Το θέατρο πρωταγωνίστησε στην πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων στο διάστημα πριν από την επανάσταση του 1821. Παρακινημένοι από Ευρωπαίους διαφωτιστές που έγραφαν θεατρικά έργα αρχαιόθεμα, Έλληνες λόγιοι αναγνώρισαν σ’ αυτά τους πρόγονους και τον πολιτισμό τους. Από αυτούς τους διαφωτιστές έμαθαν και για τους αρχαίους Έλληνες δραματικούς ποιητές. Φυσικό ήταν να τους μελετήσουν και να τους ερμηνεύσουν από σκηνής.
Η αναβίωση του αρχαίου δράματος λοιπόν στη γλώσσα μας ξεκινά από τις ελληνικές παροικίες των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να εξαπλωθεί αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και αλλού. Πρωτοστατούν Φαναριώτες λόγιοι που κατέχουν εξέχουσες θέσεις στην κοινωνία. Αποστολή τους είναι να φέρουν σε επαφή με το ελληνικό πολιτιστικό στοιχείο εκείνους τους Ρωμιούς υπηκόους που μιλούσαν τα «γραικικά», την ελληνική δηλαδή γλώσσα, και να τους καλλιεργήσουν τη συνείδηση του Έλληνα πάνω από τον Ρουμελιώτη, τον Μωραΐτη ή τον Ηπειρώτη.
Ενδιαφέροντα στοιχεία μας δίνει η καθηγήτρια Χρυσόθεμις Βασιλάκου - Σταματοπούλου μέσα από το Επιστημονικό Δελτίο του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ «Παράβασις» 5ος τόμος. Μας πληροφορεί ότι η πρώτη ελληνική παράσταση αρχαίου δράματος είναι εκείνη που οργάνωσε ο Λάμπρος Φωτιάδης ανεβάζοντας την «Εκάβη» του Ευριπίδη πιθανόν στα 1805. Το περιβάλλον αυτής της πρώτης παράστασης είναι η «Ελληνική Ακαδημία» του Βουκουρεστίου, που εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Στα 1805 τοποθετείται και το ανέβασμα των «Περσών», πιθανότατα στο Ιάσιο και σε διασκευή Α. Μουρούζη. Στην Οδησσό το 1818 παρασταίνεται από «φιλοθεάτρους Γραικούς» ο «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή. Έναν χρόνο αργότερα, στα 1819, ο Κωνσταντίνος Ιατρόπουλος με θίασο αποτελούμενο από νέους φοιτητές ανεβάζει τη «Φαίδρα» του Ρακίνα σε μετάφραση του Φαναριώτη Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή.
Βεβαίως, το ελληνόφωνο πια θέατρο μεταφέρεται και στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί εξελίσσεται ραγδαία δημιουργώντας έναν ισχυρό πόλο ψυχαγωγίας και αυτογνωσίας. Οι πρώτες πολίτικες παραστάσεις δόθηκαν μέσα στα μέγαρα πλουσίων Ρωμιών. Έπρεπε δε να ενημερώνεται η τουρκική αρχή για το γεγονός και το έργο να περνάει από λογοκρισία. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Επανάστασης και μετά, παρουσίαζαν «πατριωτικά έργα», αλλά στις αρχές παρουσίαζαν έργα ανώδυνα, όπως π.χ. «Η νεαρά κόρη και ο ερωτευμένος γέρων». Δεν είναι λίγες και οι φορές όπου μετά από τις σχετικές πληροφορίες οι ένστολοι ζαπτιέδες εισέρχονταν στο κτήριο όπου παιζόταν η παράσταση για τον ήρωα Κατσαντώνη για παράδειγμα, καίγοντας την οικία και καταδικάζοντας σε θάνατο τους οργανωτές. Σ’ αυτό το κλίμα οργανώθηκαν και οι κωνσταντινουπολίτικες παραστάσεις αρχαίου δράματος. Τα έργα των αρχαίων ποιητών βρίσκονται στην πρώτη γραμμή όσον αφορά την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αγκαλιάζει την παραγωγή αυτών των παραστάσεων.
Στην εφημερίδα «Κωσταντινούπολις», αρ. φ. 1175/9.2.1872 διαβάζουμε ότι «πολλάκις (εδίδοντο) θεατρικαί παραστάσεις εντός του περιβόλου των εκκλησιών» και ότι «εντός της σκηνής και επί των ευρυτάτων εξεδρών πέριξ, επί πολυθρονών, ανεπαύοντο και ήκουον μετά συγκινήσεως τα διδάγματα οι μητροπολίται, αρχιεπίσκοποι και συνοδικοί του Πατριάρχου ημών, πηγαινοερχόμενοι με αμάξας -διά της δευτέρας γεφύρας του Κερατίου κόλπου - από το Φανάριον».
Στην Κωνσταντινούπολη, η επαφή με το αρχαίο δράμα γίνεται κατ’ αρχάς μέσα από κλασικίζουσες τραγωδίες της ευρωπαϊκής δραματουργίας μεταφρασμένες στα ελληνικά. Έτσι, έχουμε το ανέβασμα της «Αντιγόνης» του Αλφιέρι στα 1848 και της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι» του Ρακίνα από το Ελληνικόν Παρθεναγωγείον Κωνσταντινουπόλεως στα 1849. Η πρώτη αρχαιοελληνική τραγωδία που ανεβαίνει στην Πόλη είναι η «Εκάβη», που δίνεται στο πρωτότυπο, στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης, στα 1856. Πάμπολλα ήταν τα κατοπινά ανεβάσματα έργων του αρχαίου δράματος για τη ρωμιοσύνη της Πόλης. Γύρω στις είκοσι ήταν και οι ελληνικές θεατρικές στέγες που φιλοξενούσαν παραστάσεις αποκλειστικά στην ελληνική γλώσσα.
Αυτή η γλώσσα και ο πολιτισμός έδωσαν θάρρος και κουράγιο στις δύσκολες περιόδους που πέρασε όλα αυτά τα χρόνια ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Ραχοκοκαλιά όλης αυτής της πνευματικής διαδικασίας ήταν τα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη. Είναι ο πολιτισμικός πλούτος που καλλιεργήθηκε και εντός των ορίων του νέου ελληνικού κράτους αυτούς τους δύο αιώνες.
Οι αρχαίοι δραματικοί ποιητές μας και ο μέγιστος κωμικός είναι παγκόσμιοι. Ενέπνευσαν ξένους λαούς, παραστάθηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες, μα πάνω απ’ όλα στάθηκαν δάσκαλοι, μέντορες και οδοδείκτες για τον λαό μας και κατά τη διάρκεια όλης της μακραίωνης ιστορικής μας διαδρομής.
Οι ποιητές μας και το έργο τους, από τον μακρινό 5ο αιώνα προ Χριστού, ήρθαν να συμμετάσχουν στην προετοιμασία της Επανάστασης του ’21. Συντρόφευσαν και δίδαξαν τους Έλληνες και πορεύθηκαν μαζί τους έως το σήμερα. Θα είναι και μετά από εμάς εδώ, πάντα διαχρονικοί και εξόχως σημαντικοί για όλη την ανθρωπότητα.
* Ο Πάνος Σκουρολιάκος είναι βουλευτής Ανατολικής Αττικής και αν. τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία