι ειδικά σήμερα χρειαζόμαστε μια νέα Αναγέννηση;

Πρέπει εδώ να κάνουμε έναν νέο διαχωρισμό. Ο ιστορικός όρος Αναγέννηση δεν σημαίνει ότι έχουμε μια περίοδο όπου υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό σημείο με τον Μεσαίωνα, αλλά μια βαριά διαδικασία, με πολύ ανάλωμα και παρανάλωμα δυνάμεων, μέχρι να μπούμε σε ένα νέο στάδιο, όπου ο κόσμος και ο άνθρωπος αναπλαισιώνονται, ανασηματοδοτούνται και ανασημαίνονται. Αυτή τη στιγμή ακριβώς βρισκόμαστε σε μια σκοτεινή ώρα, που σημαίνει και το ξημέρωμα μιας καινούργιας μέρας. Εδώ, σ' αυτή τη σκοτεινή ώρα, γίνονται και τα εγκλήματα και τα θαύματα. Όταν βγει ο ήλιος, γιατί ο ήλιος θα βγει, τότε θα φανεί αυτό που συντελέστηκε, καθώς και το κόστος του. Θα φανούν οι γνώσεις που κερδίσαμε, οι γνώσεις που χάσαμε, οι άνθρωποι που κερδίσαμε και οι άνθρωποι που χάσαμε, τα ποιήματα που γράψαμε και τα ποιήματα που δεν προλάβαμε να γράψουμε και δεν θα γραφτούν ποτέ πια.

Θυμάσαι πότε έγραψες το πρώτο σου ποίημα;

Το πρώτο συγκροτημένο ποίημα, ένα στιχούργημα, το έγραψα το καλοκαίρι που τελείωσα το Δημοτικό και το διάβασα με μεγάλη περηφάνια σε όλη την οικογένεια. Αυτό μου έδωσε θάρρος και έγραψα και δεύτερο ποίημα, που μιλούσε για έναν γέροντα που κάθεται στην ακρογιαλιά και που στο τέλος του ποιήματος πεθαίνει. Το διάβασα και αυτό, εκτός από τη στενή μου οικογένεια, και στους συγγενείς. Εκεί, όμως, κάποια θεία, ελαφρώς άξεστη, σταμάτησε βιαίως την πορεία μου προς τις κορυφές της ποίησης, διότι γελώντας χοντρά μού είπε "αχ, βρε Κώστα, τον πέθανες τον άνθρωπο". Δεν ήξερα πού να κρυφτώ.

Αλλά επέμεινες τελικά.

Έκανα καιρό να ξαναγράψω, πάντοτε όμως ήξερα ότι το γράψιμο είναι το μέλλον μου. Μέχρι σήμερα θυμάμαι το σημείο και την ηλικία που ομολόγησα στον εαυτό μου, με όλη την άγνοια και την έπαρση των 12 χρόνων μου, ότι εγώ θα γίνω διάσημος συγγραφέας! Αυτός ο αυτοπροσδιορισμός της ενασχόλησης με τα γράμματα δεν με εγκατέλειψε ποτέ, ώσπου ήρθε η ευλογημένη στιγμή που, στα 16 μου πια, έχω φιλόλογο τον Κωνσταντίνο Προκόβα, ο οποίος υπήρξε αργότερα ο τελευταίος διευθυντής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη πριν αυτό ενσωματωθεί στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Μιλάμε για την Καβάλα του 1971, δηλαδή στην καρδιά της Χούντας.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας από τους τρεις που άλλαξαν τη ζωή μου. Όχι μόνο δεν ακολουθούσε το διδακτικό πρόγραμμα της Χούντας, αλλά καθιέρωσε στην τάξη να γίνονται ώρες ελεύθερης εργασίας, δηλαδή δημιουργίας. Μπορούσαμε να γράψουμε ό,τι θέλαμε και να το διαβάσουμε χωρίς το άγχος κάποιας βαθμολογίας. Όποιος αντιλαμβάνεται τη σύγκριση με το σήμερα, καταλαβαίνει πόσο επαναστατικό ήταν αυτό. Έτσι, έγραψα το πρώτο μου αληθινό διήγημα. Δεν θα ξεχάσω τον συγκλονισμό που ένιωσα. Κυριολεκτικά συνταράχτηκα. Όταν, πολύ αργότερα, διάβασα τη φράση του Γιάννη Ρίτσου "ο ποιητής είναι ο πρώτος έκπληκτος αναγνώστης των ποιημάτων του", κατάλαβα μέχρι τα μύχια της ψυχής μου τι εννοούσε. Η ιερότητα εκείνης της πρώτης δημιουργίας, εκείνη η άγρια χαρά ότι κι εγώ μπορώ να γράψω αυτά που διάβαζα, γιατί διάβαζα μανιωδώς, με σημάδεψε για πάντα.

Κώστας Καναβούρης

Και τι έλεγε αυτό το διήγημα;

Για έναν γέρο που πεθαίνει έλεγε πάλι. Αλλά αυτή τη φορά δεν γέλασε κανένας. Αντιθέτως, είχα τη χαρά να το δω δημοσιευμένο σε μια σχολική εφημερίδα που μας βοήθησε να βγάλουμε ένας άλλος καθηγητής μας. Σ' αυτή την εφημερίδα είχα και την πρώτη μου δημοσιογραφική στήλη. Λεγόταν Σινέ Γυμνάσιο και σχολίαζε εικόνες και καταστάσεις του σχολείου με τίτλους κινηματογραφικών ταινιών. Για παράδειγμα, η ταινία του Ντον Σίγκελ "Οι γύπες πετούν χαμηλά" ήταν το σχόλιο μου για τις περιπολίες των καθηγητών στην αυλή του σχολείου την ώρα του διαλείμματος. Επειδή διάβαζα μανιωδώς ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, φυσικά ξεκοκάλιζα και την εφημερίδα που έφερνε ο πατέρας καθημερινά στο σπίτι, Τα Νέα δηλαδή, γιατί η ΑΥΓΗ είχε κλείσει. Ξεκοκαλίζοντας την εφημερίδα διάβαζα και τη σελίδα με τους κινηματογράφους. Άλλωστε ο παράδεισος για εμένα ήταν ένας κόσμος όπου μπορούσες να πας όσες φορές ήθελες στον κινηματογράφο. Από τη σελίδα λοιπόν των θεαμάτων έπαιρνα τους τίτλους που ταίριαζαν με τα γεγονότα που σχολίαζα.

Εκεί άναψε και η πρώτη σπίθα της δημοσιογραφίας;

Αυτή η σπίθα άναψε όταν είδα δύο μεγαλύτερους συμμαθητές μου να διαβάζουν φωναχτά τη στήλη μου, χωρίς να ξέρουν ότι εγώ είμαι αυτός που την έγραψε, και να γελάνε με όλη τους την καρδιά λέγοντας "κοίτα ρε τι έγραψε". Αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ, ψωνάρα κανονική. Πού να ξέρω, βέβαια, τότε σε τι περιπέτεια θα έμπαινα. Πρέπει όμως να πω ότι επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκα όχι τόσο από την αγάπη για την είδηση όσο από την αστείρευτη αγάπη μου για τον γραπτό λόγο.

Σε έφαγε δηλαδή "το μεροκάματο στις λέξεις", όπως γράφεις σε ένα δίστιχο άλλης συλλογής σου, στο "Έσπασε";

Ακριβώς, ταυτόχρονα όμως με έκαναν περήφανο όλα αυτά τα χιλιάδες μεροκάματα στις λέξεις. Χωρίς αυτά δεν θα είχα γράψει τα ποιήματα που έγραψα και χωρίς τα ποιήματα δεν θα μπορούσα να γράψω τα μεροκάματα στις λέξεις έτσι όπως τα έγραψα. Ίσως γι' αυτό δεν ένιωσα ποτέ να διίσταμαι ανάμεσα στην ποίηση και τη δημοσιογραφία, γιατί στη σούμα είμαι ένας άνθρωπος που κερδίζει τον επιούσιο και την ύπαρξή του από τον γραπτό λόγο.]

