Κίνδυνο φτωχοποίησης με πάγιο χαρακτήρα αντιμετωπίζει ένα τεράστιο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, προειδοποιούν οι ερευνητές του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που έδωσαν στη δημοσιότητα την Ετήσια Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση.
Η έκθεση καταγράφει την κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας εν μέσω της πανδημικής κρίσης του κορωνοϊού και κάνει λόγο για μείωση μισθών, επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, de facto κατάργηση του 8ώρου και δραματική αύξηση όσων ζουν με μισθούς κάτω από τα όρια της φτώχειας. Αναλύοντας τα στοιχεία, οι μελετητές επισημαίνουν πως πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα, τα οποία να βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, διαφορετικά η φτωχοποίηση ενός τεράστιου μέρους του πληθυσμού θα έχει πάγιο χαρακτήρα και η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί.
- Περισσότεροι από 100.000 εργαζόμενοι έχουν «εξέλθει» από το εργατικό δυναμικό και ζουν με 534 ευρώ το μήνα για πάνω από 3 μήνες, ενώ ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά 10% το δεύτερο τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019.
- Τρεις στους 10 λαμβάνουν αποδοχές μικρότερες από τον κατώτατο μισθό, το ύψος του οποίου – παρά την αύξηση του 2019 – βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας.
- Επτά στους 10 έχουν μισθούς κάτω από 1.000 ευρώ.
Όπως τονίζουν οι μελετητές, «ένα πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού είτε βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας (σε αναστολή που διαρκεί πάνω από 3 μήνες) είτε καταγράφεται ως άνεργο είτε εργάζεται λαμβάνοντας μισθούς οι οποίοι βρίσκονται χαμηλότερα, έως πολύ χαμηλότερα, του ορίου της φτώχειας».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ετήσιας Έκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, το Β’ τρίμηνο του 2020 ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από 885 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2020, δηλαδή μειώθηκε περίπου 10%.
Στο ίδιο διάστημα το ποσοστό των απασχολουμένων που λάμβανε από 0 έως 200 ευρώ 12πλασιάστηκε, καθώς αυξήθηκε από 1% σε περίπου 12%. Η αύξηση αυτή αγγίζει τις 11,2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ την ίδια στιγμή, τα άτομα που λάμβαναν αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα άτομα που είχαν καθαρές αποδοχές μεταξύ 400 και 600 ευρώ, αφού από 16,3% το β’ τρίμηνο του 2019 το ποσοστό των ατόμων μειώθηκε σε 12,3% το ίδιο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβαναν από 601 έως 800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5%, ενώ αυτών που λάμβαναν από 801 έως 1.000 ευρώ μειώθηκε από 21,8% σε 18,3% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το β’ τρίμηνο του 2020 το 72,9% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 1.000 ευρώ.
«Ο υψηλός κίνδυνος της μακροχρόνιας ανεργίας σε συνδυασμό με το αναποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας οδηγούν στην επισήμανση ότι, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα τα οποία να βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, η φτωχοποίηση ενός τεράστιου μέρους του πληθυσμού θα έχει πάγιο χαρακτήρα, η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί, ενώ το πλήγμα της πανδημικής κρίσης στην οικονομία θα έχει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και δυσμενέστερες συνέπειες», καταλήγουν οι ερευνητές.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα λιγοστά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην αγορά εργασίας, επιδείνωσαν την κατάσταση, καθώς:
Καταγράφεται συμπίεση μισθών που οδηγεί στην φτωχοποίηση. Κατά το Β΄ τρίμηνο του έτους, ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά 10%. Οι εργαζόμενοι με αποδοχές έως 200 ευρώ αυξήθηκαν από το 1% στο 12%! Παράλληλα, το 73% των εργαζομένων, έχει μηνιαίες αποδοχές χαμηλότερες των 1000 ευρώ.
Το 83% όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας με συνέπεια να μην μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες, ενώ το 31% των απασχολουμένων έχουν αποδοχές χαμηλότερες του κατώτατου μισθού!
Το τελευταίο εξάμηνο κατεγράφη δραματική μείωση των ωρών εργασίας, με τον τουρισμό και τον επισιτισμό να έχουν πληγεί κατά κύριο λόγο.
Περισσότεροι από 180.000 εργαζόμενοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι μεταξύ υποαπασχόλησης και ανεργίας, καθώς παραμένουν σε καθεστώς αναστολής της σύμβασης εργασίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών με αποδοχές μειωμένες κατά τουλάχιστον 50%, σε σχέση με το μισθό τους.
Η κατάχρηση της υπερεργασίας και της υπερωρίας σε συνδυασμό με την ρευστοποίηση της ώρας προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασία που παρατηρούνται και η πρόθεση της κυβέρνησης να θεσμοθετήσει την εξέλιξη αυτή, οδηγούν σε μείωση των αποδοχών και λειτουργεί ανασταλτικά ως προς τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Το Β΄τρίμηνο του τρέχοντος έτους, το 55% των εργαζομένων απασχολείται υπερωριακά και το 19% περισσότερο από 48 ώρες την εβδομάδα.
Με αυτά τα δεδομένα, οι επιστημονικοί συνεργάτες των συνδικάτων -εν όψει της προώθησης του νομοσχεδίου για τα εργασιακά- διαμηνύουν στην κυβέρνηση ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια για την περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας».