Υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα, κατά τη γνώμη μου, θέματα, τα οποία το βιβλίο μάς δίνει την ευκαιρία να περιεργαστούμε. Ο Διονύσης έκανε τη γνωστή δουλειά που κάνει. Ψάχνει-ψάχνει μερικά χρόνια για να βγάλει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με πλήθος πληροφορίες, που μόνο ένας ερευνητής της κατηγορίας του μπορεί να ανακαλύψει. Και αίφνης διαβάζουμε για μια Μεταπολίτευση που, αν και τη ζήσαμε, και μάλιστα έντονα, αντιλαμβανόμαστε τώρα πως ήταν πολλά εκείνα που δεν είδαμε και δεν μάθαμε. Το πλαίσιο των θεμάτων και του χρόνου: Εχουμε μπροστά μας τις δυο κρίσιμες δεκαετίες, του ’70 και του ’80. Εκεί αποφασίστηκε η μελλοντική πορεία της χώρας. Μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε την περίοδο αυτή σε βάθος και σε έκταση: την αποχουντοποίηση, το αυταρχικό κράτος, τις μεγάλες κινητοποιήσεις, αλλά και τις μουσικές και αισθητικές τάσεις και αναζητήσεις. Και επιπλέον καταρρίπτει μερικούς από τους πιο καλά οικοδομημένους και επαναλαμβανόμενους μύθους, όπως ότι οι απεργίες οδήγησαν τη βιομηχανία στην ξέρα ή πως η γενιά του Πολυτεχνείου φταίει για όλα, καθώς εκείνη μας κυβέρνησε.
Τι ακριβώς είναι η Mεταπολίτευση;
Εφτασε σιγά-σιγά να αναφέρεται σε μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, ενώ ως λέξη δεν νοηματοδοτεί παρά ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο περνάμε από τη μια κατάσταση στην άλλη, από τη δικτατορία σε αυτή την ονομαζόμενη δημοκρατία. Αυτή η μακροβιότητα από μόνη της αποδίδει την ιστορική σημασία της. Τι αριστεροχουντισμούς χώρεσε, τι «βρόμικα» ’89, τι εκσυγχρονισμούς! Και αφού ορίσαμε κάπως, έστω δικαιολογήσαμε, την έννοια, χρειάζεται να δούμε πότε τελείωσε αυτή περίοδος. Γιατί τόσος κόπος, τόσος κοπετός, τόση εξακοντιζόμενη κοπριά και αγωνία για τη λήξη της; Πότε άρχισε ξέρουμε. Πότε, όμως, τελείωσε; Αυτό εξαρτάται από το νόημα που δίνεις σε αυτή την περίοδο, με ποια γυαλιά κοιτάζεις το φαινόμενο. Πάντως η κρίση του 2008-2012 σηματοδοτεί αναμφίβολα την έναρξη μιας νέας περιόδου, η οποία, παρ’ όλα αυτά, δεν ξεμπερδεύει με το «τέρας της Μεταπολίτευσης».
Στο βιβλίο θα βρεθούν κάποιες απαντήσεις για τα χαρακτηριστικά και τη σημασία της. Όπου ο αναγνώστης θα σταθεί στη σκληρή διαπάλη ανάμεσα σε έναν εντεινόμενο ριζοσπαστισμό κυρίως της νεολαίας, αλλά και των εργαζομένων, και σε ένα κράτος το οποίο αφενός προσπαθούσε να διατηρήσει κεκτημένα του των τόσων χρόνων μετά τον Εμφύλιο, της Χούντας συμπεριλαμβανομένης, αλλά και να πραγματοποιήσει τον αναγκαίο και απαιτούμενο από την αστική τάξη εκσυγχρονισμό. Από τη μια το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο ζητούσε την κατοχή της χώρας (κατά την έννοια που αναγνωρίζουμε σήμερα στην πολιτική και ηθική συμπεριφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη), από την άλλη ένας λαϊκός ριζοσπαστισμός είχε αρχίσει να πιστεύει πως μπορεί να αλλάξει τα πράγματα προς όφελος του λαού.
Είναι η μεγάλη αυτοπεποίθηση που γέννησε το Πολυτεχνείο. Κι έτσι, αν θέλουμε να καταλάβουμε τι σήμαινε εκείνη η περίοδος, οφείλουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να πάμε στο 1973 και να δούμε όσα συνέβησαν τότε. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε στα σοβαρά και με κάποια απαίτηση ιστορικής αποτίμησης - μακριά από η φόρτιση της επετείου, όπου καθένας πασχίζει να αποδείξει πως η δική του συμβολή ήταν η καθοριστική, και έτσι αφήνει πολύ μικρό περιθώριο για νηφάλια αξιολόγηση των γεγονότων.
Το Πολυτεχνείο ’73 ήταν το πιο σημαντικό εξεγερσιακό συμβάν μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Όμως δεν ανέτρεψε τη Χούντα. Δεν είχε τις προϋποθέσεις. Δεν είχαν ακόμη συγκεντρωθεί ούτε οι δυνάμεις ούτε οι δυνατότητες (ξέρετε πώς είναι αυτά, συνδυασμός παράνομων και νόμιμων ενεργειών, ικανότητα μεγάλης και εκτεταμένης παρέμβασης της παράνομης οργάνωσης, δυνάμεις αποφασισμένες και ικανές για καταλήψεις νευραλγικών χώρων, παράλληλες κινήσεις στον στρατό, διεθνής παράγοντας και κίνημα αλληλεγγύης κ.ο.κ.). Ξέσπασε σε μια φάση που γινόταν η προσπάθεια συγκρότησης του αντιδικτατορικού κινήματος σε ανώτερο επίπεδο.
Εκεί βρίσκεται και η συζήτηση: να μπούμε να μην μπούμε στο Πολυτεχνείο, το βράδυ της Τετάρτης, ο τρόπος απεγκλωβισμού και συνέχισης των κινητοποιήσεων την Παρασκευή. Οπότε κατάρρευση και όχι η ανατροπή της Χούντας ήταν εκείνο που συνέβη. Και ο συμβιβασμός των δυνάμεων της εξουσίας, εσωτερικών και εξωτερικών, έφτασε μέχρι τον Καραμανλή. Τον θιασώτη του προδικτατορικού καραμανλικού κράτους. Ως εκεί φτάναμε.
Αλλά μόλις έγινε η αλλαγή, η αυτοπεποίθηση που έδωσε η εξέγερση, και η οποία δεν μπόρεσε να ανατρέψει τη Χούντα ούτε να επιβάλει τα αιτήματά της, διεκδίκησε την αποχουντοποίηση, την παραπομπή σε δίκες των ενόχων, οικονομικά και θεσμικά αιτήματα, μια Δημοκρατία πιο δημοκρατική κ.ο.κ.
Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, γίνεται περισσότερο κατανοητό γιατί η Μεταπολίτευση αποτέλεσε για μεγάλο διάστημα μήλον της Έριδος. Τι ήταν, πόση διάρκεια είχε, ποια ήταν τα διακυβεύματά της κ.ο.κ. Οπότε μπορούμε να περάσουμε σε ακόμη μια κρίσιμη πλευρά. Σημερινή. Πώς από μια περίεργη και διεκδικούμενη άνοιξη φτάσαμε σε έναν λυπημένο καιρό μιας έρπουσας και ενίοτε καλπάζουσας απογοήτευσης; Από τη μεγάλη κοινωνική έκρηξη της αυτοπεποίθησης βρεθήκαμε στο δεν γίνεται τίποτα και στο όλοι ίδιοι είναι, οπότε νικάει ο δυνατός; Τι έχει αλλάξει; Τι έγινε αυτά τα χρόνια;
Η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση
Η μελέτη του βιβλίου και της περιόδου που περιγράφει δεν δίνει την απάντηση, δεν είναι η δουλειά του, αλλά μας βοηθάει να πιάσουμε και να ξετυλίξουμε το νήμα. Αυτός είναι ήδη ο μισός δρόμος για να ερμηνεύσουμε το παρόν. Πώς συντελέστηκε το πέρασμα από το κοινωνικό και το συλλογικό στο ατομικό, από τον ήχο των δρόμων στους ήχους της σιωπής; Από τα σχέδια για κάποιο σοσιαλισμό στη νεοφιλελεύθερη αναστολή; Προφανώς, εδώ δεν είναι η θέση και η ώρα να κάνουμε μια ιστορική και κοινωνιολογική αναδρομή στα πενήντα αυτά χρόνια. Μπορούμε, ωστόσο, να εστιάσουμε, τουλάχιστον εγώ αυτό θα αποπειραθώ να κάνω, στη νεοφιλελεύθερη επιβολή (στην αστική βιβλιογραφία αναφέρεται και ως νεοφιλελεύθερη επανάσταση - ίσως είναι ακριβέστερο το αντεπανάσταση). Η οποία είναι η συνολική ρεβάνς του κεφαλαίου, παγκοσμίως, απέναντι στις διεκδικήσεις και στις κατακτήσεις των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένης και της απόπειρας να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και να δημιουργήσουν νέες μορφές εργατικής εξουσίας.
Ο νεοφιλελευθερισμός αλλάζει όλα τα μοντέλα. Ο κατακερματισμένος μετανεωτερικός κόσμος διαλύει το συλλογικό, αποσυνθέτει την κοινωνία, εφαρμόζει τη «σοφή» επιταγή της Μάργκαρετ Θάτσερ: Δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα. Υπό αυτό το καταθλιπτικό βάρος δεν υποχωρούν μόνο τα εξεγερσιακά πρότυπα του Πολυτεχνείου ή του Μάη του ’68, αλλά ολόκληρος ο 20ός αιώνας, οι επαναστάσεις του, τα συλλογικά οράματα, οι μεγάλες προσδοκίες, όλα εκείνα τα όνειρα που σήμερα ήδη ακούγονται ως ειρωνεία: να αλλάξει ο κόσμος, να αλλάξουμε τον κόσμο. Ακόμη περισσότερο, ανατρέπονται όλη η νεωτερικότητα και ο βασικός της κοινωνικός και θεωρητικός πυρήνας απελευθέρωσης, που είναι ο Διαφωτισμός.
Μια μέγιστη ιστορική υποχώρηση. Από τον όψιμο Μεσαίωνα, απ’ όταν οι μάζες μπαίνουν στο προσκήνιο της Ιστορίας, ως τις μέρες μας το φαινόμενο δεν είναι νέο. Οι γνωστές υφέσεις και οι μεγάλες άνοδοι που τις διαδέχονται. Κι έτσι εμείς μετά την εποχή της Μεταπολίτευσης βρεθήκαμε στην παγκόσμια υποχώρηση του κύματος. Σαν σε βυθό. Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της εποχής είναι πως η κοινωνική-ταξική, και η άμεση συνέπειά της, η πολιτική, πρόσληψη του κόσμου μετατοπίστηκε στο πεδίο της κουλτούρας ως ζήτημα ταυτοτήτων και όχι ως ζήτημα υπέρβασής τους. Κοντολογίς, η πολιτική δεν πουλάει. Την επισήμανση αυτή έχουν κάνει από καιρό δύο από τους επιφανείς Άγγλους μαρξιστές της εποχής μας, ο Φρ. Τζέιμσον και ο Τέρι Ίγκλετον, οι οποίοι αναφέρονται σε «πολιτισμική στροφή». Παραδοσιακά η κουλτούρα, σύμφωνα με τον Τ. Ίγκλετον, «ήταν ένας τρόπος με τον οποίο μπορούσαμε να εντάξουμε τις μικρές μας ιδιαιτερότητες σε κάποιο πιο ευρύχωρο, καθολικό μέσο […] και τώρα σημαίνει την επιβεβαίωση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας -εθνικής, σεξουαλικής, τοπικής- και όχι την υπέρβασή της». Και όπως σχολιάζει εν συνεχεία ο Δ. Τζιόβας: «Ωστόσο η κουλτούρα ως ταυτότητα ή διαφοροποίηση είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» (Δημ. Τζιόβας, «Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση, η κουλτούρα της μεταπολίτευσης», εκδόσεις Gutenberg). Οι ταυτότητες διεκδικούν τον ρόλο της συλλογικής έκφρασης, αλλά σε ένα περιορισμένο υποσύνολο το οποίο δεν μπορεί να διεκδικήσει ολική ανατροπή. Αυτό παράγει κοινωνικές ευαισθησίες και προβάλλει στο προσκήνιο ζητήματα που οι ταξικές πολιτικές απωθούσαν προς το μέλλον ή προς το γενικό, κι έτσι απέκρυπταν το παρόν τους. Ας θυμηθούμε πως το εργατικό κίνημα της Αμερικής τη δεκαετία του ’60 αρνήθηκε ουσιαστικά να ενσωματώσει τις διεκδικήσεις φυλετικής χειραφέτησης των μαύρων ή των γυναικών, όπως και το απελευθερωτικό κίνημα των μαύρων αρνούνταν τις φεμινιστικές διεκδικήσεις και ιδιαιτερότητες, ή το γυναικείο κίνημα των μαύρων γυναικών τις διεκδικήσεις των λεσβιών. Όπου κι αν το πιάσεις, η Ιστορία είναι γεμάτη περιστατικά αγνόησης. Και στις προηγούμενες περιπτώσεις στο όνομα του γενικού στόχου, του κοινωνικού και πολιτικού.
Tα ταυτοτικά ζητήματα στην πολιτική
Αλλά τώρα περνάμε στην άλλη πλευρά του ζητήματος, όπου αγνοείται η πολιτική συνολικοποίηση και επιβάλλεται το επιμέρους ως όλον. Οπότε τα ζητήματα των ταυτοτήτων, όσο κι αν σε τελευταία ανάλυση ανάγονται στην ταξική και πολιτική σύγκρουση, μπαίνουν μπροστά από τις ταξικές αντιθέσεις και προτεραιότητες. Αυτή είναι ίσως μια σοβαρή εξήγηση για τη μειωμένη απήχηση της πολιτικής, η οποία, παραδοσιακά, απηχεί και εκφράζει ταξικές σχέσεις. Βρίσκει έτσι νέο περιεχόμενο πλέον εκείνη η ρήση, που προκάλεσε μεγάλη θυμηδία τότε, του μεταπολιτευτικού υπουργού Εργασίας Κώστα Λάσκαρη, πως έχει καταργήσει την πάλη των τάξεων. Αυτή η τάση αναπτύσσεται και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Κι αν στα αριστερά η επιθυμία, που διατυπώνεται μεν αλλά δεν υπηρετείται με τη μέγιστη συνέπεια, είναι η πολιτική αναγωγή των διεκδικήσεων, στα δεξιά περιέχονται η πιο ανοιχτή ατομικοποίηση και αποσυγκρότηση της πολιτικής. Σε αυτή την περίπτωση ζητήματα, όπως η θρησκεία, η πατρίδα, το τοπικό, η αντίθεση στα έμφυλα ζητήματα, γίνονται πρωταρχικά και αποκτούν ευρεία απήχηση. Ίσως εδώ μπορούμε να δούμε έναν από τους λόγους της ανάπτυξης της Ακροδεξιάς τόσο στο παρελθόν, δεκαετία του ’90 και μετά, όσο και σήμερα. Και με έναν τρόπο ερμηνεύουν εν μέρει και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Η νέα Ακροδεξιά στηρίζεται πάνω σε αυτές τις «ταυτοτικές» αντιθέσεις, σε πολιτισμικές ιδέες καθαρότητας, ορθοδοξίας, πατριωτισμού, αντίθεσης στην ομοφυλοφιλία κ.λπ. Οπότε συλλέγει οριζοντίως ψηφοφόρους που δεν πείθονται πως η πολιτική και ταξική έκφραση κυριαρχεί και συμπυκνώνει τις συγκρούσεις της κοινωνίας. Αυτό εξηγεί και το πώς η Ελληνική Λύση, για παράδειγμα, κερδίζει μεν ψηφοφόρους από τη Ν.Δ. (8,5%), αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ (6%) και από το ΠΑΣΟΚ (4,1%), ακόμη και (προφανώς λιγότερο) από την Αριστερά.
* Το παραπάνω κείμενο του Θανάση Σκαμνάκη είναι η ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου του Διονύση Ελευθεράτου «Μεταπολίτευση. Ένα βολικό “τέρας”» (εκδόσεις Τόπος, 2024), που πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 2024

** Ο Διονύσης Ελευθεράτος είναι δημοσιογράφος. Από τις εκδόσεις Τόπος έχουν κυκλοφορήσει, επίσης, το βιβλίο «Λαμόγια στο χακί» (2015), που αναφέρεται στη Χούντα, και άλλα δύο βιβλία