Είπες ότι σε σημάδεψαν τρεις άνθρωποι. Ποιοι ήταν οι άλλοι δύο;

Ο δεύτερος άνθρωπος που μου σημάδεψε τη ζωή ήταν ο Γιάννης Ρίτσος. Θα χρειαζόταν ώρες να διηγούμαι γι' αυτό, θα σου πω όμως μόνο ένα: Όταν πήγα για πρώτη φορά στο σπίτι του με τα ποιήματά μου παραμάσχαλα, ήμουν 25 χρονών. Περάσαμε δύο ώρες συζητώντας. Όταν έφυγα, συγκλονίζομαι και τώρα που το λέω και ας πέρασαν 40 χρόνια, ήμουν ένας άλλος άνθρωπος, κυριολεκτώ. Άλλαξε η οπτική μου στον κόσμο, στην ποίηση και στους ανθρώπους. Μέσα σε δύο ώρες έκανα αυτό το ένα πλάγιο βήμα και είδα το όλον όπως δεν το είχα δει ποτέ.

Ο Ρίτσος μεγάλωσε τον κόσμο μου, τον βάθυνε και τον ψήλωσε. Ο τρίτος άνθρωπος ήταν η παιδίατρός μου, με την οποία αποκτήσαμε μια βαθύτατη φιλία και σήμερα λυπάμαι που δεν μπορούμε να συνομιλήσουμε γιατί πάσχει από αλτσχάιμερ. Βέβαια, αυτή η υπέροχη γυναίκα, η Μαίρη Γεωργοπούλου - Ιωαννίδου, κάθε άλλο παρά τυχαίος άνθρωπος ήταν. Στα 15 της υπάρχει φωτογραφία που τη δείχνει μαζί με άλλες ΕΠΟΝίτισσες να κρατάει την ελληνική σημαία την ημέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, στις 30 Οκτωβρίου 1944. Στα 18 της ήταν συγκρατούμενη της μητέρας μου στις φυλακές της Θεσσαλονίκης, καταδικασμένη σε θάνατο, στη μεγάλη δίκη του ΕΑΜ Θεσσαλονίκης, στην ίδια δίκη δηλαδή που είχε καταδικαστεί και ο Μανόλης Αναγνωστάκης.

Με τη μητέρα μου η φιλία τους υπήρξε βαθιά και άρρηκτη, αφού έτυχε να έρθει στην Καβάλα επειδή παντρεύτηκε τον γιατρό Γιάννη Ιωαννίδη. Τη φιλία αυτή τη συνεχίζουμε σήμερα με την κόρη της Ελένη, που είναι ιστορικός στον Δήμο Καλαμαριάς.

Μιλάς για ανθρώπους σε μια εποχή που οι δεξιοί έγραφαν τη νίκη τους και οι αριστεροί έγραφαν ποίηση.

Αυτό είναι κάτι που συνεχίζεται και γελάω κάθε φορά που ακούω κάποιον σαν τον Βορίδη ή τον Γεωργιάδη να επαίρονται ότι δεν είμαστε ίδιοι. Θα ήθελα λοιπόν να πω ότι πράγματι δεν είμαστε ίδιοι. Όταν ο Βορίδης κρατούσε τσεκούρι, εγώ κρατούσα μολύβι. Όταν ο Βορίδης ενέγραφε τη δημόσια παρουσία του με κραυγές που έσταζαν αίμα, εγώ έγραφα ποιήματα. Όταν τον Βορίδη επέλεγε και περιέβαλλε με την εκτίμησή του ο αρχιφονιάς της χούντας Παπαδόπουλος, εμένα με περιέβαλε με την αγάπη και την εκτίμησή του ο Γιάννης Ρίτσος. Όταν ο Βορίδης συνομιλούσε με τους Μιχαλολιάκους, εγώ συνομιλούσα, πραγματικά, όχι συμβολικά, με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον Νίκο Καρούζο, τον Σπύρο Τσακνιά, τον Τάσο Λειβαδίτη. Ναι, ούτε ήμασταν ούτε ποτέ θα είμαστε ίδιοι.

