Σενάρια επί σεναρίων, αναφέρουν οι σχετικές πληροφορίες, κατατίθενται στο τραπέζι του Μεγάρου Μαξίμου με στόχο την «επανεκκίνηση της κυβέρνησης», την ανακοπή της περαιτέρω φθοράς και ακολούθως την ανάκτηση των απωλειών που καταγράφηκαν στις ευρωεκλογές.
Καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την κυβέρνηση να έχει χάσει κι άλλο έδαφος και να κινείται γύρω στο 25%, ο κίνδυνος είναι τον Σεπτέμβριο να είναι λίγο πάνω από το 20% και να προκύψει νωρίτερα ή αργότερα, από τα πράγματα, ζήτημα δυσαρμονίας με το εκλογικό σώμα.
Η πολιτική ιστορία έχει δείξει ότι από τη στιγμή που μία κυβέρνηση περνά το σημείο καμπής και εισέρχεται σε πτωτική πορεία οι πιθανότητες αναστροφής είναι ελάχιστες έως μηδενικές, αντιθέτως είναι πιο πιθανό η πτωτική δυναμική να πάρει χαρακτήρα χιονοστιβάδας. Αν ξύσει κανείς την επιφάνεια της επικοινωνίας, οι λύσεις που επεξεργάζεται το κυβερνητικό επιτελείο είναι μερικές, εμβαλωματικές και δίχως αποτέλεσμα. Ένα ακόμη ενεργειακό επίδομα τον Αύγουστο δεν ακυρώνει τους φουσκωμένους λογαριασμούς, η ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού (που ακόμη και ο συντηρητικός Τύπος ανακάλυψε ότι είναι υποστελεχωμένη) δεν θα καταργήσει τα ριζωμένα στις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας καρτέλ και τις εναρμονισμένες πρακτικές, ενώ οι ιδιώτες γιατροί στα νοσοκομεία δεν θα βελτιώσουν το επίπεδο των υπηρεσιών την ώρα που οι πολίτες αξιολογούν πλέον την Υγεία ως το δεύτερο πιο σημαντικό πρόβλημα μετά την ακρίβεια.
Η «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει όμως μπροστά του το μείζον πρόβλημα των ελληνοτουρκικών. Η πρόσφατη κρίση μεταξύ Κάσου και Καρπάθου δείχνει ότι η Τουρκία αλλάζει πίστα στην επεκτατική της πολιτική και αμφισβητεί ευθέως την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Η περαιτέρω κλιμάκωση αποσοβήθηκε με την υποχώρηση της ελληνικής πλευράς.
Συνολικότερα γίνεται εμφανής η «φινλανδοποίηση» ή διαφορετικά η δορυφοροποίηση της Ελλάδας την τελευταία πενταετία. Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ποντίσει ένα καλώδιο δίχως την άδεια της Τουρκίας ή να ανακηρύξει θαλάσσιο πάρκο στο Αιγαίο ή να κάνει δηλώσεις για το Κυπριακό που ενοχλούν τον Ερντογάν. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει περιορίσει την κυριαρχία στα έξι ναυτικά μίλια, εκεί που είχε βάλει παλαιότερα την κόκκινη γραμμή ο Γιώργος Γεραπετρίτης. Ο συντηρητικός πυρήνας της Ν.Δ., που εκφράζεται από τους πρώην πρωθυπουργούς Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, γίνεται συνολικά συνυπεύθυνος στον «ενδοτισμό», εφόσον δεν ανατρέψει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Καθώς γίνεται αισθητό ότι το νεοφιλελεύθερο πείραμα απέτυχε, γενικεύεται η απογοήτευση, ενώ η μεσαία τάξη που στήριξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι σε κατάθλιψη.
Ο «εμμονικός» και δυσανεκτικός στην κριτική Κυριάκος
Πολλαπλασιαστικά στην απογοήτευση λειτουργεί η αποδόμηση της προσωπικής εικόνας του πρωθυπουργού, που, σύμφωνα με τα ποιοτικά στοιχεία των μετρήσεων, βρίσκεται επίσης σε ελεύθερη πτώση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολούθησε το manual της σκληρής ηγεμονίας: ο ηγέτης (κάτι ανάμεσα σε Μωϋσή και τσιτάχ) δεν κάνει ποτέ λάθος και αν κάνει, δεν το αναγνωρίζει. Δεν ζητά ποτέ συγγνώμη, ποτέ δεν υποχωρεί από διακηρυγμένες πολιτικές και κάθε κρίση την αντιμετωπίζεται σαν ευκαιρία για νέα επίθεση στο σώμα των πολιτών. Κάπως έτσι το ιστορικά χαμηλό των ευρωεκλογών για τη Ν.Δ. ερμηνεύτηκε σαν «εντολή τον ψηφοφόρων να προχωρήσουμε πιο αποφασιστικά στην ίδια κατεύθυνση».
Θεωρείται βέβαιο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να κάνει μία συνολική επανεκκίνηση αφού όσοι τον γνωρίζουν λένε ότι είναι ένας «εμμονικός πολιτικός, που αντιμετωπίζει την κριτική με περιφρόνηση και όσους τολμούν να αμφισβητήσουν επιλογές του με ύβρεις».
Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η Ν.Δ. έχει περιθώριο να απαγκιστρωθεί από τις βασικές επιλογές της πενταετίας στο υποθετικό σενάριο -συζητείται όλο και πιο έντονα- που γίνει αλλαγή ηγεσίας εν κινήσει. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πάντως, εξακολουθεί να αναζητά διέξοδο σε διεθνή θώκο.
Πολιτική ανασύσταση του συντηρητικού χώρου
Η υποφώσκουσα κρίση ηγεσίας στη Ν.Δ. εντάσσεται στην ευρύτερη ρευστοποίηση και προοπτική ανασύστασης του πολιτικού συστήματος αλληλεπιδρώντας με αντίστοιχες αναζητήσεις και διεργασίες στον χώρο τόσο της ευρύτερης Δεξιάς όσο και της Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. Στο εσωτερικό της Ν.Δ. αυξάνεται η επιρροή της συντηρητικής τάσης στην προοπτική ενός συνολικού επαναπροσδιορισμού του κόμματος που θα συρρικνώσει την Ελληνική Λύση και τη Νίκη ή διαφορετικά ένα νέο κόμμα. Εκείνοι που απεργάζονται τα σχετικά σενάρια εκτιμούν ότι μια καθαρή Δεξιά -δίχως τον δικαιωματισμό και την αναθεωρητική πολιτική στα εξωτερικά και στο Μεταναστευτικό του Κυριάκου Μητσοτάκη- είναι πλειοψηφική στην ελληνική κοινωνία. Μια τέτοια στροφή μετά το νεοφιλελεύθερο πείραμα Μητσοτάκη θα απελευθερώσει ένα τμήμα των ψηφοφόρων της Ν.Δ. -που προήλθαν από τον παλιό εκσυγχρονιστικό χώρο-, που θα αναζητήσουν αλλού πολιτική στέγη. Το αν θα τους εκφράσει το ΠΑΣΟΚ θα εξαρτηθεί από τον αρχηγό που θα εκλέξει. Θα πρόκειται, βέβαια, για τεκτονικές μετακινήσεις στο σύνολο του πολιτικού συστήματος και των ψηφοφόρων.
Το μόνο που λειτουργεί υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βρει ακόμη το σημείο ισορροπίας του, όπως έδειξε την τελευταία εβδομάδα η ΚΟΕΣ και η διαγραφή Πολάκη. Διαγράφεται για πρώτη φορά μετά το 2012 ο κίνδυνος, η εκλογή της κατάλληλης ηγεσίας να ενισχύσει το ΠΑΣΟΚ και να το καταστήσει πλειοψηφική δύναμη στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. Είναι δε αυτή και μία πάγια επιδίωξη του βαθέος συστήματος που δεν ξεπέρασε ποτέ το τραύμα του 2015 και θέλει να απαλλαγεί οριστικά από τη Ριζοσπαστική Αριστερά. Φυσικά, μια ρευστοποίηση του ευρύτερου χώρου με αυτοδιάλυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ευνοήσει ένα νέο «πληθυντικό κόμμα του «εμείς» που κάποιοι ονειρεύονται, αλλά το ΠΑΣΟΚ. Πάντα υπό την αίρεση της εκλογής του αρχηγού, αφού κάτι τέτοιο, π.χ., δεν μπορεί να πετύχει η «μητσοτακική» Άννα Διαμαντοπούλου.