Εγκλωβισμένος στο μοντέλο διακυβέρνησης που ακολούθησε την πενταετία, ένα υβρίδιο νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας και συστηματοποιημένης κλεπτοκρατίας, το οποίο δεν μπορεί και ούτε δείχνει να θέλει να εγκαταλείψει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης χάνει όλο και περισσότερο τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων με προοπτική να οδηγηθεί εκών άκων σε πρόωρες εκλογές. Εάν κάτι θεωρείται βέβαιο είναι ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεν σκοπεύει να αναλάβει πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση που υπέδειξε το εκλογικό σώμα στις ευρωεκλογές, που σημαίνει ότι η βίαιη ανακατανομή εισοδήματος σε βάρος των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων και η διαμόρφωση της κοινωνίας του ενός τρίτου θα συνεχιστούν.
Οι προβλέψεις για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας είναι απογοητευτικές και όλοι οι εκτός Μαξίμου παρατηρητές προβλέπουν επιδείνωση μέσα στο φθινόπωρο. Οι υψηλές τιμές στην ενέργεια, η παρατεινόμενη ακρίβεια σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, οι χαμηλοί μισθοί, η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας σε συνδυασμό με την αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους και τη διάλυση της Υγείας μειώνουν συνεχώς το πραγματικό εισόδημα, ενώ ευνοούν σκανδαλωδώς τους Έλληνες ολιγάρχες, με τους οποίους συνδέεται η Μαξίμου Α.Ε. Όμως οι οικονομικές αντοχές των πολιτών έχουν εξαντληθεί, όπως δείχνει η αδυναμία μεγάλου τμήματος να κάνει διακοπές ή να πληρώσει τους λογαριασμούς. Η ένταση της λαϊκής δυσαρέσκειας είναι προβλεπτή. Τα προβλήματα της κυβερνητικής πολιτικής δεν κρύβονται, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ενσωματωμένων μέσων ενημέρωσης, που όταν δεν αποπροσανατολίζουν, συγκαλύπτουν και αποσιωπούν.
Δυσαρμονία με το εκλογικό σώμα
Τίποτα δεν δείχνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλαβε το συντριπτικό μήνυμα της αποδοκιμασίας των πολιτών που οδήγησε το κόμμα του στο ιστορικό χαμηλό ψήφων - κυβερνά με το 11,5% επί του συνολικού αριθμού. Ούτε την προειδοποίηση των δύο πρώην πρωθυπουργών του κόμματός του, που στην κοινή τους παρέμβαση τον περιέγραψαν περίπου ως «ανόητο» που δεν αντιλαμβάνεται τις τάσεις στην κοινωνία και στους ψηφοφόρους της Ν.Δ. Είναι θέμα χρόνου να καταγραφεί ακόμη και στις δημοσκοπήσεις η δυσαρμονία της κυβέρνησης με το εκλογικό σώμα.
Ο Κ. Μητσοτάκης κινείται με δανεικό χρόνο που του εξασφαλίζει η περιδίνηση των κομμάτων στην κεντροαριστερή πτέρυγα του πολιτικού φάσματος. Παράλληλα διατηρεί την ισχύ του σε ένα τμήμα του βαθέος συστήματος, που δεν έχει βρει ακόμη διάδοχη κυβερνητική κατάσταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει «ανεξέλεγκτος», ο Στέφανος Κασσελάκης δεν είναι «διαχειρίσιμος», ενώ το βολικό ΠΑΣΟΚ δεν έχει δυναμική. Ωστόσο, μία άλλη κατηγορία επιχειρηματικών συμφερόντων βλέπει τον Κ. Μητσοτάκη ως βαρίδι, αφού έχει εκτοξεύσει το κόστος της επιχειρηματικότητας, ενώ ένα τμήμα της μεσαίας τάξης αποστασιοποιείται.
Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της προϊούσας κατάρρευσης της κυβέρνησης ανθίζουν τα σενάρια για τη ρευστοποίηση του πολιτικού συστήματος τόσο στο δεξιό-κεντροδεξιό όσο και στο αριστερό-κεντροαριστερό φάσμα. Στη μία πλευρά υπάρχουν ο Αντώνης Σαμαράς και οι γύρω από αυτόν, οι οποίοι θέλουν να μετατρέψουν τη Ν.Δ. σε μία ευρωπαϊκού τύπου νέα Δεξιά, συρρικνώνοντας μέχρις εξαφανίσεως τα μικρότερα κόμματα. Ή διαφορετικά υπάρχουν η συζήτηση για νέο πολιτικό σχηματισμό και η αναζήτηση επικεφαλής. Στην άλλη πλευρά, κάποιοι εντός και πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν να συντηρούν το σενάριο της σύγκλισης των κομμάτων της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς (για ένα νέο μαζικό λαϊκό κόμμα της Αριστεράς μίλησε ο αποχωρήσας Γιάννης Δραγασάκης). Καθώς δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα στην ευρύτερη Κεντροαριστερά, και κυρίως στο ΠΑΣΟΚ, η σχετική θέση ισοδυναμεί με αυτοδιάλυση του ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική γενικά και αόριστα της δημιουργίας ενός νέου πολιτικού φορέα. Και αυτά παρότι η υποψηφιότητα της Άννας Διαμαντοπούλου στο ΠΑΣΟΚ φέρνει νέα δεδομένα. Η παρ’ ολίγον υπουργός του Κ. Μητσοτάκη δεν σκέπτεται τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της Κεντροαριστεράς. Η μέχρι τώρα πορεία της υποδεικνύει ένα ΠΑΣΟΚ ως ακραίο Κέντρο που θα καλύψει το κενό που αφήνει η υποχώρηση του Κ. Μητσοτάκη και θα λειτουργήσει συμπληρωματικά με τη Ν.Δ. ή με το νεοφιλελεύθερο τμήμα της, εάν ευοδωθούν τα αντίστοιχα σενάρια περί νέας Δεξιάς. Ακόμη και αν δεν εκλεγεί, που επί του παρόντος είναι το πιθανότερο, επαναπροσανατολίζει το ΠΑΣΟΚ προς τα κεντροδεξιά.
Συνεχής αποδυνάμωση
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι ο πλέον ισχυρός παίκτης του πολιτικού συστήματος, ωστόσο είναι εμφανώς αποδυναμωμένος και αποσταθεροποιημένος. Το πλέον χαρακτηριστικό είναι η αμφισβήτηση από το εσωτερικό του κόμματός του. Δεν μπορεί πλέον να ορίσει ούτε επικεφαλής στην Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Σε μείζον πρόβλημα εξελίσσεται η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Κ. Μητσοτάκης έχει εγκαταλείψει την εκ νέου πρόταση για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου -και ό,τι συμβόλιζε το 2020-, κάτι που από μόνο του συνιστά πολιτική ήττα. Εάν προτείνει την κυρία Σακελλαροπούλου, θα την εκλέξει με σχετική πλειοψηφία, αφού δεν θα έχει ούτε τις 151 ψήφους του κόμματός του. Πέρα από την απαξίωση του θεσμού, θα είναι ένδειξη απώλειας της δεδηλωμένης.
Το ενδεχόμενο των εκλογών δεν προκύπτει από το σενάριο και τους σχεδιασμούς για το 4+2+4 του Κ. Μητσοτάκη, αλλά λόγω της διαφαινόμενης αδυναμίας του να εξαντλήσει την τετραετία. Το πρόβλημα είναι ότι όποτε και αν καταφύγει σε εκλογές δύσκολα θα φτάσει το 30%. Άρα θα πρέπει να εγκαταλείψει την αυτοδυναμία για να αναζητήσει εταίρο είτε στη soft Κεντροαριστερά είτε στην πέραν της Ν.Δ. Δεξιά. Κανένας πρωθυπουργός δεν το κάνει ιδία βουλήσει. Τούτων δοθέντων, το πολιτικό αδιέξοδο σύντομα θα μοιάζει ανυπέρβλητο. Στο πλαίσιο αυτό ίσως το πιο βάσιμο σενάριο είναι αυτό της αποχώρησης του Κ. Μητσοτάκη από την πρωθυπουργία και από την προεδρία της Ν.Δ. Λείπουν το πρόσχημα και ο κοινής αποδοχής διάδοχος, αλλά θα βρεθούν.