Η συλλογή σου τελειώνει με ένα γράμμα της μητέρας σου από τις φυλακές Θεσσαλονίκης. Σπονδή στη μητέρα, στην εποχή της ή στην ποίηση αυτό το γράμμα;

Σε όλα αυτά και μαζί σπονδή στη γυναίκα, την αγωνιζόμενη γυναίκα. Τη γυναίκα που και σήμερα βλέπουμε να γίνεται αμνός, παρά τη θέλησή της, να θυσιάζεται σε μια φρικώδη πραγματικότητα και να σκεπάζεται με τη χλεύη των τεράτων. Αν η ποίηση δεν απαντήσει με τα δικά της μέσα, παραμένοντας πάντοτε ποίηση, κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να το κάνει. Άλλωστε η ποίηση είναι γένους θηλυκού και έχω υπόψη μου μια φράση του Άδωνι, εννοώ τον μεγάλο Σύρο ποιητή, μην πάει αλλού το μυαλό σας, Θεός φυλάξοι, ο οποίος έχει πει ότι "οι λέξεις είναι γυναίκες". Κι εγώ λέω πως οι γυναίκες είναι οι λέξεις για να πούμε τα ποιήματα ενός καλύτερου κόσμου.

Υπάρχουν κι άλλες γυναίκες, όπως και το "Ας ερχόσουν για λίγο" του Σογιούλ. Σε στοιχειώνουν οι γυναίκες;

Οι γυναίκες δεν με στοιχειώνουν, με μεταστοιχειώνουν. Τα γυναικεία ονόματα που υπάρχουν στο βιβλίο είναι όλα ονόματα από θείες, γιαγιάδες, ξαδέλφες που δεν υπάρχουν πια. Μαζί είναι τα άγνωστά μου ονόματα των συγκρατούμενων γυναικών της μητέρας μου, που ανήμερα της Αγίας Παρασκευής τις εκτέλεσαν. Την παραμονή, όπως μου διηγούνταν η μάνα μου, χόρευαν και τραγουδούσαν από τον πάνω όροφο της φυλακής και από τις ρωγμές του ξύλινου πατώματος έριχναν στις συγκρατούμενες τα χαρτάκια με το όνομα και την ιστορία τους. Πάντα η μάνα μου άναβε το καντήλι στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής. Το τραγούδι του Σογιούλ το έβαλα κι αυτό συμβολικά, ενθυμούμενος τη φωνή της μητέρας μου που τραγουδούσε τα ελαφρά τραγούδια της εποχής, αλλά και εμπλέκοντας μία ακόμα διήγησή της, ότι οι άλλες κοπέλες στη φυλακή την έβαζαν να τραγουδάει και μάθαιναν ταγκό. Δηλαδή σε όλα αυτά εμπλέκονται μια σειρά από φανταστικές ιστορίες τού αφόρητα πραγματικού. Άλλωστε αυτό δεν είναι και η ποίηση;

Οι δικές σου λέξεις στον "Αμνό" δημιουργούν μια συντέλεια και μια θεογονία ταυτόχρονα. Σε ποιο κόσμο αναφέρονται;

Δυνητικά, αν μπορούσα, θα απαντούσα με μια πραγματική φωτογραφία που απεικονίζει μια αντάρτισσα των Σαντινίστας την ημέρα που μπαίνουν στη Μανάγκουα. Έχει ένα χαμόγελο που χωράει όλο τον κόσμο, στον ώμο έχει περασμένο του τουφέκι της, ενώ από το γυμνό ρωγοβύζι βυζαίνει στον ύπνο του και κοιμάται μακάριο το μωρό της. Αυτός είναι ο κόσμος που γράφει όλα τα ποιήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι και η λέξη τέχνη προέρχεται από το τίκτω. Η κάθε γέννα σημαίνει και πόνο και αίμα, σημαίνει όμως πάνω απ' όλα τη γέννηση ενός καινούργιου κόσμου. Αυτό για εμένα είναι το ίδιο που εσύ ονομάζεις θεογονία και συντέλεια.

Στα βουλεβάρτα του βιβλίου σου συγκατοικούν ο Μπένγιαμιν και ο Παβέζε, ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Πρίμο Λέβι και ο Κάρολος Ντίκενς, ο Λένιν και ο Ραμόν Μερκαντέρ, η πλατεία του Μαγιού στη Μαδρίτη, ο Γράμμος και το Βίτσι. Πώς συναντιούνται όλα αυτά;

Συναντιούνται στη μεγάλη χοάνη που λέγεται άνθρωπος και στις λέξεις που λέγονται, όπως και σε εκείνες που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Συναντιούνται στο σημείο εκείνο όπου η ελπίδα και η απελπισία αποκτούν την ίδια αξία ξαποσταίνοντας από τις προσδοκίες και συμπεραίνοντας, έστω και διά της σιωπής, αυτό που αύριο κάποιοι άλλοι θα διατυπώσουν. Θέλησα σε αυτή τη συλλογή να πω το Canto general του δικού μου κόσμου. Φυσικά, μακριά από κάθε υποψία σύγκρισης με τον Πάμπλο Νερούντα. Θέλησα να πω, δηλαδή, όσο και όπως μπόρεσα, το γενικό τραγούδι που μας χωράει όλους.

Γιατί ορίζεις ότι ο "Αμνός" είναι "ένα ποίημα στον καθρέφτη";

Γιατί το λευκό χαρτί είναι ο καθρέφτης του εαυτού μας και η προσπάθεια να κοιτάξουμε αυτό που δεν θα δούμε ποτέ σε όσους καθρέφτες κι αν κοιταχτούμε, τα μάτια μας. Δηλαδή την όραση που θα μας κάνει να κοιτάξουμε "εις εαυτόν" και να δούμε τα ευρήματα της εσωτερικής μας ανασκαφής.

Στα τρία μέρη της συλλογής έχεις βάλει αντίστοιχα μότο που προϊδεάζουν τον αναγνώστη για την πλοκή. Ποιο είναι το μότο στην πλοκή της δικής σου διαδρομής;

Είναι πολλά, ωστόσο επιλέγω δύο. Και τα δύο έχουν ειπωθεί από τον μεγάλο Ισπανοαργεντινό προπονητή ποδοσφαίρου Χελένιο Χερέρα, τον εφευρέτη του κατενάτσιο. Το πρώτο λέει "όποιος παίζει για τον εαυτό του, παίζει για τον αντίπαλο". Ας το ακούσει το πολιτικό προσωπικό της Αριστεράς όλων των βαθμίδων. Το δεύτερο λέει "τα δύσκολα πράγματα θέλουν καιρό για να γίνουν. Τα αδύνατα, λίγο περισσότερο". Αυτό αφορά τον κόσμο της Αριστεράς, που πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στις αστείρευτες δυνάμεις του.

Η Μάρω Δούκα, με αφορμή τον "Αμνό", σημειώνει ότι "ο Κώστας συνομίλησε από μικρός και συνομιλεί πάντα με την ουσία της ποίησης". Ποια είναι η ουσία της ποίησης;

Θα απαντήσω παραφράζοντας τα λόγια του ιερού Αυγουστίνου για τον χρόνο. Όταν δεν με ρωτούν τι είναι η ποίηση, ξέρω τι είναι. Όταν με ρωτούν, δεν ξέρω. Θα μας το μάθει και σ' εμένα και στον αναγνώστη το επόμενο ποίημα, που όλοι βοηθάμε για να γραφεί στο πείσμα των εχθρών του. Γιατί η ποίηση γράφεται πάντοτε στο πείσμα των εχθρών της.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL