Όσο περνούν τα χρόνια οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο σίγουροι για τις βεβαιότητές τους. Σε βαθμό μάλιστα που να μπορούν να διαβεβαιώσουν άπαντες για τις βεβαιότητες ακόμα και όταν αυτές πάψουν να υφίστανται.
Αυτή τη μεγάλη αλήθεια, όπως συμπεραίνω, δεν την είχε σκεφτεί καθόλου ο μεσήλικας πατέρας ενός εφήβου που τον βοηθούσε στο γηπεδάκι της γειτονιάς να αναπτύξει τις ικανότητές του και να διορθώσει τις αδυναμίες του στο μπάσκετ.
Ο πατέρας, που είχε μπει για τα καλά στον ρόλο του προπονητή μπάσκετ, πίεζε τον έφηβο να κάνει συνέχεια σουτ και προσποιήσεις, με έμφαση στη λεγόμενη μηχανική του σουτ. Του εξηγούσε για ώρες πώς πρέπει να λυγίσει τα γόνατά του, πώς πρέπει να σηκώσει το χέρι του -το οποίο στο τέλος θα πρέπει να μείνει και αιωρούμενο για κάποιον λόγο που δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κάποιος αν δεν παίζει μπάσκετ- και γενικά ποια είναι η σωστή τεχνική για κάθε κίνηση που στο τέλος θα κάνει την μπάλα να καταλήξει στο καλάθι.
Ο νεαρός φαινόταν δυσαρεστημένος από τη μηχανική της εκμάθησης του πατέρα του που αδιαφορούσε για τις αντικειμενικές συνθήκες, υπερέβαινε τις υποκειμενικές συνθήκες και εντέλει δεν ενδιαφερόταν αν είχε γίνει ατραξιόν σε όλο το γηπεδάκι.
Στην αρχή ο νεαρός προσπαθούσε. Και όσο περισσότερο προσπαθούσε ο μικρός, ο πατέρας όλο και πίεζε περισσότερο, μέχρι που ο μικρός έσπασε. Από κάποια στιγμή και μετά δεν κατάφερε να βάλει ούτε ένα καλάθι και ο πατέρας θύμωνε όλο και περισσότερο, μέχρι που στο τέλος έγινε πυρ και μανία.
Οι άλλοι έφηβοι που βρίσκονταν στο γηπεδάκι, αντιλαμβανόμενοι την ένταση που εξελισσόταν σε βαθμό που θα μπορούσε να προκαλέσει μέχρι και πυρηνικό όλεθρο στις σχέσεις πατέρα και γιου, παρενέβησαν προσκαλώντας τον έφηβο να παίξει μαζί τους μιας και είχαν ανάγκη από ακόμα ένα άτομο για να συμπληρώσουν τις ομάδες τους.
Το παιχνίδι ξεκίνησε και ο πατέρας καθισμένος στις τσιμεντένιες πεζούλες του γηπέδου καμάρωνε τον γιόκα του να εφαρμόζει κατά γράμμα τις οδηγίες του μπαμπά του για τη μηχανική των σουτ, την τεχνική των προσποιήσεων και τη στενή άμυνα στους αντιπάλους.
Η ομάδα του μικρού έπαιζε πολύ καλά και ο πατέρας από την κερκίδα ζητωκραύγαζε με τις επιτυχίες του κανακάρη του και της ομάδας που εφάρμοζε τις προπονητικές οδηγίες του που έδινε σαν σπουδαίος προπονητής σε κάποιο γήπεδο μεγάλης διοργάνωσης.
Στο τέλος του αγώνα η πιτσιρικαρία, που είναι αδίστακτη ορισμένες φορές αλλά και εκδικητική, έκατσε παραδίπλα από τον πατέρα και άρχισε επιδεικτικά να σχολιάζει την εξέλιξη του αγώνα κοσμώντας τη συζήτηση με τα γνωστά μπασκετικά επίθετα και χαρακτηρισμούς που αποτελούν και την αργκό της κάθε γενιάς, μέχρι που ο πατέρας πήγε κοντά τους για να τους εξηγήσει τι έκαναν σωστά και τι έκαναν λάθος. Οι πιτσιρικάδες όμως δεν ανταποκρίθηκαν.
Οταν σκοτείνιασε, πατέρας και γιος έφυγαν από το γηπεδάκι. Ο πατέρας επέστρεψε στην αγαπημένη του τακτική να κάνει κήρυγμα στον γιο του για τα περασμένα μεγαλεία που είχε ζήσει στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, τότε που η Εθνική είχε κερδίσει το Ευρωμπάσκετ και είχε στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης και πως η γενιά του μπαμπά είχε στιγματιστεί από τους συγκλονιστικούς αγώνες από εκείνη τη μικρή ομάδα, που ήταν τόσο μεγάλη τελικά.
Ο μικρός, που φυσικά δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για το τι έκαναν κάποιοι τύποι πριν από σαράντα χρόνια, φάνηκε να αδιαφορεί. Ο πατέρας επέμενε για τη σπουδαία επιτυχία του Γκάλη και της παρέας του που κέρδισαν στον ημιτελικό τη Γιουγκοσλαβία και στον τελικό τη Σοβιετική Ένωση, με τον πιτσιρικά να του απαντάει με μεγάλη αυτοπεποίθηση: «Μπαμπά, το ξέρεις πως δεν υπάρχουν τέτοιες χώρες».