Live τώρα    
26°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
26 °C
25.2°C26.9°C
3 BF 50%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
24 °C
22.7°C25.3°C
2 BF 49%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
22.7°C23.3°C
1 BF 76%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
25 °C
24.8°C26.1°C
3 BF 61%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
21.4°C21.4°C
1 BF 69%
Το ΚΚΕ στη Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία: Μεταξύ ενσωμάτωσης και ανθεκτικότητας
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το ΚΚΕ στη Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία: Μεταξύ ενσωμάτωσης και ανθεκτικότητας

1352126ΠΑΜΕ.jpg

Η κατόπτευση της πολιτικής εξέλιξης του ΚΚΕ κατά την περίοδο των πενήντα ετών της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας αποτελεί μια μέθοδο για την κατανόηση της ενσωμάτωσης της ελληνικής Αριστεράς στο πιο πλήρες, φιλελεύθερο, δημοκρατικό πολιτικό σύστημα στην ελληνική πολιτική Ιστορία. Και αυτό γιατί οι μετατοπίσεις του ΚΚΕ και το κυριότερο η ανθεκτικότητα που επιδεικνύει το κόμμα μέχρι και σήμερα μας καταδεικνύουν και τη συνεχιζόμενη αποδοχή των αριστερών ιδεών και παραδόσεων σε ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.

Μέχρι ενός σημείου η νομιμοποίηση του ΚΚΕ τον Σεπτέμβριο του 1974 -αποτέλεσμα μακροχρόνιων λαϊκών αγώνων αλλά και της βούλησης του Κ. Καραμανλή- έχει προσδιοριστεί ως η αναγκαία συνθήκη για τη δημοκρατική μετάβαση στη χώρα. Το ΚΚΕ, έχοντας ως παρακαταθήκη τους αγώνες και τις θυσίες χιλιάδων κομμουνιστών, τη συνεχιζόμενη σύνδεσή του με ένα κοινωνικοοικονομικό εγχείρημα που τουλάχιστον για εκείνη την εποχή ορθωνόταν ως το κύριο αντίβαρο στην καπιταλιστική Δύση και την πολιτικοθεωρητική του οριοθέτηση από τους τέως συντρόφους που συγκρότησαν το ευρωκομμουνιστικό κόμμα του Εσωτερικού, εμφανίστηκε στη μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή ως η κύρια έκφραση του κομμουνιστογενούς χώρου. Σε αντίθεση με ό,τι πολλές φορές προβάλλεται ως χαρακτηριστικό του υποτιθέμενα «δογματικού» ή «μονολιθικού» ΚΚΕ, το κόμμα τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ευελιξία, προσαρμοστικότητα και ως έναν βαθμό μετριοπάθεια. Η κομματική ελίτ του ΚΚΕ και ιδίως ο Χαρίλαος Φλωράκης αντιλαμβάνονταν τον εκδημοκρατισμό ως μια κατάκτηση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και το κόμμα συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Τον εκδημοκρατισμό, βεβαίως, δεν τον περιορίζουμε μόνο στο θεσμικό σκέλος της διαδικασίας, αλλά και στο κοινωνικοπολιτικό, πώς, δηλαδή, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι οργανώσεις του συστήματος κοινωνικής εκπροσώπησης θα απαλλάσσονταν από χουντικά και δεξιά δεσμά και, φυσικά, πώς οι κοινωνικές δυνάμεις που συνδέονταν με την αριστερή παράδοση θα αποκτούσαν ορατότητα και αυτόνομη έκφραση στη δημόσια σφαίρα, σε αντίθεση με τους περιορισμούς και τους αποκλεισμούς της περιόδου της «καχεκτικής δημοκρατίας».

Από την "πραγματική αλλαγή" στον Συνασπισμό της Αριστεράς 

Προφανώς όλα αυτά σχετίζονται κυρίως με την πολιτική άνοδο του ΠΑΣΟΚ και στο επίπεδο αυτό η στρατηγική του ΚΚΕ συνίσταται σε μια σχετική ανοχή προς τις επιλογές του ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Πιστό στη μετωπική παράδοση του κομμουνιστικού κινήματος, το ΚΚΕ εξαρχής προσπαθούσε να αντιληφθεί τον εαυτό του ως ένα σημείο αναφοράς ενός ευρύτερου μετώπου δημοκρατικών και αντιδεξιών δυνάμεων. Από το πρόγραμμα της «Νέας Δημοκρατίας» στο 9ο Συνέδριο του 1973 ως τη «δημοκρατία του λαού» στο 10ο συνέδριο του 1978 το ΚΚΕ επενδύει στη συγκρότηση ενός αντιδεξιού δημοκρατικού μετώπου -χωρίς το ΚΚΕ Εσωτερικού βεβαίως-, το οποίο μετά τις εκλογές του 1977 συμπυκνώνεται και στο λεγόμενο «μορατόριουμ» μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ, που συνίστατο σε συνεργασία των κομμάτων στους μαζικούς χώρους και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία όμως δεν μεταφραζόταν σε κεντρική συνεργασία, παρά την επιθυμία του ΚΚΕ. Στο πλαίσιο αυτό, στις εκλογές του 1981 το ΚΚΕ αναφέρεται στην «πραγματική αλλαγή» και θέτει τον στόχο του 17% κυρίως για να επιτύχει την ανάδειξή του σε «φυσικό» συμμαχιακό εταίρο προς το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η ανοχή προς το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν αυτονόητα αποδεκτή από όλη τη βάση του κόμματος και σίγουρα όχι από τη διαμορφούμενη αριστερή πτέρυγα που είχε ισχυρή παρέμβαση στην ΚΝΕ.

Ταυτόχρονα, η ηγεσία του ΚΚΕ προέβη εξαρχής και σε ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού του κόμματος, αναδεικνύοντας στελέχη από την αντιδικτατορική περίοδο και τα κινήματα της νεολαίας, θέλοντας να δώσει έμφαση στην προώθηση ενός επιστημονικού-κομματικού προσωπικού που θα βοηθούσε στην προσαρμογή του ΚΚΕ στις νέες δημοκρατικές συνθήκες. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1980, όταν είχε ξεκινήσει ήδη η απονομιμοποίηση του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στην Ανατολική Ευρώπη και είχαν επίσης διανοιχθεί και ορισμένα ρήγματα στη σχέση ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ. Η τομή των πολωμένων εκλογών του 1985 έδειξε στο ΚΚΕ ότι ήταν εκλογικά ευάλωτο προς το ΠΑΣΟΚ, ενώ η υιοθέτηση του λεγόμενου Σταθεροποιητικού Προγράμματος από το τελευταίο κατά την περίοδο 1985-1986 διαμόρφωσε τάσεις απόκλισης ανάμεσα στα δύο κόμματα. Στις δημοτικές εκλογές του 1986 το ΚΚΕ επιλέγει να μην στηρίξει επίσημα τους υποψήφιους του ΠΑΣΟΚ σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά, ενώ η κρίση στη ΓΣΕΕ με τη διάσπαση της ΠΑΣΚΕ φέρνει και τις συνδικαλιστικές δυνάμεις του κόμματος σε αντίθεση προς τις κυβερνητικές επιλογές. Στο 12ο Συνέδριο του κόμματος (1987), αναμφίβολα επηρεασμένο από τις εξελίξεις με την περεστρόικα στη Σοβιετική Ένωση, αναπροσανατολίζει τη συμμαχιακή του απεύθυνση προς τους τέως ευρωκομμουνιστές (πλέον υπό το σχήμα της Ελληνικής Αριστεράς), κάνοντας λόγο για τον Συνασπισμό της Αριστεράς. Με το «κοινό πόρισμα» ΚΚΕ και Ε.ΑΡ. του 1988 διατυπώνεται ένα εναλλακτικό πρόγραμμα της Αριστεράς κόντρα στο ΠΑΣΟΚ, με τη λανθάνουσα επιθυμία η εκλογική συμμαχία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου που προέκυψε ως αποτέλεσμα να αντικαταστήσει το κόμμα των Ελλήνων σοσιαλιστών στο κομματικό σύστημα. Αυτό που τελικά επετεύχθη ήταν η αποδοχή από την πλευρά του ΚΚΕ της στρατηγικής «εθνικής συμφιλίωσης» του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και η συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, που οδήγησε στη διάσπαση της ΚΝΕ το 1989.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης 

Το χρονικό διάστημα 1989-1991, πέρα από περίοδος ανατροπής των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων στην Ανατολική Ευρώπη, απολήγει και ως αφετηρία για τη νέα πολιτική ανάπτυξη του ΚΚΕ. Στο 13ο Συνέδριο έρχονται αντιμέτωπες δύο τάσεις που εκφράζουν προτάγματα διατήρησης της αναφοράς στην κομμουνιστική ιδεολογία: παράδοση η μία, υπέρβαση και ανανέωση της εν λόγω παράδοσης η άλλη. Η οριακή επικράτηση της «ορθόδοξης» τάσης έναντι της «ανανεωτικής» -και της παλαιάς γενιάς κομμουνιστών έναντι της νέας- βάζει το ΚΚΕ αντιμέτωπο με μια πρόκληση επιβίωσης: Πώς θα επιβιώσει ένα παραδοσιακό κομμουνιστικό κόμμα όταν δεν υπάρχει η Σοβιετική Ένωση ως καθοδηγητικό κέντρο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και πώς θα σταθεί ένα τέτοιο κόμμα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που χαρακτηριζόταν από τη φιλελεύθερη θριαμβολογία περί του «τέλους της Ιστορίας»; Από το 1991 έως και το 1996, την ηρωική περίοδο της «ανασυγκρότησης» του ΚΚΕ, το κόμμα υπό την ηγεσία της Αλέκας Παπαρήγα αλλά και άλλων στελεχών θέτει τα θεμέλια της νέας πολιτικοϊδεολογικής ταυτότητάς του: Εκφράζει έναν αδιαπραγμάτευτο ευρωσκεπτικισμό, καταψηφίζοντας τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992· επιβεβαιώνει την αταλάντευτη πίστη του στο σοσιαλιστικό εγχείρημα, διατηρώντας το ως βασική αναφορά της στρατηγικής του· αναδιατάσσει τις ρίζες του στο εργατικό κίνημα και στη νεολαία με την ανασυγκρότηση της ΕΣΑΚ και της ΚΝΕ· θέτει τον αντιιμπεριαλισμό (ως αντιαμερικανισμό και αντινατοϊσμό) ως βασική αρχή ανάγνωσης του μεταψυχροπολεμικού κόσμου· υπαναχωρεί από την αντίληψη περί πλατιών μετώπων, προτάσσοντας στον κομματικό ανταγωνισμό το περίφημο «τέσσερα κόμματα, δύο πολιτικές». Η πορεία ανασυγκρότησης οδηγεί στο 15ο Συνέδριο (1996), όπου το κόμμα διατρανώνει την πίστη του στον μαρξισμό-λενινισμό και εγκρίνει το πρόγραμμα του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ), επιδιώκοντας τη συγκρότηση ενός πλατιού κοινωνικού (και όχι πολιτικού) μετώπου με αντιμονοπωλιακούς και αντιιμπεριαλιστικούς στόχους.

Ετσι στην περίοδο 1996-2005 το κόμμα με τις πρωτοβουλίες του έχει κεντρικό ρόλο σε μια σειρά από κινητοποιήσεις. Κατ’ αρχάς, στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις για τους πολέμους στη Γιουγκοσλαβία (1999), στο Αφγανιστάν (2001) και στο Ιράκ (2003), ενώ συμμετέχει και στις πρώτες διεργασίες του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ (με μπλοκ στη Γένοβα το 2001). Επίσης, το 1999 ιδρύει το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ), το οποίο αντιλαμβάνεται ως έναν πόλο συσπείρωσης συνδικαλιστικών δυνάμεων (όχι μόνο από το ΚΚΕ), ο οποίος διαφοροποιούνταν από την ηγεσία και τις λοιπές συνδικαλιστικές παρατάξεις στη ΓΣΕΕ. Το ΠΑΜΕ εξελίσσεται σε βασικό όχημα κινητοποίησης για τη βάση του ΚΚΕ σε όλα τα επίπεδα και σε ένα μετωπικό σχήμα στο οποίο το ΚΚΕ επένδυσε υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Τέλος, τόσο στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1998 όσο και σε αυτές του 2002 επιλέγει να κινηθεί με μια λογική περιορισμένων πολιτικών συμμαχιών (βλ. την παράταξη Αυδή στις εκλογές του 1998 και την κεντρική συμμαχία με το ΔΗΚΚΙ το 2002). Από το 17ο συνέδριο (2005) και έπειτα το κόμμα απομακρύνεται σιγά-σιγά από τη λογική του πλατιού μετώπου που καθιέρωσε το πρόγραμμα του ΑΑΔΜ. Προτάσσεται η λογική του ΠΑΜΕ, η οποία αντιμετωπίζει επιθετικά δυνάμεις εκ δεξιών και εξ αριστερών. Το ΠΑΜΕ ενισχύει περαιτέρω το ρίζωμα του ΚΚΕ σε λαϊκά-εργατικά στρώματα και προς στιγμήν, τον Δεκέμβριο του 2009, αρχίζει να παίρνει προσωρινά χαρακτηριστικά «κόκκινου συνδικάτου». Εντείνεται η αντιΣΥΝ προκατάληψη στον λόγο του, παρόλο που ο ΣΥΝ μέσω του ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατοπιστεί προς τα αριστερά. Και επιλέγεται η λογική της ομοιόμορφης καθόδου των κομματικών παρατάξεων στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2006 και του 2010.

Από την κρίση έως σήμερα 

Στη συνάφεια αυτή, στην περίοδο της κρίσης, το ΚΚΕ ξεδιαλύνει τόσο τη συμμαχιακή του στρατηγική όσο και τη στάση του απέναντι στην προοπτική κάποιας κυβέρνησης εντός καπιταλισμού. Από τη μία κρατάει αποστάσεις από κάποιες πλευρές του αντιμνημονιακού κινήματος (π.χ., τους Αγανακτισμένους), ακολουθώντας ένα δικό του μονοπάτι (με την απεργία στην Ελληνική Χαλυβουργία), και από την άλλη πλευρά αρνείται οποιαδήποτε σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική κάποιας αριστερής κυβέρνησης. Στη φάση του «εκλογικού σεισμού» του 2012 υφίσταται εκλογικές απώλειες, τις οποίες όμως σταδιακά αποκαθιστά, ιδίως μετά την περίοδο 2015-2019. Και το 2013 εγκρίνει νέο πρόγραμμα, το οποίο αναιρεί τις μετωπικές λογικές του ΑΑΔΜ. Το ΚΚΕ επέδειξε ανθεκτικότητα σε μια πολύ ρευστή κοινωνικοπολιτικά περίοδο αφενός γιατί είχε καλλιεργήσει μέσω του ΠΑΜΕ και άλλων μετωπικών σχημάτων με διάφορα στρώματα στην ελληνική κοινωνία και αφετέρου λόγω μιας γενικής συνηγορίας σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης σχετικά με την ιδεολογική συνέπεια, η οποία το αναδείκνυε σε σταθερό σημείο αναφοράς. Βέβαια, η άρνηση όποιας κυβερνητικής προοπτικής εντός φιλελεύθερης Δημοκρατίας θέτει το ΚΚΕ σε μία θέση μόνιμης αντιπολίτευσης, η οποία δεν δύναται να επιτύχει κάποιες έστω βραχυπρόθεσμες πολιτικές βελτίωσης της κατάστασης των εργαζομένων. Και αυτό παρά τη θετική εμπειρία των πιο πρόσφατων εκδοχών δημοτικού κομμουνισμού, προεξάρχουσας της δημαρχίας Κ. Πελετίδη στην Πάτρα.

Σε γενικές γραμμές, η επιβίωση και η ανθεκτικότητα του ΚΚΕ σε σύγκριση και με τον ευρωπαϊκό κανόνα υποδηλώνουν και τη σημασία του κομμουνιστικού κινήματος στην υπόθεση του εκδημοκρατισμού. Το ΚΚΕ ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε σαφώς μια στρατηγική εξουσίας εντός φιλελεύθερης Δημοκρατίας και μετά το 1990 επέλεξε να διασφαλίσει έναν διακριτό κοινωνικοπολιτικό χώρο, διατηρώντας τη θέση μιας μαχητικής αντιπολίτευσης.

* Ο Κώστας Ελευθερίου είναι επίκουρος καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL