Live τώρα    
22°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
21.0°C23.4°C
3 BF 57%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
20 °C
18.0°C21.0°C
2 BF 66%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
19 °C
18.2°C21.0°C
3 BF 70%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σκόνη
21 °C
19.8°C22.7°C
2 BF 79%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
18.4°C20.7°C
0 BF 72%
Επιθέσεις ακροδεξιών / «Θεσμοί και αρχές δεν πήραν το μήνυμα»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Επιθέσεις ακροδεξιών / «Θεσμοί και αρχές δεν πήραν το μήνυμα»

ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Ακριβώς έναν χρόνο μετά την ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης βρεθήκαμε ξαφνικά να συζητάμε πάλι για ναζιστικούς χαιρετισμούς σε σχολεία, για τάγματα εφόδου, για αστυνομική αδράνεια και για αντιφασιστική εγρήγορση.

Πυρήνες νεοναζί συνέχισαν αθόρυβα να εκκολάπτονται στα συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό» (τα οποία διοργανώνονταν με τις πλάτες της Ν.Δ.), στις κερκίδες των γηπέδων και, τους τελευταίους μήνες, στις συγκεντρώσεις των αντιεμβολιαστών, όπου κάνουν επίδειξη στρατιωτικής πειθαρχίας οπαδοί του Κασιδιάρη. Το αυγό ξαναέσπασε δικαιώνοντας όσους προειδοποιούσαν ότι η καταδίκη της Χρυσής Αυγής δεν (θα μπορούσε να) είναι αρκετή.

Θεσμοί και οι αρχές φαίνεται πως δεν πήραν το μήνυμα της περσινής, εμβληματικής δικαστικής απόφασης. Η πολιτειακή και θεσμική αδράνεια επιτρέπει στους νεοναζί να σηκώνουν ξανά κεφάλι ξυπνώντας μνήμες της περιόδου 2012 - 2013, όταν αλώνιζαν οι χρυσαυγίτες. Θα είναι εφιαλτικό να γίνουν τα ίδια λάθη.

Η Δεξιά, δυστυχώς, δεν πήρε το πολιτικό της μάθημα: μέχρι τη διαγραφή Μπογδάνου είχε φουντώσει ξανά, μέσα (και) από υπουργικά χείλη, η θεωρία των δύο άκρων. Η επικράτησή της στη δημόσια σφαίρα συμβάλλει στην κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς, τη σχετικοποίηση του νεοναζιστικού κινδύνου και την απονομιμοποίηση αριστερών κομμάτων και κινημάτων.

Πλέον γνωρίζουμε πόσο επικίνδυνη είναι η λογική της θεωρίας των δύο άκρων - δεν πρέπει να το ξαναζήσουμε ποτέ ξανά.

Θεσμική αδράνεια και κίνδυνος να ξαναγίνουν τα ίδια λάθη

Κωστής Παπαϊωάννου*

Τις τελευταίες ημέρες υπάρχει έντονη κινητικότητα, που είναι πολύ ανησυχητική, κυρίως γιατί σχετίζεται με τον χώρο της εκπαίδευσης και, κατά δεύτερον, διότι υπήρξε μια πολύ μεγάλη και γρήγορη κλιμάκωση της έντασης της βίας και των επιθέσεων. Συμπεριλαμβανομένης και της επίθεσης σε κλιμάκιο της ΚΝΕ, που θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας και τις ομοιότητες με την κλιμάκωση το καλοκαίρι του 2013, που επίσης συμπεριελάμβανε επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Από την άλλη, παρ' όλο που προφανώς πρόσωπα εμπλεκόμενα στην τωρινή ένταση της βίας σχετίζονται με τη Χρυσή Αυγή, πιστεύω ότι είναι λάθος να θεωρήσουμε πως πρόκειται για επανεμφάνιση της Χρυσής Αυγής που γνωρίζαμε. Η Χρυσή Αυγή που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Υπάρχουν όμως ομαδώσεις οι οποίες έχουν επαφή με τη Χρυσή Αυγή ή με πρόσωπα εντός της φυλακής.

Για εμένα το προφανές συμπέρασμα από τις τελευταίες εξελίξεις είναι ότι, ενώ η δικαστική απόφαση του Οκτωβρίου του 2020, που ήταν να κλειστούν στις φυλακές οι καταδικασμένοι, εκτελέστηκε αμέσως, όπως έπρεπε, το μήνυμα της δικαστικής απόφασης δεν ελήφθη από τους θεσμικούς αποδέκτες. Δηλαδή έπρεπε η αστυνομία να δει τι σημαίνει η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση σε σχέση με το γεγονός ότι μέλη των σωμάτων ασφαλείας ήταν μέλη αυτής της οργάνωσης ή συνεργάζονταν μαζί της.

Έπρεπε η Δικαιοσύνη να διαβάσει τη δικαστική απόφαση και να διδαχτεί από την αβελτηρία και την καθυστέρηση που σημειώθηκε πριν από το 2013 για να μην τις επαναλάβει.

Έπρεπε η Εκκλησία να πάρει το μήνυμα ότι δεν γίνεται στελέχη της ιεράρχες να συναγελάζονται με τη Χρυσή Αυγή.

Έπρεπε τα ΜΜΕ να λάβουν το μήνυμα τι σημαίνει να προβάλλουν εκπροσώπους εγκληματικής οργάνωσης. Εκεί, έναν χρόνο μετά, θεωρώ πως μπορούμε να πούμε ότι κάποιοι το μήνυμα δεν το διάβασαν, δεν το πήραν. Και άρα υπάρχει μια θεσμική αδράνεια και κίνδυνος να ξαναγίνουν τα ίδια λάθη. Αυτό είναι το ανησυχητικό.

Τώρα, ξεχωριστό κεφάλαιο είναι πώς αντιδρά το πολιτικό προσωπικό. Νομίζω πως η θεωρία των δύο άκρων και οι ίσες αποστάσεις που επιχειρήθηκε να κρατηθούν από κυβερνητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων του υπουργείου Παιδείας, είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Κατ’ αρχάς διότι, όταν έχεις στο πεδίο ευθύνης σου τη διοίκηση και την ευθύνη για εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία λειτουργούν ένοπλες νεοφασιστικές συμμορίες, όχι μόνο δεν αντιδράς κρατώντας ίσες αποστάσεις ή εκφράζοντας τη θεωρία των δύο άκρων, αλλά οφείλεις να δεις αυτοκριτικά τι δεν έχεις κάνει και να ελέγξεις πειθαρχικά ή διοικητικά ενδεχομένως τους προϊσταμένους αυτών των μονάδων για δικές τους παραλείψεις ή πράξεις. Ξέρω ότι κινήθηκαν οι διαδικασίες για τους διευθυντές των ΕΠΑ.Λ., αυτό όμως δεν συμβαδίζει με τη στάση του κ. Συρίγου. Δεν έχουμε σύγκρουση ιδεών εδώ. Ούτε δύο άκρα. Ούτε δύο ομάδες.

* Εκπαιδευτικός και διευθυντής του Σημείου για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς

Να μπει ένα τέρμα στην επιζήμια θεωρία των δύο άκρων

Αντώνης Γαλανόπουλος*

Τα πρόσφατα γεγονότα στη δυτική Θεσσαλονίκη μας έδειξαν ότι το φίδι του νεοναζισμού συνέχισε να σέρνεται στο σκοτάδι και να οργανώνει την επάνοδό του. Στη Θεσσαλονίκη η σημαία της Χρυσής Αυγής, που κυματίζει ακόμα στα γραφεία της, υποδέχεται όλους τους επισκέπτες της πόλης στη δυτική της είσοδο. Εκεί η οργάνωση λειτουργεί και υπάρχει ένα εθνικιστικό στέκι. Σε εκείνο το στέκι καλεί τους μαθητές, το Μέτωπο Νεολαίας της Χρυσής Αυγής, με τα φυλλάδια που μοιράζει στα σχολεία της πόλης. Και αυτά συμβαίνουν πλησίον των δικαστηρίων της πόλης.

Μαζί με την επανεμφάνιση της ακροδεξιάς βίας αναγεννήθηκε και η λεγόμενη θεωρία των δύο άκρων. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην ιδέα πως η πολιτική τοπογραφία μοιάζει με ένα πέταλο αλόγου.  Έτσι, η (άκρα) Αριστερά και η (άκρα) Δεξιά δεν βρίσκονται στα αντίθετα άκρα ενός γραμμικού συνεχούς, αλλά στα δύο άκρα του πετάλου, και επομένως η απόσταση μεταξύ τους είναι μικρή. Πρόκειται προφανώς για μια θεωρία απλοϊκή, που εστιάζει σε επιφανειακές -κατασκευασμένες ή μη- ομοιοτυπίες για να εξάγει αναλογίες που υποτίθεται πως αντανακλούν ταυτοτικές ομοιότητες. Οι ερευνητές Ronan Burtenshaw και Anton Jäger χαρακτήρισαν σε άρθρο τους στο Jacobin τη θεωρία αυτή ως το πιο τεμπέλικο δόγμα της φιλελεύθερης κοσμοθεωρίας.

Το ιδεολόγημα αυτό το συναντήσαμε την περίοδο ανάδυσης και οργανωμένης δράσης της Χρυσής Αυγής, που σφραγίστηκε από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.  Ήταν, τότε, ένα βασικό στοιχείο του κυρίαρχου δημόσιου λόγου που ευνόησε τη Χρυσή Αυγή. Το συναντήσαμε ακόμα και τις ημέρες της καταδίκης της, όταν ο Αντώνης Σαμαράς αξιοποίησε την πρόσκληση της Εφημερίδας των Συντακτών να συμμετέχει στο «τείχος της δημοκρατίας» για να υποστηρίξει ότι «εγκληματική δραστηριότητα που καλύπτεται από 'πολιτική προστασία' δεν υπάρχει μόνο στη Χρυσή Αυγή». Το συναντάμε ξανά σήμερα από τον υφυπουργό Παιδείας και πανεπιστημιακό  Άγγελο Συρίγο, έως τον βουλευτή της Ν.Δ. Κ. Καραγκούνη, φέρνοντας ως απόδειξη της βίας του ΣΥΡΙΖΑ τη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Σλοβένο φιλόσοφο Slavoj Zizek.

Η σφοδρή κριτική που έχει δεχθεί δεν έχει επηρεάσει την κυκλοφορία της στον δημόσιο λόγο. Κι αυτό γιατί η «επιτυχία» της δεν βασίζεται στο θεωρητικό της βάθος ή στην αναλυτική της χρησιμότητα, αλλά στην αξιοποίησή της μέσα στον πολιτικό ανταγωνισμό. Η επικράτηση αυτής της ιδέας στη δημόσια σφαίρα συμβάλλει στην κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς, την υποτίμηση και τη σχετικοποίηση του νεοναζιστικού κινδύνου και παράλληλα σε μια επιχείρηση απονομιμοποίησης και στιγματισμού αριστερών κομμάτων και κινημάτων. Οι μόνοι που κερδίζουν στον μακρύ χρόνο από τη θεωρία των δύο άκρων είναι οι υποστηρικτές του φασισμού και του νεοναζισμού. Το πόσο επικίνδυνη είναι η λογική της θεωρίας των δύο άκρων το γνωρίζουμε πια, δεν πρέπει να το ξαναζήσουμε. Ούτε τώρα ούτε ποτέ ξανά.

Απέναντι στην επανεμφάνιση της ακροδεξιάς βίας απαιτείται μια πολύπλευρη αντίδραση: η θεσμική απάντηση της Πολιτείας που δεν μπορεί να θυσιάζεται στον βωμό μικροκομματικών παιγνίων, η κινηματική δράση της κοινωνίας των πολιτών, παρεμβάσεις παιδαγωγικές και πολιτιστικές που θα καλλιεργούν μια αντιφασιστική αγωγή. Ο δημόσιος λόγος είναι ακόμα ένα κρίσιμο πεδίο. Το να βάλουμε ένα τέρμα στην αναπαραγωγή της επιζήμιας θεωρίας των δύο άκρων θα ήταν μια αρχή. Η ευθύνη σχολιαστών, δημοσιογράφων και διανοούμενων, ιδίως του φιλελεύθερου Κέντρου, είναι μεγάλη.

* Υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Η επικίνδυνη μετατόπιση του χώρου της πολιτικής κανονικότητας

Αγγελος Σεριάτος*

Τα ακροδεξιά κόμματα διεθνώς έχουν σημειώσει σημαντική άνοδο τα τελευταία χρόνια, αξιοποιώντας -μεταξύ άλλων- την ανασφάλεια που γεννάει η πυκνή στις μέρες μας επαφή με ό,τι προσλαμβάνεται ως ετερότητα. Η ρητορική τής σύγχρονης Ακροδεξιάς προσαρμόστηκε στην εποχή προτάσσοντας πλέον όχι την εθνική «καθαρότητα» που θυμίζει το ναζιστικό παρελθόν, αλλά μια πιο light εκδοχή της, την εθνική «προτίμηση». Μια μορφή εθνικισμού που δεν ξεδιπλώνεται -όπως στο παρελθόν- στη βάση βιολογικών χαρακτηριστικών, αλλά στην «υπεράσπιση» των πολιτισμικών στοιχείων της εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας και στη χρήση αφηγηματικών τομών που κινούνται σε ένα πιο mainstream -και άρα πιο ανεκτό-πολιτισμικό πλαίσιο.

Η συγκεκριμένη στρατηγική αλλού πέτυχε και αλλού όχι. Στην Ελλάδα η πολιτική έκφραση της Ακροδεξιάς υπέστη σημαντική ήττα με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής πριν από περίπου έναν χρόνο. Το αποτύπωμα, ωστόσο, των πρακτικών και της διάχυσης των ιδεών της στις αντιλήψεις και τις στάσεις μιας ποσοτικά σημαντικής κοινωνικής μερίδας παραμένει εξαιρετικά ορατό. Κι αυτό οφείλεται όχι μόνο στο τι πέτυχε η  Άκρα Δεξιά την τελευταία δεκαετία, αλλά και στο πώς η παραδοσιακή συντηρητική Δεξιά την αντιμετώπισε.

Η πολιτική - εκλογική στρατηγική της συντηρητικής παράταξης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αφορά μια προσπάθεια προσεταιρισμού -και- του ακροδεξιού ακροατηρίου μέσω της υιοθέτησης όψεων της ακροδεξιάς ατζέντας και της ενσωμάτωσης και ανάδειξης του μετανοημένου ή «σοβαρού» στελεχιακού δυναμικού της. Υπό αυτή την έννοια, το ακροδεξιό, μισαλλόδοξο αποτύπωμα δεν οφείλεται αποκλειστικά στις επιτυχίες της  Άκρας Δεξιάς αλλά και στις διάφορες στρατηγικές ενσωμάτωσης που συχνά υλοποιούν τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται όχι μόνο η συστηματική αποφυγή να χαρακτηριστεί η ακροδεξιά δράση ως τέτοια αλλά και η συστηματική ένταξή της στο πλαίσιο της θεωρίας των δύο άκρων: δεν υπάρχει ιδεολογική βάση στην άσκηση βίας, αλλά μόνο άκρα που τελικά την ασκούν ή δεν αποκλείουν πως θα το κάνουν. Οι ιδέες -έστω κι αν συχνά κλείνουν το μάτι στη μισαλλοδοξία- μπορούν να γίνουν ανεκτές στο πλαίσιο μιας διευρυμένης, μη βίαιης παράταξης. Με μια σημαντική, ωστόσο, διαφοροποίηση: το δεξιό άκρο έχει σαφώς οριοθετηθεί και αφορά ό,τι θυμίζει τη Χρυσή Αυγή και τον ναζισμό, ενώ τα όρια του αριστερού άκρου παρουσιάζονται ως πολύ πιο διευρυμένα, συμπεριλαμβάνοντας οτιδήποτε γέννησε η μήτρα της μαρξιστικής παράδοσης στην Ελλάδα και διεθνώς εφόσον αυτό συνδέθηκε με βία σε οποιοδήποτε σύγχρονο ή ιστορικό πλαίσιο.

Εντέλει, το πολιτικά «κανονικό» τοποθετείται στον ενδιάμεσο, μεταξύ των δύο άκρων, χώρο, του οποίου το κέντρο βάρους εντοπίζεται μεταξύ του μετριοπαθούς κεντρώου χώρου και των παρυφών της Ακροδεξιάς. Και η μετατόπιση του χώρου της κανονικότητας προς τα δεξιά έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά της, διευρύνοντας τα όρια της ανεκτικότητας απέναντι στη μισαλλοδοξία: ένας στους πέντε διατηρεί την άποψη πως αν η Χρυσή Αυγή δεν προχωρούσε σε εγκληματικές πράξεις και έμενε προσηλωμένη στις ιδέες της, θα ήταν ένα «χρήσιμο» για την κοινωνία κόμμα.

* Υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και επικεφαλής Πολιτικών Ερευνών Prorata S.A.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL