Όσα ακολουθούν αναφέρονται διαχρονικά στις δομές των θεσμών για την τουριστική πολιτική στη χώρα μας σε συνδυασμό με τον αριθμό του διοριζόμενου πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί. Έστω και συνοπτικά, είναι αναγκαίες μερικές παρατηρήσεις για τη φύση του τουριστικού φαινομένου ώστε να αναδειχθεί, κατά το δυνατόν, η διαπάλη μεταξύ ορθολογισμού και σπάταλης ανορθολογικότητας.
Ο διεθνής εισερχόμενος τουρισμός σε μια χώρα υποδοχής δεν συνιστά διακριτό «τομέα παραγωγής» με την κλασική έννοια του όρου ούτε και «τομέα υπηρεσιών», όπως τον θέλει ακόμη και σήμερα η μεταπολεμική οικονομικοπολιτική σκέψη και γλώσσα. Αντίθετα, ο διεθνής τουρισμός δεν αποτελεί παρά μια ετησίως εξωγενώς καθοριζόμενη, ιδιαίτερα διαμορφούμενη ιδιωτική κατανάλωση στην κάθε οικονομία υποδοχής, γεγονός που τοποθετεί την πολιτική και διοίκηση διαχείρισης του τουριστικού φαινομένου σε εντελώς διαφορετική οπτική από την αναμενόμενη κλαδική πολιτική για την παραγωγή συγκεκριμένων ομοειδών προϊόντων. Εξελίξεις που έχουν σημειωθεί διεθνώς στην εθνικολογιστική θεωρία και πρακτική έχουν οδηγήσει στη χρήση των Δορυφόρων Λογαριασμών Τουρισμού ως βασικού εργαλείου μέτρησης του μεγέθους της ετήσιας τουριστικής κατανάλωσης σε μια δεδομένη χώρα. Εντούτοις, στη χώρα μας δεν έχει γίνει, δυστυχώς, ακόμη κατανοητή η σημασία της χρήσης αυτών των εργαλείων και αυτών των εξελίξεων.
Αυτή η έλλειψη προκαλεί εξ αντικειμένου μια σειρά από δυσχέρειες στην πολιτικοοικονομική διαχείριση του διεθνούς εισερχόμενου τουρισμού. Δυσχεραίνεται, δηλαδή, η οικονομική προσέγγιση της προσέλκυσης, της υποδοχής και της καθημερινής διαβίωσης ενός διαρκώς αυξανόμενου στον χρόνο και στον χώρο πλήθους τουριστών, πέραν του γηγενούς πληθυσμού, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Σε μια χώρα υποδοχής όπως η Ελλάδα, αυτό το έλλειμμα αντανακλάται και εκφράζεται στις αντίστοιχες επιμέρους πολιτικές που συνθέτουν την εκάστοτε ελληνική τουριστική πολιτική. Με οικονομικούς όρους, η τουριστική πολιτική αποσκοπεί στη διασφάλιση της ετήσιας αναπαραγωγής του εξελισσόμενου τουριστικού φαινομένου ως οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας ή, αλλιώς, της παραγωγής και αναπαραγωγής της ετησίως επαναλαμβανόμενης και διευρυνόμενης τουριστικής κατανάλωσης, η οποία, με τη σειρά της, καθορίζει μέχρι ενός βαθμού την αναπαραγωγή της οικονομίας υποδοχής.
Από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η εξέλιξη αυτής της ιδιαίτερης ιδιωτικής κατανάλωσης διασφαλίζεται, ή γίνεται προσπάθεια να διασφαλίζεται, τόσο στις χώρες αποστολής και υποδοχής όσο και διεθνώς με συστηματικές δημόσιες, εθνικές και διεθνείς παρεμβάσεις και με διακριτές πολιτικές, τις τουριστικές πολιτικές, σε διάφορα επίπεδα του εθνικού και του διεθνούς οικονομικού γίγνεσθαι. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή αυτών των πολιτικών και παρεμβάσεων συνεπάγονται τη δημιουργία δημόσιων ή ημικρατικών φορέων και επαγγελματικών συλλογικοτήτων, ανάλογα με τις ιστορικά διαμορφωμένες δομές διαχείρισης και πολιτικής διοίκησης της κάθε χώρας.
Τέτοιες επιμέρους τουριστικά προσανατολισμένες πολιτικές, που εν πολλοίς αντιστοιχούν στις επιμέρους πολιτικές του κράτους, είναι, για παράδειγμα, η πολιτική σχηματισμού δημόσιου και ιδιωτικού τουριστικού κεφαλαίου, τόσο σε μέγεθος και μορφή όσο και σε χωρική διασπορά, η ανάπτυξη τουριστικών κλάδων και επαγγελμάτων, η απασχόληση και η εκπαίδευση, οι μεταφορές, οι διεθνείς σχέσεις, η ασφάλεια, η υγιεινή και ο πολιτισμός. Καθεμία ξεχωριστά και όλες μαζί έχουν σκοπό να συντελούν στην ανάπτυξη του εθνικού τουρισμού και μέσω αυτής στη γενικότερη εθνική και περιφερειακή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας υποδοχής, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας.
Μια σύντομη αναδρομή στις περιπέτειες του θεσμικού πλαισίου της πολιτικής και διοίκησης του ελληνικού τουρισμού δείχνει ότι αυτό μπορεί χονδρικά να διαιρεθεί σε δύο διακριτές φάσεις που οριοθετούνται μεταξύ 1951 και 2000 και από το 2000 έως σήμερα αντιστοίχως. Συνοπτικά, παρουσιάζουν μια πορεία μεταξύ σχετικού ορθολογισμού και ακραίας ανορθολογικής πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης, που για ευκολία κατανόησης παρουσιάζονται σχηματικά ως εξής:
Α. Περίοδος 1951-2000
Παραγωγή και εφαρμογή της τουριστικής πολιτικής, όταν υπήρχε μόνο ο ΕΟΤ ως ΝΠΔΔ, με Δ.Σ. και έναν γενικό γραμματέα καθώς και λειτουργία και αρμοδιότητες
1η Λειτουργία
Σχεδιασμός, εφαρμογή και εποπτεία της γενικότερης τουριστικής πολιτικής
Περιλαμβάνονται επίσης η ίδρυση και λειτουργία της δημόσιας τουριστικής εκπαίδευσης, με τις διαδοχικές θεσμικές, δομικές και ονομαστικές μεταβολές της ως ΣΤΕ, ΟΤΕΚ και ως διεύθυνση του υπουργείου, συμπεριλαμβανομένης διακριτής εκπαιδευτικής δομής για ξεναγούς
Πλειάδα περιφερειακών διευθύνσεων εσωτερικού
2η Λειτουργία
Σχεδιασμός, χρηματοδότηση, κατασκευή και λειτουργία ευρέως φάσματος τουριστικών επιχειρήσεων και πολιτιστικών δραστηριοτήτων (συνολικός αριθμός επιχειρήσεων 352: ξενοδοχεία Ξενία, καζίνο, ιαματικά λουτρά, τελεφερίκ, εγκαταστάσεις φεστιβάλ και άλλες δραστηριότητες)
Αποθεματοποίηση-απόκτηση γης περίπου 70.000 στρεμμάτων για μελλοντική τουριστική αξιοποίηση
3η Λειτουργία
Σχεδιασμός, εφαρμογή, προώθηση και εποπτεία της τουριστικής διαφήμισης
Πλειάδα διευθύνσεων εξωτερικού
Σύνολο εργαζομένων (μονίμων και εποχικών): 7.000 περίπου
Ανώτατες θέσεις πολιτικού προσωπικού: Ένας (1) γενικός γραμματέας
Ανώτατες διοικητικές θέσεις: Ένας (1) γενικός διευθυντής
Μέσο κόστος λειτουργίας πολιτικού προσωπικού: περίπου 400.000 ευρώ (πολύ συντηρητικές εκτιμήσεις σε σημερινές τιμές)
Β. Περίοδος 2000-σήμερα
Παραγωγή και εφαρμογή της τουριστικής πολιτικής με ύπαρξη υπουργείου Τουρισμού και παράλληλη λειτουργία ΕΟΤ ως ΝΠΔΔ, με γενικό γραμματέα και αναπληρωτή γενικό γραμματέα, εποπτευόμενο από το υπουργείο, καθώς και λειτουργία και αρμοδιότητες ΕΟΤ που απομένουν στην εποπτεία του σχήματος
1η Λειτουργία
Σχεδιασμός, εφαρμογή και εποπτεία της γενικότερης τουριστικής πολιτικής
Περιλαμβάνονται επίσης η ίδρυση και λειτουργία της δημόσιας τουριστικής εκπαίδευσης, με τις διαδοχικές θεσμικές, δομικές και ονομαστικές μεταβολές της ως ΣΤΕ, ΟΤΕΚ και σήμερα ως διεύθυνση του υπουργείου, καθώς και διακριτή εκπαιδευτική δομή για ξεναγούς
Πλειάδα περιφερειακών διευθύνσεων εσωτερικού
2η Λειτουργία
Δεν υφίστανται πλέον οι αρμοδιότητες αυτής της λειτουργίας του ΕΟΤ και, επομένως, ούτε και ως αρμοδιότητες του υπουργείου
3η Λειτουργία
Σχεδιασμός, εφαρμογή, προώθηση και εποπτεία της τουριστικής διαφήμισης
Πλειάδα διευθύνσεων εξωτερικού
Σύνολο εργαζομένων: Γύρω στους 650 (κεντρική διοίκηση 200, περιφερειακή διοίκηση 250, ΕΟΤ 200)
Υπουργείο: Ανώτατες θέσεις πολιτικού προσωπικού: Ένας (1) υπουργός, ένας (1) υφυπουργός με μοναδική αρμοδιότητα τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης (βλ. 1η λειτουργία), δύο (2) γενικοί γραμματείς
Ανώτατες διοικητικές θέσεις: Δύο (2) γενικοί διευθυντές
ΕΟΤ: Ανώτατες θέσεις πολιτικού προσωπικού: Ένας (1) γενικός γραμματέας, ένας (1) αναπληρωτής γενικός γραμματέας χωρίς αρμοδιότητες
Ανώτατες διοικητικές θέσεις: Ένας (1) γενικός διευθυντής
Μέσο κόστος συνολικού πολιτικοδιοικητικού σχήματος: περίπου 2.000.000 ευρώ (πολύ συντηρητικές εκτιμήσεις σε σημερινές τιμές)
Με την ανάληψη της κυβέρνησης από την Αριστερά τον Ιανουάριο του 2015, η ανορθολογική και σπάταλη αυτή κατάσταση όχι μόνο διατηρήθηκε στο ακέραιο, αλλά έγινε ακόμη πιο περίπλοκη. Με την πραγματοποίηση μιας προεκλογικής εξαγγελίας (στις 3.1.2015), ενσωματώνονταν σε τέσσερα υπερυπουργεία οι αρμοδιότητες περισσοτέρων υπουργείων. Μεταξύ αυτών ήταν το υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού. Η συμπερίληψη του τουρισμού σ’ αυτό το αποτυχημένο πείραμα (από το 2017 και μετά επανήλθε η προηγούμενη αυτονομία του υπουργείου Τουρισμού) έγινε με πλήρη αποδοχή του κληρονομημένου από την προηγούμενη κυβέρνηση ανορθολογικού και σπάταλου σχήματος (με υπουργείο Τουρισμού και με ΕΟΤ), μέχρι το 2019, όπου την κυβέρνηση παρέλαβε πάλι η Ν.Δ., η οποία όχι μόνο διατήρησε αυτή την ασύμφορη πολιτικοδιοικητική δομή μέχρι το 2023, αλλά και τη μεγέθυνε αδικαιολόγητα ακόμη περισσότερο. Με τη δημιουργία ακόμη μίας μη χρήσιμης πολιτικής θέσης, του υφυπουργού Τουρισμού, με μοναδική αρμοδιότητα την τουριστική εκπαίδευση, που πρακτικά συνίσταται στην εποπτεία μιας μικρής διεύθυνσης του υπουργείου. Συγχρόνως μετατράπηκε σε έμμισθη η θέση του προέδρου του ΕΟΤ.
Από τα παραπάνω εύκολα συνάγονται τα ακόλουθα:
Κατά την πρώτη περίοδο (1951-2000), όπου υπήρχε η αποκλειστική και αποτελεσματική λειτουργία του ΕΟΤ με έναν και μόνο γενικό γραμματέα, πραγματοποιούνταν συνολικό έργο πολιτικής ίσο, π.χ., με (Α) και με αναλογούν δημοσιοοικονομικό κόστος περίπου 400.000 ευρώ.
Τη δεύτερη περίοδο (2000 έως σήμερα), το σχήμα υπουργείο Τουρισμού+ΕΟΤ για την τουριστική πολιτική «όμοιου έργου» λειτουργεί με τις πολυπληθείς πολιτικές θέσεις-αξιώματα για την πραγματοποίηση συνολικού έργου πολιτικής ίσο με το ένα πέμπτο του έργου της πρώτης περιόδου ή άλλως ίσο με 20% του (Α) και δημοσιονομικό κόστος περίπου 2.000.000 ευρώ, δηλαδή πενταπλάσιο κόστος σε σχέση με την πρώτη περίοδο.
Παρατηρώντας προσεκτικά από το 2019 μέχρι σήμερα τη σχεδόν καθημερινή κριτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης για την τουριστική πολιτική της κυβέρνησης, εύκολα διαπιστώνεται το μεγάλο έλλειμμα «γνώσης» και κατανόησης της απαράδεκτης αυτής κατάστασης που εκθέσαμε χονδρικά εδώ. Και είναι τουλάχιστον παράδοξο ότι, ενώ από το 2019 και μέχρι σήμερα επικρίνονται με καταιγιστικό ρυθμό πληθώρα από σχετικά ασήμαντες πλευρές της κυβερνητικής τουριστικής πολιτικής, το θέμα του θεσμικού πλαισίου άσκησής της ουδόλως θίγεται. Έτσι, με θλίψη μπορεί να συνάγει κανείς ότι ενδεχομένως οι πολυπληθείς άχρηστες και παρασιτικές τουριστικές πολιτικές θέσεις και αξιώματα συνιστούσαν, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές του 2023, απότοκο προσωπικών στόχων και φιλοδοξιών, που όμως δεν αφήνουν χώρο για ουσιαστική σκέψη και κριτική.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει δείξει ότι απέναντι σε μια τόσο σύνθετη οικονομικοκοινωνική πραγματικότητα, όπως η ετησίως ιδιαίτερα διαμορφούμενη τουριστική κατανάλωση, μια αναπτυξιακά προσανατολισμένη τουριστική πολιτική, και ιδιαίτερα η πολιτική μιας αριστερής κυβέρνησης, θα μπορούσε και θα έπρεπε να εκφράζεται από μία και μόνο κεντρικού χαρακτήρα θεσμική δημόσια οντότητα. Το αν αυτή θα είναι ένα υπουργείο ή ένας οργανισμός ή ακόμη και ένα «σχήμα υπουργείου και εποπτευόμενου οργανισμού» δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα ενός σοβαρού προβληματισμού που μέχρι σήμερα απουσιάζει και ενός σχεδιασμού τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για τον ρόλο του τουρισμού σε αυτή. Τώρα, μάλιστα, που, μετά την ευρωπαϊκή νομισματική ενσωμάτωση, έχει καταπέσει το πάλαι ποτέ συναλλαγματικό πρόταγμα. Αντ’ αυτού, δυστυχώς, παρατηρείται συνδυασμός προχειρότητας και προσωπικών μικροεπιδιώξεων, όπως πηγάζουν κάθε φορά από την τρέχουσα πολιτική συγκυρία.
Από την άλλη, ας είναι γνωστό ότι οσεσδήποτε συντμήσεις ή μεταλλάξεις υπηρεσιών και άλλες «διοικητικές τεχνικές» κι αν επιχειρηθούν, τόσο στο υπουργείο όσο και στον ΕΟΤ, όπως κατά πάγια πρακτική γίνεται μέχρι τώρα, συχνά με κομματικό-ρουσφετολογικό ή προσωπικό χαρακτήρα, δεν μπορούν να έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα. Απλούστατα, θα είναι ημίμετρα που η ίδια η διοίκηση, µε την τεράστια δύναμη αδράνειας που διαθέτει, θα τα ακυρώνει στην πράξη, πολύ περισσότερο τώρα, που τις εξελίξεις του ελληνικού τουρισμού, όπως δείχνουν και τα τρέχοντα δεδομένα των διαρθρωτικών μεταβολών στον σχηματισμό τουριστικού κεφαλαίου, ουδόλως καθορίζουν πλέον τα υπαρκτά και ανύπαρκτα «ελληνικά οράματα» και επιδιώξεις της δημόσιας τουριστικής πολιτικής και διοίκησης, αλλά αυτά απλώς ακολουθούν.