Τον Ιούλιο του 2019, ελάχιστες μέρες μετά την εκλογή της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη στην κυβέρνηση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Λαμίας αναγνώρισε στον Επαμεινώνδα Κορκονέα, τον ειδικό φρουρό που δολοφόνησε εν ψυχρώ ένα 15χρονο αγόρι στο κέντρο της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2008, το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου. Με βάση αυτή την απόφαση τα ισόβια «έσπασαν» και ο δολοφόνος αφέθηκε ελεύθερος κάτι λιγότερο από 11 χρόνια μετά το έγκλημα.
Στις αντιδράσεις που αμέσως υπήρξαν η κυβέρνηση έδωσε μια απάντηση που τότε ακόμα λίγοι υποψιάζονταν πόσες φορές θα την ακούγαμε στη συνέχεια: «Φταίει ο νέος Ποινικός Κώδικας» - αργότερα θα του δινόταν το παρατσούκλι «ο Ποινικός Κώδικας του ΣΥΡΙΖΑ». Σε ένα σίκουελ όσων είχαμε ζήσει κατά τα προηγούμενα χρόνια με τον «νόμο Παρασκευόπουλου», που υποτίθεται πως άφηνε ελεύθερους όλους τους εγκληματίες, στο εξής κάθε απόφαση της Δικαιοσύνης που θα θεωρούνταν επιεικής ή αναντίστοιχη του βάρους του αδικήματος θα χρεωνόταν στον «Ποινικό Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ». Αυτός είχε μετατρέψει όλα τα κακουργήματα σε πλημμελήματα, είχε εξαφανίσει όλες τις ποινές και είχε στείλει κρυφά μηνύματα σε όλους τους δικαστές για να αθωώνουν τους ενόχους.
Το πρόβλημα είναι ότι ζούμε ακριβώς στο κέντρο μιας εποχής στην οποία η επικοινωνία παράγει τουλάχιστον τόσα αποτελέσματα όσα και η πραγματικότητα. Έτσι, η συνεχής διάψευση των κυβερνητικών ισχυρισμών περί του νέου Ποινικού Κώδικα δεν επηρέασε διόλου τη συνέχισή τους. Οι διαψεύσεις άλλωστε ξεκίνησαν με την πρώτη κιόλας απόπειρα στρέβλωσης: όσο οι κυβερνητικοί παράγοντες και ο μιντιακός τους αντίλαλος βεβαίωναν ότι η αναγνώριση του ελαφρυντικού ήταν υποχρεωτική με τον νέο Ποινικό Κώδικα, ο Άρειος Πάγος την επέστρεφε στο δικαστήριο ως απαράδεκτη. Και φτάνουν μέχρι και πριν από λίγες μέρες. Όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης έσπευσε να χρεώσει στον Ποινικό Κώδικα του 2019 την απόφαση του δικαστηρίου για την τραγωδία στο Μάτι, έλαβε διπλή απάντηση: Όχι μόνο το άρθρο του Ποινικού Κώδικα με το οποίο καταδικάστηκαν όσοι κρίθηκαν ένοχοι είναι απαράλλαχτο από τη δεκαετία του 1950, αλλά επιπλέον είναι ο ίδιος ο Φλωρίδης ο οποίος νομοθέτησε το δικαίωμα των κατηγορουμένων να εξαγοράσουν την ποινή αντί να την εκτίσουν.
Στην πραγματικότητα αυτές οι διευκρινίσεις είναι περιττές. Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι καν πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, αλλά αρκεί να συχνάζει ερασιτεχνικά στα δικαστήρια για να γνωρίζει ότι οι αιτιάσεις της κυβέρνησης δεν στέκουν. Αν τα στελέχη της Ν.Δ. τις επαναλαμβάνουν ανερυθρίαστα είναι γιατί γνωρίζουν ότι υπάρχουν εκεί έξω αρκετοί πρόθυμοι να τις αναπαράγουν χωρίς να τις ελέγξουν αλλά και γιατί κολυμπά με ευχαρίστηση στα βρόμικα, ανθυγιεινά και επικίνδυνα νερά του ποινικού λαϊκισμού. Ενός ρεύματος που αναπτύσσεται ταχύτατα πλάι στην Ακροδεξιά και στις αυταρχικές ιδέες που επίσης βρίσκονται… σε άδεια αλλά, φευ, ακόμα και σε μέρη που δεν θα περίμενε κανείς να το συναντήσει.
Οι αιτιάσεις για μεγαλύτερες ποινές, περισσότερη τιμωρία, οξύτερη καταστολή μονοπωλούν τη συζήτηση κάθε φορά που κάποιο αδίκημα ή ειδεχθές έγκλημα απασχολεί την κοινή γνώμη και τη δημόσια συζήτηση. Ανάμεσα στις ακρωκεντρώες τάχα ψύχραιμες φωνές που θρηνούν για τα κενά του νόμου φυτρώνουν σαπρόφυτα που ζητούν ισόβια για καθετί, υπονοούν αυτοδικίες, αναπολούν τη θανατική ποινή. Μέσα σε ένα πέλαγος το οποίο ομνύει σε διαφορετικές αποχρώσεις της καταστολής και της τιμωρίας, η συζήτηση για το ποινικό σύστημα παίρνει μια τροπή κατά τα πρότυπα της Alt Right και του πάλαι ποτέ δημάρχου της Νέας Υόρκης και κατοπινού δικηγόρου του Τραμπ Ρούντι Τζουλιάνι, που είχε εισφέρει στη δημόσια συζήτηση το δόγμα της «μηδενικής ανοχής στην παραβατικότητα». Τα αποτελέσματα; Περισσότερος αποκλεισμός και περιθωριοποίηση για τους φτωχούς μικροκακοποιούς, περισσότερη ασυδοσία για τα λευκά κολάρα και τα μεγάλα οικονομικά εγκλήματα.
Από τη στιγμή που ανέλαβε την κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία έχουν γίνει αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα όχι μία, όχι δύο, αλλά επτά φορές. Με δεδομένο ότι ο Ποινικός Κώδικας αποτελεί τρόπον τινά το σύνταγμα της ποινικής νομοθεσίας και πρέπει να διέπεται από μια ισχυρή συνοχή, οι αλλαγές αυτές προκαλούν καταρχήν μια κατάσταση διαρκούς αστάθειας στο Ποινικό Δίκαιο. Σε δεύτερο βαθμό, δημιουργείται ένα διάτρητο ποινικό σύστημα, γεμάτο μπαλώματα, χωρίς λόγο. Τρίτο, και διόλου πιο ασήμαντο, συντελείται οπισθοχώρηση σε αντιδραστικές ποινικές λογικές περασμένων δεκαετιών.
Τόσο ο Φλωρίδης όσο και ο προκάτοχός του Τσιάρας αλλάζουν τον Ποινικό Κώδικα με βάση την επικαιρότητα των τηλεοπτικών καναλιών - και συχνά κατά παραγγελία των τηλεοπτικών καναλιών. Εδώ και πέντε χρόνια πλέον, κάθε φορά που κάποιο έγκλημα ή κάποια δίκη απασχολούν την κοινή γνώμη, ο υπουργός Δικαιοσύνης προαναγγέλλει αυστηροποίηση της σχετικής νομοθεσίας. Ο νόμος του Χαμουραμπί ίσως να είχε προκύψει από μια λιγότερο ανορθολογική διαδικασία…
Η άσκηση έφεσης κατά παραγγελία του Αρείου Πάγου κατά ομόφωνων αθωωτικών αποφάσεων, των οποίων είχε προηγηθεί αθωωτική εισαγγελική εισήγηση, στην πρόσφατη δίκη για το Μάτι πέρασε στα ψιλά. Κι όμως, αποτέλεσε μια νέα πίστα στο video game του ποινικού λαϊκισμού. Αν ο πολίτης που αθωώνεται ομόφωνα μπορεί να ξανασυρθεί σε δίκη, τι προστατεύει τον καθέναν από την αυθαιρεσία της δικαστικής εξουσίας;
Η Ελλάδα δεν αποτελεί κάποιον παράδεισο ατιμωρισίας των κακοποιών, όπως επίμονα προσπαθούν να πείσουν οι εκπρόσωποι του ποινικού λαϊκισμού εδώ και αρκετά χρόνια. Αντιθέτως, αν δεν σταματήσει αυτή η συζήτηση, που βασίζεται στη συνήθη ακροδεξιά διαστρέβλωση, κινδυνεύει να καταντήσει μια κόλαση για το Κράτους Δικαίου.