Για καλή του τύχη, ο ΣYΡΙΖΑ-Π.Σ. αυτή τη φορά γλίτωσε τις πολλές γκρίνιες και αυτοενοχοποιήσεις λόγω της ευθραυστότητας που «έβγαλε» το ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές. Σαν να άλλαξε η κόπια, το έργο μετά το διάλειμμα. Έπαιζε τη «Θηλειά» («The rope») του Χίτσκοκ και μετά το διάλειμμα συνεχίστηκε «Η τελευταία συνεδρία του Φρόιντ» («Freud’s last session») του Μπράουν. Άλλη υπόθεση, άλλος σκηνοθέτης, άλλοι ηθοποιοί, άλλη εποχή. Έτσι, μεταξύ δύο σκηνοθετικών αλλά κυρίως ψυχαναλυτικών/σεναριακών σχολών, συνεχίζεται το δράμα της αναβαλλόμενης αντικυβερνητικής συσπείρωσης, της αποδυνάμωσης ενός τολμηρού συνθετικού εγχειρήματος. Αν επρόκειτο για ιδεολογικό ζήτημα, θα καταλάβαινα τον πολιτικό σχολαστικισμό του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου. Αν δηλαδή αναδύονταν ζητήματα ιδεολογικής ταυτότητας, θα ήταν ευεξήγητη η διύλιση του κώνωπα. Αλλά τα πράγματα, φοβάμαι, είναι πιο απλά. Δυνάμεις αντικυβερνητικές ας μετεξελιχθούν σε δυνάμεις συμπληρωματικές ή αλλιώς ας διαλυθούν. Αυτό είναι το ένα. Νομίζω πως το δράμα των προσώπων (των φιλοδοξιών, των αμυντισμών κ.λπ.) φαίνεται πως αποτελούν μορφή ιδεολογίας ή μια μάλλον φτωχή υποκατάσταση της ιδεολογίας. Αυτό είναι το δεύτερο και αφορά όλους τους χώρους και όλες τις πολιτικές φυλές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., από το 2023 και μετά, ταλαιπωρήθηκε από την αδυναμία του να διαχειριστεί πολιτικά τις ήττες, την αδυναμία να διαχειριστεί την οδυνηρή έκπληξη από αυτές, την οργανωτική του παράλυση, κυρίως από την αίσθηση πως διαλύεται. Αυτό αδρανοποίησε ένα μεγάλο μέρος του κοινού του, ακόμη και έμπειρων στελεχών. Τέλος πάντων, με τις πρόσφατες ευρωεκλογές έγινε κάτι που μοιάζει με σταμάτημα της κατρακύλας, αλλά που δεν αποτελεί και σίγουρο έδαφος επανεκκίνησης.
Αυτή τη φορά, λόγω της (ανεξήγητα έντονης) κρίσης στο ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει ένα μικρό «διάλειμμα» από την απαξιωτική και διαλυτική πρακτική των αντιπάλων του. Το πρόβλημα είναι πώς θα αξιοποιήσει αυτή τη μικρή ανάπαυλα. Αυτή τη μικρή διανυκτέρευση στο πεζοπορικό καταφύγιο. Η πρόσφατη πείρα από τη θριαμβευτική ήττα του 32% του 2019 μέχρι τη συντριπτική ήττα του 2023 δείχνει ότι δεν αξιοποίησε καθόλου την πίστωση χρόνου που του έδωσαν οι πολίτες, αλλά, αντιθέτως, βυθίστηκε σε μια εξοργιστική γραφειοκρατική νωθρότητα και συγχρόνως σε βυζαντινισμούς που σπατάλησαν την πολιτική αποδοτικότητα και το «κεφάλαιο» που το κοινό του πρόσφερε. Σήμερα η συνθήκη είναι πιο δυσμενής και η θέση είναι πιο δύσκολη. Πώς φτάνει στον κόσμο η κοινοβουλευτική δουλειά που γίνεται; Πώς φτάνουν στον κόσμο ενδιαφέρουσες προτάσεις και πρωτοβουλίες; Αλλά και πώς διορθώνονται μεγάλα κενά στην πολιτική παραγωγή (σχολαστική και κυρίως επίμονη ανάλυση της ιδιωτικοποίησης κοινωνικών αγαθών, ασφάλισης, πυροπροστασίας κ.λπ.); Πώς αίρονται οι μεγάλες ασυμμετρίες στη φυσιογνωμία του; Το έχω γράψει δεκάδες φορές. Δεν αρκεί η πληροφορία από τα μίντια ή τα σόσιαλ. Λείπει ο συριζαίος, η συριζαία βάσης. Εκεί όπου οι σχέσεις χτίζονται στην πίστη. Εκεί όπου η τοπική καταξίωση του μέλους, του στελέχους παίζει τον μέγιστο ρόλο εκλαΐκευσης του πολιτικού μηνύματος αλλά και ανάκτησης μιας πολιτικής «ζεστασιάς». Στη γειτονιά, στους χώρους δουλειάς, στις μικρές πόλεις, στα χωριά. Η διάσπαση, οι διαρκείς διασπάσεις (και η πιο οδυνηρή από αυτές είναι ο πάγος της βάσης) είναι μορφή αρχιτεκτονικής σε ορισμένες ιστορικές στιγμές. Όχι πάντα. Τα πιο συνεκτικά και ενοποιητικά στοιχεία είναι καταρχήν αυτή η συναισθηματική ποιότητα, η «ενέργεια» που πρέπει να ανακτηθεί. Και ο πιο συνηθισμένος μηχανισμός σπατάλης αυτής της ενέργειας είναι η γραφειοκρατία. Το να δείχνεις ότι κάνεις κάτι για να κρύψεις τη λούφα σου. Η εποχή της πίστωσης χρόνου και της επιείκειας έχει περάσει.