Το συμπέρασμα ότι ο ανασχηματισμός δεν σηματοδότησε ούτε την ανανέωση ούτε την επανεκκίνηση της κυβέρνησης αναδεικνύει με συνέντευξη του στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Σάββας Τσιτουρίδης. Ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων της Ν.Δ. τονίζει ότι «το πολιτικό και επιχειρησιακό πρόβλημα της κυβέρνησης μέχρι σήμερα δεν το δημιούργησαν τα πρόσωπα των υπουργών, αλλά οι πολιτικές που αποφασίζει ο κ. Μητσοτάκης ερήμην των αρμόδιων υπουργών». Αναφορικά δε με τις δηλώσεις που έχει κάνει ο πρωθυπουργός για την αλαζονεία των υπουργών του, διερωτάται αν ο κ. Μητσοτάκης «είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη όταν προσδίδει σε άλλους ιδιότητες και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τον ίδιο».
Κύριε υπουργέ, ο πρωθυπουργός επισημαίνει ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε αλλαγές στον κεντρικό πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, πώς προσεγγίζετε τον προχθεσινό ανασχηματισμό;
Ας δούμε πρώτα το πολιτικό μήνυμα των εκλογών της τελευταίας Κυριακής. Το ενδιαφέρον είναι πως έχουμε μία κυβέρνηση που χάνει και τα δύο βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης να μην κερδίζουν. Μιλώ για ήττα του κ. Μητσοτάκη και μιας κλειστής παρέας εξουσίας που τα τελευταία χρόνια δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Ούτε σε υπουργούς, ούτε σε βουλευτές, ούτε σε κομματικά όργανα, ούτε στη βάση της παράταξης. Την ορθολογική ανάγνωση του μηνύματος των εκλογών από τον κ. Μητσοτάκη δεν τη βλέπουμε ούτε στον ανασχηματισμό. Σ’ αυτόν δεν είδα ούτε την ανανέωση ούτε την επανεκκίνηση. Άλλωστε το πολιτικό και επιχειρησιακό πρόβλημα της κυβέρνησης μέχρι σήμερα δεν το δημιούργησαν τα πρόσωπα των υπουργών, αλλά οι πολιτικές που αποφασίζει ο κ. Μητσοτάκης ερήμην των αρμόδιων υπουργών. Και αυτό δεν θα αλλάξει, αφού δεν βλέπω τον κ. Μητσοτάκη να μπορεί να υπερβεί τις «αδυναμίες» του. Σε κάθε περίπτωση, κυβέρνηση 61 προσώπων με πληθώρα πάντα εξωκοινοβουλευτικών υπουργών και με 4 συντονιστές (!) είναι ένα ακόμη γκολ από τα αποδυτήρια.
Μετά την κατρακύλα και την απώλεια περισσοτέρων του ενός εκατομμυρίων ψήφων σε έναν χρόνο για το σύστημα Μητσοτάκη άκουσα τον πρωθυπουργό να λέει δύο πράγματα που τα θεωρώ ενδεικτικά της σύγχυσης που επικρατεί στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Είπε ο κ. Μητσοτάκης, αναφερόμενος προφανώς στην αλαζονεία των υπουργών του: «Αν κάποιοι είδαν τον κόσμο από ψηλά, είναι καιρός να τον δουν τώρα και από χαμηλά». Από αυτό προκύπτει ένα ερώτημα. Είδε ο ίδιος τον εαυτό του στον καθρέφτη, όταν προσδίδει σε άλλους ιδιότητες και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τον ίδιο; Άκουσα ακόμη τον κ. Μητσοτάκη να λέει πως θα συνεχίσει την πορεία του πατώντας γκάζι και όχι φρένο. Μετά πέντε χρόνια διακυβέρνησης από τον κ. Μητσοτάκη η χώρα βιώνει μία πρωτοφανή κρίση κόστους ζωής, γεωπολιτικής αβεβαιότητας, καταβαράθρωση της ποιότητας της δημοκρατίας και μία προκλητική αναδιανομή πλούτου από κάτω προς τα πάνω με υπερκέρδη και συγκέντρωση πλούτου από δέκα οικογένειες. Με ό,τι βιώνουν τα εκατομμύρια των Ελλήνων και με πορεία που σηματοδοτείται από αποφάσεις ξένες προς την ιστορική ταυτότητα της Ν.Δ. κάποιος πρέπει να επισημάνει επειγόντως στον κ. Μητσοτάκη πως στο όχημα «Ελλάς» εκτός από γκάζι και φρένο υπάρχει και τιμόνι. Ας το γυρίσει προς τη δέουσα κατεύθυνση, ώστε η κυβερνώσα παράταξη να βρεθεί σε αρμονία με τις απαιτήσεις των καιρών και τις προσδοκίες των Ελλήνων για ασφάλεια και ευημερία μέσα σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς. Αν δεν το πράξει τώρα, η κοινωνία δεν θα περιμένει μία τριετία τον κ. Μητσοτάκη να την κυβερνά μέσα στα όρια του δικού του κόσμου έχοντας τη στήριξη -και λαμβάνοντας υπόψη την αποχή των Ελλήνων- μόλις του 13% των ψήφων.
Η φθορά της Ν.Δ. αποτυπώθηκε εμφατικά στην κάλπη, χωρίς ωστόσο να κινδυνεύει η πρωτοκαθεδρία του κυβερνώντος κόμματος. Ποιο είναι το χρέος των κομμάτων του δημοκρατικού αντιπολιτευτικού τόξου;
Η εκλογική κατρακύλα, όπως και η αποχή, δεν αφορούν μόνο την κυβερνητική πλειοψηφία. Αφορούν και τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς που δεν κατάφεραν να εισπράξουν την κυβερνητική φθορά. Έτσι έχουμε το πρωτόφαντο στα πολιτικά μας πράγματα να χάνει και η κυβέρνηση και αυτοί που φιλοδοξούν να τη διαδεχθούν. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για τους πολλούς Έλληνες ο τόπος χρειάζεται και καλύτερη κυβέρνηση, και καλύτερη αντιπολίτευση. Και αυτό πρέπει να προβληματίσει κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, η Πλεύση Ελευθερίας, η Νέα Αριστερά και άλλα μικρότερα σε ποσοστά κόμματα που κινούνται στις παρυφές του εν λόγω χώρου. Με ό,τι προκύπτει απ’ τις ευρωεκλογές θα πρέπει να κατανοήσουν οι υπεύθυνοι αυτών των κομμάτων πως οι καιροί, πέρα από τις αναμετρήσεις, απαιτούν και πολιτικές συνεργασίες για την επίτευξη στόχου που δεν μπορεί να είναι άλλος από τη δημιουργία μιας προγραμματικής σύγκλισης μακριά από προσωπικές στρατηγικές, φόβους και δισταγμούς, που θα παρουσιάσει μια κυβερνητική προοπτική και θα κερδίσει το σύστημα Μητσοτάκη στις προσεχείς εκλογές. Με την ιστορία, όμως, την «κουλτούρα» και τις προσωπικές συμπεριφορές σ’ αυτόν τον χώρο, δεν εκτιμώ πως οι σημερινοί «ηγήτορές» του θα μπορέσουν ή θα θελήσουν να συνεννοηθούν. Βλέπω και άλλες διασπάσεις.
Η αύξηση της επιρροής των κομμάτων που κινούνται στα δεξιά της Ν.Δ. χτυπά καμπανάκια για το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία;
Να ξεκαθαρίσω πριν από όλα ότι ένα μέρος του 20% των Ελλήνων που ψήφισαν κόμματα δεξιότερα της Ν.Δ. δεν θα το χαρακτήριζε ως ακροδεξιό. Βεβαίως όμως το φαινόμενο πρέπει να μας απασχολήσει. Εκτιμώ πως αν συστημικές πολιτικά δυνάμεις ξορκίζουν, δαιμονοποιούν και πυροβολούν αξίες και ταυτοτικά πρότυπα του μέσου Έλληνα πέφτοντας στη λούμπα μιας κακώς ευνοούμενης πολιτικής ορθότητας και δήθεν εκσυγχρονισμού και προοδευτικότητας, τότε ανοίγει χώρος για ακροδεξιούς και λαϊκιστές που επιχειρούν να μονοπωλήσουν κοινές αξίες και αρχές.
Οι νίκες Μελόνι και Λεπέν τι σηματοδοτούν για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα;
Πιστεύω πως όσο το όποιο «σύστημα» δεν πείθει, τόσο θα ενισχύονται «αντισυστημικές» δυνάμεις στην Ευρώπη. Αλλά παραμένω στους αισιόδοξους του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, αφού βλέπουμε ότι τα παραδοσιακά κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα στα κράτη-μέλη έχουν διατηρήσει επαρκείς δυνάμεις για να ενισχύσουμε περαιτέρω την ένωσή μας. Απαιτούνται η επικράτηση της κοινής λογικής και νέες ηγεσίες στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ικανές να αντιμετωπίσουν μία νέα παγκόσμια γεωπολιτική, οικονομική, περιβαλλοντολογική και κοινωνική πραγματικότητα προτάσσοντας το συμφέρον των λαών μας.