Με τους λογαριασμούς ρεύματος να προκαλούν πονοκέφαλο σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαιτίας των ανατιμήσεων, το ζήτημα της εξοικονόμησης ενέργειας παραμένει ένα μεγάλο αγκάθι με ευθύνη της κυβέρνησης. Την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, τα προηγούμενα, δηλαδή, δύο χρόνια, τα νοικοκυριά μείωσαν την κατανάλωση ενέργειας εξαιτίας των αυξήσεων στο ρεύμα, χωρίς να καταφέρουν να προβούν σε στοχευμένες δράσεις εξοικονόμησης. Με άλλα λόγια, υπό τον φόβο των αυξήσεων μείωσαν την κατανάλωση. Η μείωση αυτή συνεχίζεται και φέτος, και συγκεκριμένα την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαΐου, σύμφωνα με στοιχεία του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες του 2023. Άρα, η ενεργειακή φτώχεια, που έχει να κάνει με την αδυναμία κάλυψης των αναγκών σε θέρμανση / ψύξη, αποτελεί ένα κοινωνικό ζήτημα που μεγεθύνεται στη χώρα μας, αντί να μειώνεται. Εξίσου μεγάλο είναι το πρόβλημα και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες είδαν τα τελευταία χρόνια να αυξάνονται οι λογαριασμοί ρεύματος χωρίς να έχουν ουσιαστική στήριξη.
Το ερώτημα είναι εάν τα νοικοκυριά στηρίχθηκαν με προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας. Τα τελευταία χρόνια όσα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας εφαρμόστηκαν σε κατοικίες είχαν εισοδηματικά κριτήρια, ενώ τα κονδύλια τα οποία διατέθηκαν δεν επαρκούσαν να καλύψουν το ενδιαφέρον. Καθυστερήσεις στις πληρωμές και γραφειοκρατικά ζητήματα δημιούργησαν επιπρόσθετα προβλήματα, τα οποία έχουν κατά καιρούς καταγγελθεί από αρμόδιους φορείς αλλά και από την αξιωματική αντιπολίτευση. Είναι ενδεικτικό το γεγονός πως τον περασμένο Απρίλιο οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Αλέξανδρος Μεϊκόπουλος και Μίλτος Ζαμπάρας είχαν αναδείξει το ζήτημα των καθυστερήσεων στις πληρωμές των προγραμμάτων «Εξοικονομώ 2023» και «Εξοικονομώ - Ανακαινίζω για Νέους». Όπως τόνιζαν τότε σε σχετική ανακοίνωση, οι ασφυκτικές προθεσμίες δημιούργησαν ζητήματα που έπρεπε να διαχειριστούν τα γραφεία των μηχανικών, ενώ στη Μαγνησία οι πρωτοφανείς πλημμύρες του Σεπτεμβρίου έβαλαν επιπρόσθετα εμπόδια στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων. Φορείς και οργανώσεις, όπως η Ένωση Καταναλωτών - Η Ποιότητα της Ζωής (ΕΚΠΟΙΖΩ), τόνιζαν τα τελευταία χρόνια την ανάγκη ριζικών ανακαινίσεων στις κατοικίες με σκοπό τη μείωση του ενεργειακού κόστους και την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Επίσης, φορείς της αγοράς πρότειναν τη μείωση του ΦΠΑ στα υλικά, των οποίων οι τιμές αυξήθηκαν την περίοδο της ενεργειακής κρίσης. Το αυξημένο κόστος αποθάρρυνε αρκετά νοικοκυριά να πραγματοποιήσουν τελικά τις παρεμβάσεις, παρά το γεγονός πως οι αιτήσεις τους σε προγράμματα «Εξοικονομώ» είχαν γίνει δεκτές.
Ερχονται νέα προγράμματα
Το υπουργείο Ενέργειας, σύμφωνα με πληροφορίες, στις αρχές του φθινοπώρου αναμένεται να εφαρμόσει ακόμα δύο προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας. Το πρώτο πρόγραμμα θα είναι αντίστοιχο με τα προηγούμενα, με τη διαφορά ότι ενδεχομένως δεν θα υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια. Υπενθυμίζεται πως για την αξιολόγηση των αιτήσεων σε προηγούμενα προγράμματα έπαιζε ρόλο το κόστος των προτεινόμενων παρεμβάσεων σε συνδυασμό με την εκτιμώμενη εξοικονόμηση ενέργειας, το εισόδημα, τις βαθμοημέρες (καιρικές συνθήκες ανά περιοχή) και την παλαιότητα της κατασκευής.
Τι λέει η Ευρώπη για την εξοικονόμηση
Την ίδια ώρα, στην Ευρώπη αρχίζουν και αναπτύσσονται επιφυλάξεις σε σχέση με την επίτευξη των στόχων για την ενεργειακή αναβάθμιση και τον σχεδιασμό ενεργειακής απόδοσης σε εθνικό επίπεδο. Ο σχεδιασμός αυτός περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο απανθρακοποίησης στη θέρμανση και τις ριζικές ανακαινίσεις κτηρίων. Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι δράσεις αυτοπαραγωγής. Να σημειωθεί πως το 2025 θα απαγορευτούν οι επιδοτήσεις για εγκαταστάσεις φυσικού αερίου και πετρελαίου θέρμανσης. Η ανάγκη επίτευξης στόχων απόδοσης και Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας απασχολεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες δεν διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους. Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας θα χρειαστούν αρκετά κονδύλια, καθώς πολλές από τις κατοικίες έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1980. «Σύμφωνα με το ενεργειακό ισοζύγιο του έτους 2020, η ενεργειακή κατανάλωση που σχετίζεται με τα κτήρια στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 43% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας στη χώρα, ενώ οι κατοικίες αποτελούν έναν από τους πλέον σημαντικούς καταναλωτές ενέργειας στη χώρα, καθώς αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του κτηριακού αποθέματος (79,1%)» αναφέρει το υπουργείο Ενέργειας. Το 83,82% των κτηρίων που έχουν κατασκευαστεί πριν από το έτος 1980 έχει πολύ μικρή ενεργειακή αποδοτικότητα (κτήρια κατηγορίας Η), με τα πιο ενεργοβόρα κτήρια κατοικιών να είναι οι μονοκατοικίες, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ. Σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί ερώτημα τελικά εάν θα γίνουν κινήσεις για τη ριζική αναβάθμιση των κατοικιών ή θα πάνε… πίσω οι στόχοι λόγω έλλειψης κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων.