Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
21.7°C24.6°C
4 BF 40%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
17.5°C20.2°C
4 BF 41%
ΠΑΤΡΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.8°C22.0°C
4 BF 61%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
21 °C
20.4°C21.8°C
4 BF 54%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
21.8°C24.1°C
4 BF 30%
Θανάσης Γιοχάλας-Ζωή Βαΐου / «Βγαίνεις έξω και αισθάνεσαι μια παγωμάρα. Μπορεί να ζεσταθεί αυτή η πόλη;»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Θανάσης Γιοχάλας-Ζωή Βαΐου / «Βγαίνεις έξω και αισθάνεσαι μια παγωμάρα. Μπορεί να ζεσταθεί αυτή η πόλη;»

132898414.jpg
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Τα τσακάλια που κάνουν επιδρομή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και τρέπουν σε φυγή τους ρομαντικούς περιπατητές. Η αγέλη βοδιών που παρελαύνει στην οδό Σοφοκλέους. Οι κλέφτες πράσων που συλλαμβάνονται στην εύφορη περιοχή των Πατησίων.

Για όλα αυτά μαθαίνουμε στο βιβλίο των φιλόλογων Θανάση Γιοχάλα και Ζωής Βαΐου «Η Αθήνα τον 19ο αιώνα - εικόνες μιας οδοιπορίας μέσω του Τύπου» (εκδόσεις Εστία, 2021). Και φυσικά η πληροφορία δεν περιορίζεται στην πανίδα της πόλης. Από το ίδιο βιβλίο μαθαίνουμε ότι το 1838 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μιλούσε από το βήμα της Πνύκας στους μαθητές των Γυμνασίων της Αθήνας και ότι η οδός Αδριανού είναι ο πρώτος δρόμος της Αθήνας που διαμορφώθηκε και πλακοστρώθηκε (1835).

Μέσα στις 400 και πλέον σελίδες του, μας δίνεται η δυνατότητα να μάθουμε για την Αθήνα πριν το τσιμέντο. Να γνωρίσουμε περπατητά κομμάτι-κομμάτι την πόλη. Αλλά και να έρθουμε σε επαφή με τον ρόλο που επιτελούσαν οι εφημερίδες και οι δημοσιογράφοι του τότε.

Η γνωριμία με μια άλλη καθημερινότητα, «ένα βλέμμα σ’ έναν χρόνο παρελθόντα, σ’ έναν κόσμο όπως ήταν τότε και δεν είναι σήμερα, πριν από εμάς» ήταν η αφορμή για να συναντηθώ με τους συγγραφείς. Όταν τελειώνουν τη διδασκαλία στα σχολεία τους στον Υμηττό, συνεχίζουν με ακούραστη μελέτη και ξεναγήσεις στους πρόθυμους μαθητές τους. Ακολουθεί το απόσταγμα της πολύωρης κουβέντας μας στο καφέ Αερόστατο στο Παγκράτι, που ίπταται πάνω από την πλατεία Προσκόπων.

Τι σας ελκύει στον 19ο αιώνα;

Ζωή Βαΐου: Είναι η περίοδος που ξεκίνησαν όλα. Η αρχή. Προσπαθείς, από ψήγματα πολλές φορές, να ανασυγκροτήσεις μια εικόνα, που και πάλι λειψή θα είναι βέβαια.

Θανάσης Γιοχάλας & Ζωή Βαΐου: Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τον 19ο αιώνα. Η συντριπτική όμως πλειονότητα από αυτά έχει να κάνει με την Ιστορία. Δεν έχει να κάνει με την καθημερινότητα. Ο 19ος αιώνας δεν ανήκει μόνο στους επιφανείς και στα πολιτικά πρόσωπα, ανήκει και στον καθημερινό άνθρωπο.

Γι’ αυτό και όταν ψάχνουμε στις εφημερίδες της εποχής τα πολιτικά γεγονότα, τα προσπερνάμε. Δεν ασχολούμαστε με τα πρωτοσέλιδα, ψάχνουμε μέσα. Θα αντλήσουμε την πληροφορία από μία γραμμούλα που θα βρούμε μέσα στον κορμό της εφημερίδας.

Εμένα μου αρέσει γιατί αναδεικνύετε και το γραπτό του δημοσιογράφου εκείνη την εποχή.

Θ. Γ.: Ο οποίος τότε δεν είχε καμία σχέση με το σήμερα. Ήταν κατά τεκμήριο καλλιεργημένος. Εκτός του ότι όλα τα έκανε ο ίδιος. Δηλαδή ήταν και διευθυντής, και αρχισυντάκτης, και ρεπόρτερ.

Αρα να μην φανταστούμε οργανισμούς με πολλά άτομα.

Θ.Γ.: Όταν φτιάχτηκε η εφημερίδα Ακρόπολις (1883) και η εφημερίδα του Δημήτρη Κορομηλά (Εφημερίς, 1873) και η παλιά έκδοση της Εστίας (1876), τότε άρχισαν ν’ απασχολούν προσωπικό. Γιατί πουλάγανε πολύ. Τώρα για ένα σατιρικό έντυπο που έβγαινε σε 5-6.000 αντίτυπα, ένας-δύο άνθρωποι ήταν αρκετοί.

Ζ.Β.: Μα γι’ αυτό γράφουμε και κάπου στην εισαγωγή ότι ο δημοσιογράφος ήταν σε μια διαρκή οδοιπορία. Δηλαδή η λέξη οδοιπορία δεν προκύπτει αυθαίρετα. Ο δημοσιογράφος είναι συνέχεια με το μπλοκάκι του στους δρόμους και κάνει ρεπορτάζ. Για τα νερά που ρίχνουν από πάνω, μέχρι τη σκόνη στον δρόμο, τα καταγράφει. Και τα καταγράφει με οίστρο. Πολλές φορές έχει εντόνως λογοτεχνική χροιά το γραπτό του. Είναι πολύ χυμώδες. Δηλαδή βγάζει αισθήσεις. Όσφρηση. Περιγράφοντας τη δυσωδία ας πούμε. Δεν έχει φωτογραφική μηχανή. Είναι τα μάτια του. Είναι κάτι τελείως προσωπικό αυτό που γράφει και το κάνει γιατί το γουστάρει. Του αρέσει. Και αυτό φαίνεται.

Τώρα το γραπτό έχει γίνει πιο τυποποιημένο.

Ζ.Β.: Αυτό έχει ήδη συμβεί από τον 20ό αιώνα, από τα μέσα και μετά. Λογικό είναι ν’ αλλάζει. Τώρα έχεις αντίπαλο την εικόνα. Το Ίντερνετ. Και οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει την εικόνα, όχι τόσο το σχόλιο. Είναι δευτερεύον. Τότε δεν υπήρχε η εικόνα να απορροφά όλο το ενδιαφέρον.

Μπορεί να επιτελέσει ακόμη έναν ρόλο ο περιπατητής δημοσιογράφος;

Ζ.Β.: Ναι, αρκεί να έχει έναν λόγο καλλιεργημένο, μία ευαισθησία πρόσληψης αυτού που βλέπει ώστε να το μεταγράψει με έναν ενδιαφέροντα τρόπο σ’ εμένα που θα το διαβάσω.

Ποια η διαφορά της νοσταλγίας με την αναδρομή στο παρελθόν;

Ζ.Β.: Τα βιβλία μας δεν έχουν νοσταλγία. Νοσταλγείς κάτι που έχεις ζήσει. Είναι ένα βλέμμα σ’ έναν χρόνο παρελθόντα, σ’ έναν κόσμο όπως ήταν τότε και δεν είναι σήμερα, και μας αφορά. Είναι πριν από εμάς.

Απ’ όσα χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου και την επιβολή του τσιμέντου τι είναι εκείνο που θα θέλατε περισσότερο να είχε διασωθεί;

Ζ.Β.: Ο κτηριακός πλούτος. Θα μπορούσαν να είχαν σωθεί πολλά. Θα μπορούσε η πόλη να ακολουθήσει πολύ διαφορετική διαδρομή. Πώς οι μεγάλες πρωτεύουσες στην Ευρώπη έχουν κρατήσει τον ιστό τους τον ιστορικό; Το ιστορικό τους κέντρο. Τι να πούμε τώρα. Να πούμε για τη Ρώμη, το Παρίσι, τη Βιέννη, την Πράγα, τη Βουδαπέστη ή τη Λισσαβώνα;

Δεν υπήρχε ένας άνθρωπος να τους πει σταματήστε να γκρεμίζετε;

Θ.Γ.: Ξέρεις πώς αντιδρούσαν οι μοντερνιστές αρχιτέκτονες της εποχής; Όταν γκρεμιζόταν με την αντιπαροχή ένα νεοκλασικό αρχοντικό, χειροκροτούσαν και χοροπηδούσαν από τη χαρά τους: «Έφυγε άλλο ένα».

Υπάρχει και το παράδειγμα της Καπνικαρέας (χρονολογείται από τον 11ο αιώνα) που αναφέρετε και στο βιβλίο, την οποία ήθελαν επίσης να κατεδαφίσουν για να ανοίξει ο δρόμος.

Θ.Γ.: Ναι. Όπως αναφέρουμε, η πρώτη χάραξη της Ερμού ενσωμάτωνε κατά τρόπο καινοφανή και παράδοξο την εκκλησία της Καπνικαρέας. Τον Αύγουστο του 1863 κρίνεται ότι η λειτουργία της κεντρικής οδικής αρτηρίας, 30 χρόνια μετά την κατασκευή της, παρεμποδίζεται από τον ναό και προτείνεται η κατεδάφιση και μεταφορά του. Ευτυχώς η Καπνικαρέα παρέμεινε στη θέση της ασάλευτη στον χρόνο, αδιάφορη για τον πυρετώδη ρυθμό της πόλης, ταυτισμένη με τον πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας.

Ζ.Β.: Είναι τοπόσημο της πόλης. Στην Καπνικαρέα μπαίνεις μέσα και κάνεις ταξίδι στον χρόνο. Είσαι στην Ερμού και ξαφνικά μπαίνεις μέσα και επικρατεί η γαλήνη, η ηρεμία.

Εχετε γράψει ακόμα δύο βιβλία. Το πρώτο σας, κ. Γιοχάλα, σε συνεργασία με την Τόνια Καφετζάκη που είχε τίτλο «Αθήνα - Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την Ιστορία και τη λογοτεχνία» (Εκδόσεις Εστία, 2012). Και το αμέσως επόμενο, που είχε πάλι την υπογραφή των δυο σας, κ. Βαΐου, με τίτλο «Ο Κίτσος ο Λεβέντης και άλλες αγγελίες» (εκδόσεις Εστία, 2016). Και στα δύο βιβλία παρατίθενται πτυχές της καθημερινότητας του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ού μέσα από ένα πολύ διαφορετικό πρίσμα. Από την έρευνά σας έχετε διαπιστώσει πολλά ακόμη ανεξερεύνητα πεδία;

Θ.Γ.: Είναι πολλά πράγματα που πρέπει να ερευνηθούν. Μου είχε κάνει εντύπωση, ενώ έψαχνα κάτι άλλο και μελετούσα την εφημερίδα, όταν έπεσα μπροστά σε μία ανακοίνωση που έλεγε «Σύλλογος πωλησάντων κατά την Κατοχή». Ήταν για σπίτια που τα αγόρασαν μαυραγορίτες. Τι θέλανε αυτοί που φτιάξανε τον σύλλογο; Να ακυρωθούν όλες αυτές οι πωλήσεις γιατί έγιναν για ένα κομμάτι ψωμί. Κάτω από την πίεση της πείνας. Έλα όμως που μερικά φύλλα μετά είδα ανακοίνωση των ανθρώπων που αγόρασαν τα σπίτια. Είχαν φτιάξει κι αυτοί σύλλογο. Ξέρεις πόσες τέτοιες ανακοινώσεις μάζεψα; Και δεν έχει ασχοληθεί κανείς. Τουλάχιστον δεν ξέρω εγώ κάποιον. Ξέρουμε για τους μαυραγορίτες, για τους δωσίλογους, αλλά ώς εκεί.

Οπως μου είχαν κάνει εντύπωση και τα περιβόλια σε δημόσιους χώρους, τα οποία οργανώνονταν στη διάρκεια της προετοιμασίας για τον πόλεμο, γιατί όλοι ξέρανε ότι ο πόλεμος έρχεται το ’40, και στη διάρκεια της Κατοχής. Συνέβη και στην Ιταλία. Πάρκα δηλαδή που μετατρέπονταν σε λαχανόκηπους για να μπορέσει ο κόσμος να έχει τροφή.

Η επαφή με την καθημερινότητα όπως υπήρξε είναι μια πλευρά της Ιστορίας που δεν τη μαθαίνουμε από το σχολικό βιβλίο. Έχετε καταφέρει να τη μεταδώσετε και στους μαθητές σας;

Θ.Γ.: Πριν από 7-8 χρόνια είχα ξεκινήσει ένα πρόγραμμα. Είχα κανονίσει κι έπαιρνα σχεδόν κάθε Κυριακή, εκτός εργασίας, τους μαθητές μου σε διάφορα σημεία της πόλης. Υπήρχε Κυριακή που είχα 25 παιδιά μαζί μου, μια άλλη 15, μια άλλη 18. Ερχόντουσαν. Ανέβαινα εγώ με το αυτοκίνητό μου στον Υμηττό (σ.σ.: διδάσκει στο 3ο Λύκειο Υμηττού), το άφηνα εκεί και παίρναμε όλοι μαζί λεωφορείο. Κατεβαίναμε στο σημείο που μας ενδιέφερε και μετά γυρίζαμε πάλι με το λεωφορείο. Αυτά όλα ξεκίναγαν από τις 10 το πρωί και γυρίζαμε 1-1.30 το μεσημέρι. Κάθε Κυριακή σχεδόν.

Θυμάμαι μία Κυριακή είχα οργανώσει επίσκεψη στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Τους πήρα λοιπόν απέξω, τους έκανα μια μικρή ξενάγηση εξωτερικά, έτσι όπως το βλέπανε από τη Βασιλέως Γεωργίου, και στη συνέχεια μπήκαμε μέσα. Πήγα στη ρεσεψιόν και λέω «είχαμε κλείσει για σήμερα μία ξενάγηση στο εσωτερικό του ξενοδοχείου. Βεβαίως, κ. Γιοχάλα, να έρθει ο υπεύθυνος ασφαλείας να σας συνοδεύσει». Έρχεται λοιπόν ένας κύριος ψηλός, γραβατωμένος, κοστουμαρισμένος, ευγενέστατος. Κάποια στιγμή με ρωτάει ποιο είναι το σχολείο. 3ο Λύκειο Υμηττού, του απαντώ. Μόλις ακούει 3ο Λύκειο, συγκινήθηκε. Γιατί; Γιατί είχε τελειώσει το 3ο Λύκειο Υμηττού. Λέει «παιδιά, μα τι μου λέτε τώρα, είναι το σχολείο μου αυτό. Θα σας κάνω εξτρά ξενάγηση, ιδιαίτερη». Μας πήγε λοιπόν στη βασιλική σουίτα του ξενοδοχείου, στην προεδρική σουίτα, μας έδειξε έναν σωρό χώρους, άφησε τα παιδιά να κάνουν βουτιές στα κρεβάτια εκεί. Τα παιδιά τρελαθήκανε. Τότε είχα μαζί μου περίπου 20 παιδιά. Όταν το μάθανε και τα υπόλοιπα, με ψήνανε να ξαναπάμε για να δουν κι αυτά.

Μετά απ’ όλες αυτές τις επισκέψεις σαφώς υπάρχουν κάποια παιδιά που συνεχίζουν να ενδιαφέρονται. Πάντα λίγα είναι, στα περισσότερα που με ακολουθούσαν άρεσε η βόλτα. Η παρέα. Το ότι κάθε Κυριακή θα ήμασταν όλοι μαζί. Γιατί καθόμασταν και πίναμε και καφέ. Που κι αυτό σημαντικό είναι.

Η πόλη δεν μπορεί να γίνει όπως ήταν, ακόμη και να το θέλαμε, υπάρχουν όμως τρόποι να βελτιωθεί;

Z.B.: Εγώ θέλω να διασωθεί ό,τι μπορεί να διασωθεί ακόμη, να μην γκρεμιστεί τίποτε άλλο από νεοκλασικά. Φτάνει, έως εδώ. Ό,τι έγινε, έγινε. Τώρα αυτά που υπάρχουν ας τα αντιμετωπίσει η πόλη λίγο με φροντίδα. Να δείξει ένα ενδιαφέρον.

Θ.Γ. & Ζ.Β.: Και όλες οι παρεμβάσεις που γίνονται μέχρι στιγμής είναι προς το χειρότερο. Η ανάπλαση, για παράδειγμα, στην Πανεπιστημίου. Με την οποία δεν ξέρουμε τι θα γίνει.

Η πλατεία Δημαρχείου. Δεν υπάρχει πιο άσχημη. Δεν είναι πλατεία. Ένα απέραντο πλακάκι που πυρώνει το καλοκαίρι. Δεν σου κάνει εντύπωση που δεν υπάρχει ένα καφέ; Ό,τι υπήρχε έκλεισε. Έχει μια κίνηση το πρωί. Και μετά τη δύση του ήλιου τρέχεις.

Πριν λίγες ημέρες βρεθήκαμε στο δημαρχείο για μια παρουσίαση και βγαίνοντας έξω, δεν είχε νυχτώσει ακόμη, αλλά είχε βασιλέψει ο ήλιος κι αισθανόσουν μια παγωμάρα. Μπορεί να ζεσταθεί αυτή η πόλη;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL