Την Ελένη μπορείς να τη φανταστείς πάνω σε μια ψάθινη σκούπα. Μένει σε μια ξεφλουδισμένη πολυκατοικία των 70s στου Γκύζη και αναχωρεί από το παράθυρο του διαμερίσματος όπου μένει. Περιπλανιέται πάνω από τις οροφές των αυτοκινήτων μας. Βλέπεις συναλλαγές επιβίωσης. Τα 50 σου λεπτά για ένα τραγανό κουλούρι που θα σε «κρατήσει». Πηγαίνει πάνω από τα παγκάκια στα πάρκα και ψηλαφεί τα σιωπηρά ξεφυσήματα εκείνων που διαβάζουν ακόμη τα νέα από εφημερίδα. Στέκεται σαν πουλί στο κλαδί του ψηλότερου δέντρου και εστιάζει το βλέμμα της στην αθόρυβη ύπαρξη· στην πασχαλίτσα πάνω στο φύλλο.
Επιστρέφοντας, μπαίνει στο δωμάτιο με τον ίδιο τρόπο που έφυγε, αρπάζοντας πριν γυρίσει και καθίσει στην καρέκλα ένα πινέλο. Πατάει το play στο ραδιόφωνο. Δίπλα της υπάρχει μια κασέτα, σαν να αγοράστηκε χθες. Και πουθενά γύρω τηλεόραση. Εκτός απ’ τη μουσική, ακούγονται τα βήματα της Ράμι στο παρκέ. Μιας σκυλίτσας που βρήκε φίλη της εγκαταλειμμένη στην Άνδρο. Πέρασε καρκίνο και τον ξεπέρασε. Όταν η Ελένη είχε χτυπήσει το πόδι της και κούτσαινε, η Ράμι της συμπαραστεκόταν. Κούτσαινε κι αυτή και την περίμενε. Η ομορφιά που χωράει σ’ ένα πεζοδρόμιο χωράει όμως και σ’ έναν καμβά. Αρκεί εκεί που περπατάς να δεις και το άλλο μονοπάτι.

«Οχι λέξεις, μελάνι σε χαρτί». Από πότε ξεκίνησες να εκφράζεσαι με αυτόν τον τρόπο;
Ξεκίνησα από μικρή. Νόμιζα ότι όλοι κάναμε το ίδιο, ότι μόνο ζωγραφίζαμε. Και το ανακάλυψα πρόσφατα κιόλας, γιατί έλεγα: “Αυτό δεν κάναμε όλοι όταν ήμασταν μικροί; Διαβάζαμε και ζωγραφίζαμε.”. Όχι, τελικά. Και συνέχισα να το κάνω. Είναι μια πορεία ζωής. Όσο με θυμάμαι ζωγράφιζα. Από το νηπιαγωγείο. Έβλεπα τα κόμικς και τα ζωγράφιζα. Διάβαζα τα παραμύθια, ζωγράφιζα. Λειτουργούσε το μυαλό μου και ακόμη με εικόνες μού έβγαινε αυτή η ανάγκη.
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι και με τις λέξεις δεν τα πηγαίνεις άσχημα. Οι ιστορίες σου προβάλλουν πτυχές που προσπερνά ο καθημερινός ρυθμός ζωής στην πόλη. Ποιος να νοιαστεί για τον παππού που καθόταν στο παγκάκι, το λούστραραν και δεν μπορούσε μετά να πάει.
Είναι αυτά που παρατηρώ, το λένε κι οι φίλοι μου. Θα δούνε κανένα παιχνίδι στον δρόμο και θα πούνε “α, η Ελένη!”, επειδή θα το προσέξω. Βλέπω διάφορες λεπτομέρειες. Έτσι χάνομαι στην πόλη. Ταξιδεύω. Είναι και θέμα της ζωγραφικής, γιατί αναγκαστικά παρατηρείς πράγματα. Παρατηρώ το φως. Εκεί που άλλοι ίσως βλέπουν τον άνθρωπο σκέτο, εγώ βλέπω πώς κυλάει το φως πάνω του, η σκιά που σχηματίζεται, τι γίνεται.
Σε ένα σκίτσο φαίνεται μια κοπέλα με το πρόσωπο κατεβασμένο από το βάρος μιας κατάστασης. Κι εσύ βάζεις το ερώτημα, τι σε κάνει να χαμογελάς; Κάποιος απάντησε, η θάλασσα. Είναι, σχεδιάζοντας, σαν να βάζεις κάπως την πραγματικότητα μπροστά μας και να κάνεις πια τον εαυτό μας εξωτερικό παρατηρητή σε αυτό που ζει. Σαν να είσαι η βαθιά ανάσα που παίρνουμε για να ξαναδούμε πιο ψύχραιμα και αισιόδοξα τα πράγματα.
Προσπαθώ, γιατί είναι πολύ ζοφερή η πραγματικότητα, το βλέπω. Οπότε, κάπως προσπαθώ να βρω κάτι αισιόδοξο. Ή να το δημιουργήσω. Κι ας μην υπάρχει. Γιατί δεν είναι πάντα ότι υπάρχει… Κι είναι δύσκολοι οι καιροί, αρκετά, για όλους μας. Καθένας με τα δικά του. Και όλα ακόμη που συμβαίνουν τριγύρω. Παρ’ όλα αυτά, είναι ζωή και κάπως πρέπει να βγει πιο ανάλαφρα, αν γίνεται. Αν γίνεται… Προσπαθώ να βρω κάτι αισιόδοξο. Ένα μονοπάτι λίγο διαφορετικό.

Είναι σαν να κάνεις έναν διάλογο. Προσπαθείς να μας θυμίσεις, ας πούμε, στο συγκεκριμένο σχέδιο τι μας κάνει να νιώθουμε ωραία. Πυροδοτείς σκέψεις.
Κάτι γίνεται. Από σκέψεις βγαίνουν οι εικόνες. Από αλλού ξεκινάω, κάτι άλλο βγαίνει στην πορεία. Συνήθως. Ταξίδι είναι κι αυτό, μικρό. Αλλά συμβαίνει. Μετά είναι ό,τι βλέπει καθένας. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν σ’ εμένα και με οδήγησαν σ’ ένα σχέδιο μπορεί να προκαλούν πολύ διαφορετικά ερωτήματα στον άλλο. Αρκετές φορές χρησιμοποιώ και πράγματα που δεν στέκουν μεταξύ τους, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Να βάζουμε και λίγη φαντασία.
Εσένα τι σε κάνει να χαμογελάς;
Κι εμένα η θάλασσα με κάνει να χαμογελάω. Η Ράμι. Να ζωγραφίζω, να διαβάζω. Ποίηση. Ένας στίχος μπορεί να σημαίνει πολλά. Μπαίνω σ’ ένα βιβλιοπωλείο, ανοίγω, διαβάζω γνωστά-άγνωστα. Αρκετά μυθιστορήματα. Να, αυτό διαβάζω τώρα (σ.σ. μου δείχνει τις «Ψηφίδες ημερολογίου» του Ευγένιου Ιονέσκο).
Τι σε κάνει να σχεδιάζεις;
Ενας στίχος, ένα τραγούδι, κάτι που διάβασα. Τι βλέπω στον δρόμο. Με την επικαιρότητα κάποιες φορές καταπιάνομαι, κάποιες όχι. Υπάρχουν θέματα που με προβληματίζουν, αλλά δεν τολμώ να τα ακουμπήσω. Είναι πολύ άγρια για μένα. Δεν έχω καν το κουράγιο να διαβάσω την είδηση πέρα απ’ τον τίτλο.

Παρουσιάζει ενδιαφέρον η δυνατότητα να διαμορφώνεις τον κόσμο με διαφορετικούς όρους ως προς τα μεγέθη του. Μια χελώνα είναι όσο μια πολυκατοικία. Ξαφνικά η μεγαλύτερη διάσταση που έχουμε μπροστά μας δεν αφορά έναν ασήκωτο, ακίνητο γίγαντα, το κτήριο δηλαδή, αλλά μια ύπαρξη που ζει και αναπνέει, και κυρίως ταρακουνά ό,τι ξέραμε με το βήμα της. Δεν ξέρω πού αποσκοπούσε ο συμβολισμός, ωστόσο μιλά για μια ανατροπή σε αυτό που γνωρίζουμε.
Λίγο-πολύ η σταθερά μου εδώ είναι. Εδώ μεγάλωσα, εδώ κινούμαι, αυτές είναι οι εικόνες που έχω, της πόλης, παράλληλα όμως βλέπω και τις χελωνίτσες, που υπάρχουν κι αυτές. Λίγες, αλλά υπάρχουν. Παλιότερα είχα βάλει ένα χταπόδι τεράστιο. Βλέπω ότι υπάρχουν τριγύρω πολύς ορθολογισμός και λογική, οπότε θα ήθελα να φεύγουμε λίγο από εκεί, να βάλουμε τη φαντασία μας. Στο σκίτσο, λοιπόν, έχουμε μια χελώνα τεράστια που δεν μπορείς να την ελέγξεις, οπότε τι γίνεται εκεί; Τι ανατροπή; Μπορεί να μην υπάρχει μετά η πόλη. Δεν ενδιαφέρεται η χελώνα. Η χελώνα απλώς υπάρχει σ’ ένα περιβάλλον.
Πώς θεωρείς ότι συμβάλλει να έρθουμε αντιμέτωποι με εικόνες όπως αυτή;
Εχουμε συνηθίσει πολύ να κάνουμε μια ρουτίνα, καθένας τη δικιά του, κι εγώ τη δικιά μου έχω, κι έχει σημασία ν’ ανοίγει λίγο ο κόσμος μας, να βλέπουμε διαφορετικούς κόσμους κι ας μην υπάρχουν. Μπορεί να δούμε και κάτι τριγύρω μας. Μπορεί στο τέλος να δούμε και μία χελώνα και να μην την πατήσουμε, ας πούμε. Ούτε να την προσπεράσουμε. Αλλά να την παρατηρήσουμε. Κάτι θα μας μάθει. Με τον τρόπο της. Η όποια χελώνα. Το όποιο ζωάκι. Οτιδήποτε.
Είμαστε πολλοί που είμαστε με το κινητό συνέχεια, δεν βλέπουμε γύρω μας τι γίνεται και απλώς προχωράμε σκυμμένοι και χάνουμε πράγματα. Κι ακόμη υπάρχει η ομορφιά. Βέβαια, δεν βλέπω μόνο την ομορφιά, βλέπω και την άλλη πλευρά. Είναι, όμως, τι επιλέγω να κρατήσω.
Η μέρα σου πώς ξεκινάει; Θ’ ανοίξεις τα παντζούρια…
Δεν τα κλείνω τα παντζούρια. Τα έχω ανοιχτά. Πάω βόλτα με τη Ράμι και θα πιω τον καφέ μου, θα ζωγραφίσω. Κάποια στιγμή θα πρέπει να φάω και μετά θα συνεχίσω. Κάνω βόλτες. Μ’ αρέσει και το λιμάνι πολύ. Πηγαίνω συχνά. Στον Πειραιά. Κάθομαι εκεί και μιλάω με τους ψαράδες. Και εκεί κάθομαι. Κοιτάω τα καραβάκια.

Πώς μπορείς και αποτυπώνεις τη λεπτομέρεια; Οι άνθρωποι που βλέπω θα μπορούσαν να είναι πραγματικοί.
Η σχέση με το φως είναι ο τρόπος που εγώ έμαθα να σχεδιάζω. Και γι’ αυτό ίσως χρησιμοποιώ το άσπρο μελάνι σε μαύρο χαρτί αρκετά. Για να βγάζει το αντίθετο αποτέλεσμα, να βγάζει φως. Να τονίζεται το φωτεινό.
Μια κουβέντα ακόμα. Ποια ιστορία θα ήθελες να ζωγραφίσεις ή έχεις αποτυπώσει από αυτές που ακούστηκαν μια νύχτα ίσως στην μπάρα του μαγαζιού που δουλεύεις;
Εχω σχεδιάσει διάφορα για διάφορους πελάτες. Για έναν κύριο που είναι 95 χρονών. Ερχόταν κι έπαιρνε το εσπρέσο του, με το κοστούμι του. Σ’ αυτόν μου άρεσε ότι είχε τη δικιά του ρουτίνα, δεν το έβαζε κάτω, έβγαινε, με τη μαγκούρα του, και θυμάμαι που έλεγε ότι θα πάει διακοπές και θα κάθεται στο μπαλκόνι να πίνει τον καφέ του, να βλέπει τη θάλασσα και τα κορίτσα. Αλλά το έλεγε με πολύ γλυκό τρόπο. Πολύ ευγενής. Ψηλός. Πάντα έτρωγε γλυκάκι. Δεν επιτρεπόταν, αλλά το έκανε.